Ξοδεύθηκε πολὺ μελάνι τὸν τελευταῖο καιρὸ γιὰ νὰ ἀμφισβητηθεῖ τὸ Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, τὸ μέγιστο καὶ ἱερότατο Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας μας. Γράφτηκαν πολλὰ καὶ εἰπώθηκαν πολλὰ σὲ συνεντεύξεις, δημοσιογραφικὲς συζητήσεις καὶ ἔρευνες. Εἰδικοὶ καὶ μὴ ἐκφράσθηκαν καὶ διετύπωσαν διάφορες γνῶμες.
Ἡ ὅλη συζήτηση ἔθετε καίρια ἐρωτήματα: Μποροῦμε στὴν περίοδο τῆς πανδημίας τοῦ κορωνοϊοῦ νὰ προσερχόμαστε ἄφοβα στὸ ἱερὸ Μυστήριο καὶ νὰ κοινωνοῦμε ὅλοι ἀπὸ τὸ ἴδιο ἅγιο Ποτήριο μὲ τὴν ἴδια ἁγία Λαβίδα; Δὲν διατρέχουμε τὸν κίνδυνο νὰ μεταδώσουμε ὁ ἕνας στὸν ἄλλον τὴν ἀσθένεια;
Γιὰ ὅσους πιστεύουμε στὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, αὐτὲς οἱ ἀπορίες, ἂν δὲν συνιστοῦν συγκεκαλυμμένη πολεμικὴ κατὰ τῆς ἀμωμήτου Πίστεώς μας, φανερώνουν ἄγνοια καὶ ἀποτελοῦν ἀπαράδεκτη καὶ ἀσεβὴ στάση ἀπέναντι στὸ Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας.
Ὅποιος προσέρχεται στὸ Μυστήριο, μεταλαμβάνει Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ καὶ ὄχι ἁπλὸ ἄρτο καὶ οἶνο, ποὺ μπορεῖ κάτι νὰ συμβολίζει ἢ νὰ θυμίζει ἁπλῶς. Μετὰ τὸν καθαγιασμὸ τῶν Τιμίων Δώρων, κατὰ τὴ θεία Λειτουργία, ἐπάνω στὴν Ἁγία Τράπεζα δὲν ὑπάρχει πλέον ἄρτος καὶ οἶνος, ἀλλὰ ὑπὸ τὰ εἴδη τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου ὑπάρχει πραγματικά, ἀληθινὰ καὶ οὐσιαστικὰ τὸ ἴδιο τὸ Σῶμα καὶ τὸ ἴδιο τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὅσοι προσέρχονται καὶ κοινωνοῦν, κοινωνοῦν τὸν ἴδιο τὸν Χριστό!
Ὁ Χριστὸς δὲν μεταδίδει μικρόβια, ἀρρώστια καὶ θάνατο. Ὁ Χριστὸς δίνει ὑγεία, δύναμη, λύτρωση καὶ ζωή. Ὅποιον ἄγγιζε ὁ Χριστός, τὸν θεράπευε. Ἄγγιζε τὰ μάτια τῶν τυφλῶν καὶ ἐκεῖνα ἄνοιγαν καὶ γέμιζαν φῶς. Ἄγγιζε τὰ αὐτιὰ τῶν κωφῶν καὶ τὴ γλώσσα τῶν ἀλάλων καὶ ἐκεῖνοι ἄκουγαν καὶ μιλοῦσαν. Ὅπου μάθαιναν οἱ ἄνθρωποι ὅτι ἐρχόταν ὁ Χριστός, ἔφερναν ἐπάνω στὰ κρεβάτια τοὺς ἀρρώστους τους καὶ σ’ ὅποια χωριά, ἢ πόλεις, ἢ ἐξοχικοὺς συνοικισμοὺς ἔφθανε, τοποθετοῦσαν στὶς ἀγορὲς τοὺς ἀσθενεῖς καὶ Τὸν παρακαλοῦσαν νὰ ἀγγίξουν ἔστω «τὸ κράσπεδον τοῦ ἱματίου αὐτοῦ», τὴν ἄκρη τοῦ ἐξωτερικοῦ Του ἐνδύματος. «Καὶ ὅσοι ἂν ἥπτοντο αὐτοῦ, ἐσῴζοντο». Ὅσοι Τὸν ἄγγιζαν, θεραπεύονταν ἀπὸ τὴν ἀσθένειά τους (βλ. Μάρκ. ς΄ 55-56).
Καὶ μόνο τὸ ἄγγιγμα τοῦ ἐξωτερικοῦ ἐνδύματος μὲ πίστη ἦταν ἄμεσα θεραπευτικό, μάλιστα γιὰ κάθε ἀσθένεια. Ἐμεῖς δὲν ἀγγίζουμε ἁπλῶς, ἀλλὰ κοινωνοῦμε τὸν ἴδιο τὸν Χριστό, παίρνουμε μέσα μας τὸν Χριστό, καὶ θὰ πάθουμε κάτι κακό;
Ἡ διαχρονικὴ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι ἀποστομωτικὴ γιὰ καθέναν ποὺ ἀμφιβάλλει. Στὴν πορεία 20 αἰώνων δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνα περιστατικό, τὸ ὁποῖο νὰ δικαιολογεῖ τοὺς φόβους ποὺ ἐκφράζονται τόσο ἔντονα σήμερα.
