Ἀποστολικό Ἀνάγνωσμα (22/6)

Ἀπόστολος: Δευτ. γ΄ ἑβδ. ἐπιστολῶν (Ῥωμ. ζ΄ 1-13)

Ἤ ἀγνοεῖτε, ἀδελφοί· γινώσκουσι γὰρ νόμον λαλῶ· ὅτι ὁ νόμος κυριεύει τοῦ ἀνθρώπου ἐφ᾿ ὅσον χρόνον ζῇ; 2 ἡ γὰρ ὕπανδρος γυνὴ τῷ ζῶντι ἀνδρὶ δέδεται νόμῳ· ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ ὁ ἀνήρ, κατήργηται ἀπὸ τοῦ νόμου τοῦ ἀνδρός. 3 ἄρα οὖν ζῶντος τοῦ ἀν­δρὸς μοιχαλὶς χρηματίσει ἐὰν γένηται ἀνδρὶ ἑτέρῳ· ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ ὁ ἀνήρ, ἐλευ­θέρα ἐστὶν ἀπὸ τοῦ νόμου, τοῦ μὴ εἶναι αὐτὴν μοιχαλίδα γενομένην ἀνδρὶ ἑτέρῳ. 4 ὥστε, ἀδελφοί μου, καὶ ὑμεῖς ἐθανατώθητε τῷ νό­μῳ διὰ τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ εἰς τὸ γενέσθαι ὑ­­μᾶς ἑτέρῳ, τῷ ἐκ νεκρῶν ἐγερ­θέντι, ἵνα καρποφορή­σω­μεν τῷ Θεῷ. 5 ὅτε γὰρ ἦμεν ἐν τῇ σαρκί, τὰ παθήματα τῶν ἁμαρτιῶν τὰ διὰ τοῦ νόμου ἐνηργεῖτο ἐν τοῖς μέλεσιν ἡμῶν εἰς τὸ καρποφορῆσαι τῷ θανάτῳ· 6 νυνὶ δὲ κατηργήθημεν ἀπὸ τοῦ νόμου, ἀποθανόντες ἐν ᾧ κατειχόμεθα, ὥστε δου­λεύειν ἡμᾶς ἐν καινότητι πνεύ­ματος καὶ οὐ παλαιότητι γράμματος. 7 Τί οὖν ἐροῦμεν; ὁ νόμος ἁμαρτία; μὴ γένοιτο· ἀλλὰ τὴν ἁμαρτίαν οὐκ ἔγνων εἰ μὴ διὰ νόμου· τήν τε γὰρ ἐπιθυμίαν οὐκ ᾔδειν εἰ μὴ ὁ νόμος ἔλεγεν, οὐκ ἐπιθυμήσεις· 8 ἀφορμὴν δὲ λαβοῦσα ἡ ἁμαρτία διὰ τῆς ἐντολῆς κατειργάσατο ἐν ἐμοὶ πᾶσαν ἐπιθυμίαν· χωρὶς γὰρ νόμου ἁμαρτία νεκρά. 9 ἐγὼ δὲ ἔζων χωρὶς νόμου ποτέ· ἐλθούσης δὲ τῆς ἐντολῆς ἡ ἁμαρτία ἀνέ­ζησεν, 10 ἐγὼ δὲ ἀπέθανον, καὶ εὑρέθη μοι ἡ ἐντολὴ ἡ εἰς ζωήν, αὕτη εἰς θάνατον· 11 ἡ γὰρ ἁμαρτία ἀφορμὴν λαβοῦσα διὰ τῆς ἐντολῆς ἐξηπάτησέ με καὶ δι᾿ αὐτῆς ἀπέκτεινεν. 12 ὥστε ὁ μὲν νόμος ἅγιος, καὶ ἡ ἐντολὴ ἁγία καὶ δικαία καὶ ἀγαθή. 13 τὸ οὖν ἀγαθὸν ἐμοὶ γέγονε θάνατος; μὴ γένοιτο· ἀλλὰ ἡ ἁμαρτία, ἵνα φανῇ ἁμαρτία, διὰ τοῦ ἀγαθοῦ μοι κατεργαζομένη θάνατον, ἵνα γένηται καθ᾿ ὑπερβολὴν ἁμαρτωλὸς ἡ ἁμαρτία διὰ τῆς ἐντολῆς.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ

