Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσμα (21/7)

Εὐαγγέλιον: ἡμέρας, Τρ. ζ΄ ἑβδ. Ματθαίου (Ματθ. ιδ΄ 1-13)

Ἐν ἐκείνῳ τῷ καιρῷ ἤκου­σεν Ἡρῴδης ὁ τετράρχης τὴν ἀκοὴν Ἰησοῦ 2 καὶ εἶπε τοῖς παισὶν αὐτοῦ· οὗτός ἐστιν Ἰωάννης ὁ βαπτιστής· αὐτὸς ἠγέρθη ἀπὸ τῶν νεκρῶν, καὶ διὰ τοῦτο αἱ δυνάμεις ἐνεργοῦσιν ἐν αὐτῷ. 3 ὁ γὰρ Ἡρῴδης κρατήσας­ τὸν Ἰωάννην ἔδησεν αὐ­­τὸν καὶ ἔθετο ἐν φυλακῇ διὰ Ἡ­­­ρωδιάδα τὴν γυναῖκα Φιλίππου τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ. 4 ἔλεγε γὰρ αὐτῷ ὁ Ἰωάννης· οὐκ ἔξεστί σοι ἔχειν αὐτήν. 5 καὶ θέλων αὐτὸν ἀποκτεῖ­ναι ἐφοβήθη τὸν ὄχλον, ὅτι ὡς προφήτην αὐτὸν εἶχον. 6 γενεσίων δὲ ἀγομένων τοῦ Ἡρῴδου ὠρχήσατο ἡ θυ­­γάτηρ τῆς Ἡρωδιάδος ἐν τῷ μέσῳ καὶ ἤρεσε τῷ Ἡρῴ­­δῃ· 7 ὅθεν μεθ᾿ ὅρκου ὡμολό-γησεν αὐτῇ δοῦναι ὃ ἐὰν αἰ­­­τήσηται. 8 ἡ δέ, προβιβασθεῖσα ὑπὸ τῆς μητρὸς αὐτῆς, δός μοι, φησίν, ὧδε ἐπὶ πίνακι τὴν κεφαλὴν Ἰωάννου τοῦ βα­πτιστοῦ. 9 καὶ ἐλυπήθη ὁ βασιλεύς, διὰ δὲ τοὺς ὅρκους καὶ τοὺς συνανακειμένους ἐκέλευσε δοθῆναι, 10 καὶ πέμψας ἀπεκεφάλισε τὸν Ἰωάννην ἐν τῇ φυλακῇ. 11 καὶ ἠνέχθη ἡ κεφαλὴ αὐτοῦ ἐπὶ πίνακι καὶ ἐδόθη τῷ κορασίῳ, καὶ ἤνεγκε τῇ μη­­τρὶ αὐτῆς. 12 καὶ προσελθόντες οἱ μα­θηταὶ αὐτοῦ ἦραν τὸ σῶμα καὶ ἔθαψαν αὐτό, καὶ ἐλθόν­τες ἀπήγγειλαν τῷ Ἰησοῦ. 13 Ἀκούσας δὲ ὁ Ἰησοῦς ἀνεχώρησεν ἐκεῖθεν ἐν πλοίῳ εἰς ἔρημον τόπον κατ᾿ ἰδίαν· καὶ ἀκούσαντες οἱ ὄχλοι ἠκολούθησαν αὐτῷ πεζῇ ἀπὸ τῶν πόλεων.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ

Ἐκεῖνο τόν καιρό ἄκουσε ὁ Ἡρώδης Ἀντίπας, ὁ τετράρχης τῆς Γαλιλαίας καί τῆς Περαίας, τή φήμη τοῦ Ἰησοῦ 2 καί εἶπε στούς αὐλικούς του: Αὐτός εἶναι ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής· αὐτός ἀναστήθηκε ἀπό τούς νεκρούς μέ νέα ἀποστολή ἀπό τόν Θεό. Καί γι’ αὐτό οἱ ὑπερφυσικές δυνάμεις ἐνεργοῦν μέσα ἀπ’ αὐτόν. 3 Καί τό εἶπε αὐτό ὁ Ἡρώδης γιά τόν Ἰωάννη, ὅτι ἀνα­στή­θηκε ἀπό τούς νεκρούς, διότι ὁ Ἡρώδης τόν εἶχε θανατώσει. Ἀφοῦ δηλαδή συνέλαβε τόν Ἰωάννη, τόν ἔδεσε καί τόν ἔβαλε στή φυλακή ἐξαιτίας τῆς Ἡρωδιάδας, ἡ ὁποία ἦταν σύζυγος τοῦ Φιλίππου, τοῦ ἀδελφοῦ του, καί συζοῦσε τώρα μέ τόν Ἡρώδη. 4 Διότι τοῦ ἔλεγε ὁ Ἰωάννης: Δέν σοῦ ἐπιτρέπεται ἀπό τό νόμο τοῦ Θεοῦ νά τήν ἔχεις σύζυγο. 5 Κι ἐνῶ ἀρχικά, παρακινούμενος ἀπό τήν Ἡρωδι­ά­δα, ἤθελε νά τόν σκοτώσει, φοβήθηκε τά πλήθη τοῦ λαοῦ, διότι τόν θεωροῦσαν καί τόν σέβονταν ὡς προφήτη. 6 Ἀλλά τήν ἡμέρα πού ὁ Ἡρώδης γιόρταζε τά γενέθλιά του, ἡ κόρη τῆς Ἡρωδιάδας χόρεψε στό μέσο αὐτῶν πού ἦταν καλεσμένοι στό τραπέζι. Κι ὁ χορός της ἄρεσε στόν Ἡρώδη. 7 Γι’ αὐτό τῆς ὑποσχέθηκε μέ ὅρκο νά τῆς δώσει κάθε τι πού θά ζητοῦσε. 8 Αὐτή ὅμως, καθοδηγημένη ἀπό τή μητέρα της, εἶπε: Δῶσ’ μου ἐδῶ ἐπάνω στό πιάτο τό κεφάλι τοῦ Ἰωάννη τοῦ Βαπτιστῆ. 9 Κι ὁ βασιλιάς λυπήθηκε· γιά τούς ὅρκους ὅμως καί γιά κείνους πού κάθονταν μαζί ἐκεῖ στό τραπέζι, στούς ὁποίους ἦταν ἐκτεθειμένος, δέν ἤθελε νά δείξει ὅτι ἀθε­τοῦ­σε τό λόγο του καί τόν ὅρκο του. Γι’ αὐτό ἔδωσε δι­­α­­ταγή νά τῆς δοθεῖ τό κεφάλι τοῦ Ἰωάννη. 10 Κι ἀφοῦ ἔστειλε δήμιο, ἀποκεφάλισε τόν Ἰωάννη στή φυλακή. 11 Κι ἔφεραν τό κεφάλι του πάνω σ’ ἕνα πιάτο καί τό ἔδω­σαν στό κορίτσι, κι ἐκεῖνο τό ἔφερε στή μητέρα του. 12 Τότε οἱ μαθητές τοῦ Ἰωάννη πῆγαν στή φυλακή καί σήκωσαν τό σῶμα του καί τό ἔθαψαν. Καί μετά τήν ταφή ἦλθαν καί ἀνήγγειλαν στόν Ἰησοῦ τό γεγονός. 13 Ὅταν λοιπόν τά ἄκουσε αὐτά ὁ Ἰησοῦς, ἀναχώρησε ἀπό ἐκεῖ μέ πλοῖο σέ κάποιον ἐρημικό τόπο, γιά νά μείνει μόνος του μέ τούς μαθητές του. Κι ὅταν ἄκουσαν τά πλήθη τοῦ λαοῦ ὅτι ἀποχώρησε σέ ἐρημικό τόπο, τόν ἀκολούθησαν πεζοί ἀπό τίς πόλεις.