Ἡ θεία Κοινωνία δὲν μπορεῖ νὰ μεταδώσει ἀσθένεια. Εἶναι ἁμαρτία μεγάλη νὰ τὸ λέμε, εἶναι ἀμφισβήτηση τῶν λόγων τοῦ Χριστοῦ, ἀπόρριψη τῆς θείας διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας, ἄρνηση μιᾶς καταφανοῦς καὶ ἀδιάψευστης πραγματικότητος. Εἶναι ἀσέβεια καὶ βλασφημία.
Ὅμως ὁ ἀπόστολος Παῦλος διδάσκει ὅτι ὑπάρχει κάποια περίπτωση ποὺ ἡ συμμετοχή μας στὸ Ποτήριο τῆς Ζωῆς μπορεῖ νὰ μᾶς βλάψει πνευματικῶς, νὰ βλάψει δὲ καὶ τὴν ὑγεία μας καὶ νὰ ἀπειλήσει καὶ τὴν ἴδια τὴ ζωή μας.
Αὐτὸ συμβαίνει ὅταν κάποιος προσέρχεται, ἐνῶ δὲν τοῦ ἐπιτρέπεται, ὅταν δηλαδὴ δὲν κάνει τὴν κατάλληλη προετοιμασία, ὅταν δὲν ἐξετάζει πρῶτα λεπτομερῶς τὸν ἑαυτό του, καὶ ἐνῶ ἔχει βαριὰ ἁμαρτήματα, προσέρχεται χωρὶς προηγουμένως νὰ μετανοήσει, νὰ ἐξομολογηθεῖ καὶ νὰ ἀλλάξει πορεία. Ὁποιοσδήποτε, διδάσκει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, τρώγει τὸν ἅγιο Ἄρτο καὶ πίνει τὸ Ποτήριο τῆς κοινωνίας τοῦ Κυρίου ἀνάξια, «ἔνοχος ἔσται τοῦ σώματος καὶ αἵματος τοῦ Κυρίου»· θὰ εἶναι ἔνοχος γιὰ ἀσέβεια καὶ βεβήλωση, ποὺ ἀποτολμᾶ στὸ Σῶμα καὶ στὸ Αἷμα τοῦ Κυρίου. Αὐτὸς «κρῖμα ἑαυτῷ ἐσθίει καὶ πίνει, μὴ διακρίνων τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου»· τρώει καὶ πίνει κατάκριμα καὶ καταδίκη στὸν ἑαυτό του, ἐπειδὴ δὲν κάνει διάκριση τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ μεταχειρίζεται καὶ τρώει Αὐτὰ σὰν νὰ ἦταν κοινὲς τροφές. Ἐπειδὴ δὲ ἀνάξια προσέρχονται κάποιοι ἀπὸ σᾶς στὴ θεία Κοινωνία, καταλήγει ὁ θεῖος Ἀπόστολος, γι’ αὐτὸ ὑπάρχουν μεταξύ σας πολλοὶ ἀσθενεῖς καὶ ἄρρωστοι καὶ ἀπέθαναν ἀρκετοί.
Εἶναι φοβερό! Ἡ θεία Μετάληψη, ποὺ μπορεῖ νὰ γίνεται «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ εἰς ζωὴν αἰώνιον», γίνεται γιὰ κάποιους «εἰς κρῖμα καὶ εἰς κατάκριμα». Ἀντὶ νὰ ὁδηγεῖ στὴ σωτηρία, προκαλεῖ τὴν καταδίκη. Καὶ αὐτὸ δὲν συμβαίνει διότι ἀλλάζει ἡ φύση τῆς θείας Κοινωνίας, ἀλλὰ διότι εἶναι διαφορετικὴ ἡ κατάσταση τῆς ψυχῆς ἐκείνου ποὺ τὴ δέχεται.
Γι’ αὐτὸ ὁ ἀπόστολος Παῦλος συμβουλεύει: «δοκιμαζέτω ἄνθρωπος ἑαυτόν, καὶ οὕτως ἐκ τοῦ ἄρτου ἐσθιέτω καὶ ἐκ τοῦ ποτηρίου πινέτω». Ἂς ἐξετάζει ὁ καθένας μὲ προσοχὴ τὸν ἑαυτό του καὶ ἀφοῦ ἔτσι προετοιμασθεῖ, τότε ἂς προσέρχεται νὰ κοινωνεῖ τὰ Ἄχραντα Μυστήρια (βλ. Α΄ Κορ. ια΄ 27-30).
Ἡ Ἐκκλησία μας ἔχει καὶ τὸ Μυστήριο τῆς Μετανοίας καὶ ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως, ποὺ πρέπει νὰ προηγεῖται τῆς συμμετοχῆς μας στὸ Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, ἀκριβῶς γιὰ νὰ καθαρίζεται ἡ ψυχὴ ἀπ’ ὅσα τὴ μολύνουν καὶ τὴν καθιστοῦν ἀνάξια. Ὅταν ὁ Χριστιανὸς ἐξομολογεῖται μὲ βαθιὰ συντριβή, μὲ εἰλικρίνεια καὶ πραγματικὴ μετάνοια τὰ ἁμαρτήματά του, τότε ὁ Θεὸς τοῦ δίνει τὴν ἄφεση καὶ τὸν συγχωρεῖ. Τότε, μὲ τὴν ἄδεια καὶ καθοδήγηση τοῦ Πνευματικοῦ θὰ προσέλθει «μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης» στὸ ἱερότατο Μυστήριο καὶ θὰ κοινωνήσει γιὰ νὰ πάρει τὴ δύναμη, τὴν ὑγεία, τὴν αἰώνια λύτρωση καὶ σωτηρία.
Διαφορετικά, ἡ θεία Κοινωνία μπορεῖ πράγματι νὰ τὸν βλάψει.