Τήν αἰώνια αὐτή ζωή δέν μπορεῖ πλέον οὔτε ὁ νό­μος νά μᾶς τήν ἀφαιρέσει, ὅπως ἀποδεικνύεται ἀ­πό ὅσα θά ποῦμε. Ἐπειδή μιλῶ σέ ἀνθρώπους πού γνω­­­ρί­ζουν τό νόμο, σᾶς ρωτῶ: Δέν γνωρίζετε, ἀδελφοί, ὅτι ὁ νόμος ἔχει ἐξουσία πάνω στόν ἄνθρωπο γιά ὅσο διά­­­στη­μα αὐτός ζεῖ; 2 Διότι, γιά νά φέρω ἀπό τό νόμο ἕνα παράδειγμα πού ἀποδεικνύει τήν ἀλήθεια αὐτή, ἡ παντρεμένη γυναίκα εἶναι δεσμευμένη μέ τόν ἄνδρα της γιά ὅσο αὐτός ζεῖ, σύμφωνα μέ τό νόμο πού ὁρίζει τά θέματα τοῦ γάμου. Ἐάν ὅμως πεθάνει ὁ σύζυγός της, ἀπαλλάσσεται ἀπό τή νομική δέσμευση πού εἶχε μέ τόν ἄνδρα της. 3 Βγαίνει λοιπόν ὡς συμπέρασμα ὅτι, ἐφόσον ζεῖ ὁ σύ­ζυγός της, ἐάν αὐτή συνδεθεῖ μέ ἄλλον ἄνδρα, θά ἀπο­δειχθεῖ μοιχαλίδα. Ἐάν ὅμως πεθάνει ὁ σύζυγός της, εἶ­ναι ἐλεύθερη ἀπό τό νόμο νά παντρευτεῖ πάλι, χωρίς νά εἶναι πλέον μοιχαλίδα ἐάν γίνει σύζυγος ἄλλου ἄν­δρα. 4 Ἄρα λοιπόν, ἀδελφοί μου, ὅπως ἡ γυναίκα ἔτσι κι ἐσεῖς εἶστε ἐλεύθεροι ἀπό τό νόμο. Διότι πεθάνατε ὡς πρός τό νόμο μέ τήν ἕνωσή σας μέ τήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία θανατώθηκε πάνω στό σταυρό. Καί πεθάνατε, γιά νά συζευχθεῖτε μέ ἄλλον, μέ τόν Χριστό δηλαδή, πού ἀναστήθηκε ἀπό τούς νεκρούς· κι ἔτσι νά πα­ραγάγουμε ὅλοι μας μέ τήν ἕνωσή μας αὐτή καρπούς ἐνάρετης ζωῆς γιά τή δόξα τοῦ Θεοῦ. 5 Μόνο λοιπόν τώρα μέ τόν νέο μας αὐτό πνευματικό γά­μο θά παραγάγουμε καρπούς ἐνάρετης ζωῆς. Διό­τι ὅταν ζούσαμε τό σαρκικό βίο, τότε τά ἁμαρτωλά πά­­θη, τά ὁποῖα ἔπαιρναν ἀφορμή ἀπό τίς διάφορες ἀπα­­γορεύσεις τοῦ νόμου, εἶχαν δύναμη καί δράση στά μέ­λη τοῦ σώματός μας καί ἔκαναν καρπούς πού ἔφερ­­ναν θά­νατο. Ὀλέθριοι λοιπόν ἦταν οἱ καρποί τοῦ πα­­λαιοῦ μας γάμου μέ τό νόμο. 6 Τώρα ὅμως ἐλευθερωθήκαμε τελείως ἀπό τό νόμο, διότι πεθάναμε ὡς πρός τό νόμο, ἀπό τόν ὁποῖο κατα­κρα­τούμασταν ὡς αἰχμάλωτοι. Ἐλευθερωθήκαμε λοιπόν, ὥστε νά εἴμαστε δοῦλοι τοῦ Θεοῦ στή νέα κατάστα­ση πού μᾶς ἔφερε τό Πνεῦμα καί ἡ χάρις του καί νά μή δουλεύουμε στήν παλιά κατάσταση, στήν ὁποία ἐπι­­­κρατοῦσε τό γράμμα τοῦ νόμου πού στεροῦνταν τή χά­ρη καί δέν εἶχε τή δύναμη νά ἐνισχύσει τούς ἀνθρώ­πους στήν τήρηση τῶν ἐντολῶν. 7 Ἀλλ’ ἀφοῦ σύμφωνα μέ ὅσα εἴπαμε ἐλευθερωθήκαμε ἐξίσου τόσο ἀπό τό νόμο ὅσο καί ἀπό τήν ἁμαρτία, τί λοιπόν θά ποῦμε; Ὁ νόμος εἶναι ἁμαρτία καί κάτι κακό; Μή συμβεῖ ποτέ νά νομίσει κανείς κάτι τέτοιο. Ἀλλά λέ­με μόνο ὅτι τήν ὕπαρξη τῆς ἁμαρτίας μέσα μου δέν τή γνώ­ρισα ἀλ­λιῶς παρά μόνο μέ τό νόμο. Διότι καί τήν φύση καί τήν ἰσχύ τῆς ἁμαρ­τωλῆς ἐπιθυμίας δέν θά τή γνώριζα, ἐάν ὁ νόμος δέν ἔλεγε μέ τή δέκατη ἐντολή: Δέν θά ἐπι­θυ­μή­σεις. 8 Ἀφοῦ λοιπόν ἡ μέχρι τώρα κρυμμένη ἁμαρτωλή κατάστασή μου καί ἡ κλήση μου πρός τήν ἁμαρτία πῆρε ἀφορμή ἀπό τίς ἀπαγορεύσεις τοῦ νόμου, δημιούργησε καί ἄναψε μέσα μου κάθε εἶδος ἐπιθυμίας. Διότι, ἐφόσον δέν ὑπάρχει νόμος ἀπαγορευτικός, ἡ ἁμαρτία εἶναι νεκρή καί ἀδρανής. 9 Κι ἐγώ κάποτε νόμιζα ὅτι εἶχα ζωή πνευματική, διότι δέν εἶχα ἐνοχλήσεις καί πιέσεις ἀπό τήν ἁμαρτία, ἐπειδή δέν γνώριζα τό νόμο. Ὅταν ὅμως ἦλθε ἡ γνώση τῶν ἐντολῶν τοῦ νόμου, τότε ἡ ἁμαρτία ξαναζωντάνεψε μέσα μου. 10 Κι ἐγώ πέθανα πνευματικά μέ τίς καθημερινές παραβάσεις τοῦ νόμου. Καί ἀνέλπιστα ἡ ἐντολή ἡ ὁποία δόθηκε γιά νά μέ ὁδηγήσει σέ ζωή, αὐτή ἀκριβῶς μέ ὁδή­γησε στό θάνατο. 11 Καί μέ ὁδήγησε στό θάνατο, διότι ἡ ἁμαρτία πού ἦταν κρυμμένη μέσα μου, παίρνοντας ἀφορμή ἀπό τήν ἐντο­λή, μέ ἐξαπάτησε καί μέ τήν παράβαση αὐτή μέ θα­νάτωσε. 12 Συνεπῶς ὁ Μωσαϊκός νόμος εἶναι βέβαια ἅγιος, καί κάθε ἐντολή τοῦ νόμου αὐτοῦ εἶναι ἅγια καί δίκαιη καί εὐεργετική. 13 Ἀλλά τότε λοιπόν ὁ ἅγιος καί καλός νόμος ἔγινε γιά μένα πρόξενος καί αἴτιος θανάτου; Μή συμβεῖ νά πα­­ραδεχθεῖ κανείς ὅτι ὁ νόμος ἔγινε γιά μένα φονιάς. Ἀλ­λά τό θάνατο μοῦ τόν ἔφερε ἡ ἁμαρτία, γιά νά φανεῖ πό­σο κακή καί καταστρεπτική εἶναι, ἀφοῦ προξενεῖ σέ μένα θάνατο διαμέσου τοῦ νόμου, ὁ ὁποῖος εἶναι κάτι κα­λό καί ἅγιο. Γιά νά γίνει ἔτσι ὑπερβολικά ὀλέθρια καί μισητή ἡ ἁμαρτία διαμέσου τῆς ἐντολῆς.