Στή δόξα τοῦ Παραδείσου

Ἁποστολικό Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 26 Ἰουλίου 2020, τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς (Γαλ. γ΄ 23 – δ΄ 5)

Ἀδελφοί, πρὸ τοῦ ἐλθεῖν τὴν πίστιν ὑπὸ νόμον ἐφρουρούμεθα συγκεκλεισμένοι εἰς τὴν μέλλουσαν πίστιν ἀποκαλυφθῆναι. ὥστε ὁ νόμος παιδαγωγὸς ἡμῶν γέγονεν εἰς Χριστόν, ἵνα ἐκ πίστεως δικαιωθῶμεν· ἐλθούσης δὲ τῆς πίστεως οὐκέτι ὑπὸ παιδαγωγόν ἐσμεν. πάντες γὰρ υἱοὶ Θεοῦ ἐστε διὰ τῆς πίστεως ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ· ὅσοι γὰρ εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε. οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ· πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. εἰ δὲ ὑμεῖς Χριστοῦ, ἄρα τοῦ Ἀβραὰμ σπέρμα ἐστὲ καὶ κατ᾿ ἐπαγγελίαν κληρονόμοι. Λέγω δέ, ἐφ᾿ ὅσον χρόνον ὁ κληρονόμος νήπιός ἐστιν, οὐδὲν διαφέρει δούλου, κύριος πάντων ὤν, ἀλλὰ ὑπὸ ἐπιτρόπους ἐστὶ καὶ οἰκονόμους ἄχρι τῆς προθεσμίας τοῦ πατρός. οὕτω καὶ ἡμεῖς, ὅτε ἦμεν νήπιοι, ὑπὸ τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου ἦμεν δεδουλωμένοι· ὅτε δὲ ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ, γενόμενον ἐκ γυναικός, γενόμενον ὑπὸ νόμον, ἵνα τοὺς ὑπὸ νόμον ἐξαγοράσῃ, ἵνα τὴν υἱοθεσίαν ἀπολάβωμεν.

1. Τὸ πιὸ λαμπρὸ ἔνδυμα

Τὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα, ἀπὸ τὴν πρὸς Γαλάτας ἐπιστολὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ἀναγινώσκεται πρὸς τιμὴν τῆς μεγάλης μας Ἁγίας, τῆς ὁσιομάρτυρος Παρασκευῆς, καὶ μᾶς περιγράφει τὶς μεγάλες δωρεὲς ποὺ ἔφερε ὁ Κύριός μας μὲ τὴν ἔλευσή Του στὸν κόσμο. Οἱ ἄνθρωποι δὲν εἴμαστε πλέον δέσμιοι τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου, ἀλλὰ υἱοὶ τοῦ Θεοῦ. Καὶ αἰτιολογεῖ τὸν λόγο του ὁ θεῖος Ἀπόστολος: «Ὅσοι γὰρ εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε». Εἶσθε υἱοὶ τοῦ Θεοῦ, διότι ὅσοι βαπτισθήκατε στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ πιστεύοντας σ᾿ Αὐτὸν ὡς Σωτήρα, ντυθήκατε τὸν Χριστὸ καὶ ἑνωθήκατε μαζί Του.

Ἡ πτώση τῶν πρωτοπλάστων στὴν ἁμαρτία εἶχε σὰν πρώτη συνέπεια τὴν ἀπογύμνωσή τους. «Διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοὶ τῶν δύο καὶ ἔγνωσαν ὅτι γυμνοὶ ἦσαν», μᾶς λέει τὸ ἱερὸ ­κείμενο τῆς Γενέσεως (Γεν. γ΄ 7). Ἔχασαν τὴ θε­οΰφαντη στολή, μὲ τὴν ὁποία τοὺς εἶχε προικίσει ὁ Θεός. Ἀπώλεσαν τὶς ἀγαθὲς κλίσεις πρὸς τὴν ἀρετή, τὴ Χάρι τοῦ Θεοῦ ποὺ ἀπολάμβαναν ἀπὸ τὴν ἐπικοινωνία μαζί Του. «Οἱ γὰρ τοσαύτῃ δόξῃ περιεσταλμένοι, νῦν φύλλα συκῆς ράπτουσι, καὶ ποιοῦσιν ἑαυτοῖς περιζώματα», ὑπογραμμίζει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος (ΕΠΕ 2, 430). Ἐκεῖνοι ποὺ περιβάλλονταν μὲ τόση δόξα, τώρα ράβουν φύλλα συκιᾶς καὶ φτιάχνουν γιὰ τὸν ἑαυτό τους ζωνάρια.

Μὲ τὴ συμμετοχή μας ὅμως στὸ Μυστήριο τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος, οἱ πιστοὶ καθαριζόμαστε πλέον ἀπὸ κάθε ρύπο τῆς ψυχῆς, ἀπεκδυόμαστε τὴν ἁμαρτία καὶ φοροῦμε στολὴ πολὺ ἀνώτερη ἀπὸ τὰ ἐνδύματα ποὺ φοροῦσαν οἱ πρωτόπλαστοι στὸν Παράδεισο. Ἐνδυόμαστε τὸν ἴδιο τὸν Ἰησοῦ Χριστό, τὸν αἰώνιο Θεὸ καὶ Δημιουργὸ τοῦ κόσμου. Ὁ Χριστὸς γίνεται πλέον τὸ λαμπρότατο ἔνδυμα ὄχι τοῦ σώματος, ἀλλὰ τῆς ψυχῆς μας.

Αὐτὸ τὸ λαμπρότατο ἔνδυμα φοροῦσε καὶ ἡ ἁγία Παρασκευή, τὴν ὁποία ἑορτάζουμε σήμερα. Εἶχε διαρκῶς ζωντανὸ τὸν Χριστὸ μέσα της μὲ τὴν ἐνάρετη καὶ ἁγία ζωή της. Ἀνέπτυξε ἱεραποστολικὴ δράση στὴν εἰδωλολατρικὴ Ρώμη. Μιλοῦσε γιὰ τὸν πολυπόθητο Νυμφίο τῆς ψυχῆς της, ἀψηφώντας τοὺς κινδύνους. Καὶ ἐπισφράγισε τὴ σφοδρὴ ἀγάπη της πρὸς Ἐκεῖνον μὲ τὰ φρικτὰ βασανιστήρια ποὺ ὑπέστη καὶ μὲ τὸν μαρτυρικὸ θάνατό της.

2. Παιδιὰ τοῦ Θεοῦ

Ὁ μακάριος ἄνθρωπος, ποὺ ἔχει ὡς ἔνδυμα τῆς ψυχῆς του τὸν Ἰησοῦ Χριστό, γίνεται υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἀνέφερε στὴν ἀρχὴ τῆς περικοπῆς καὶ ἐπαναλαμβάνει στὸ τέλος της ὁ θεόπνευστος Ἀπόστολος. «Ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ, ἵνα τοὺς ὑπὸ νόμον ἐξαγοράσῃ, ἵνα τὴν υἱοθεσίαν ἀπολάβωμεν». Δηλαδή, ὁ Θεὸς ἀπέστειλε στὸν κόσμο τὸν Υἱό Του, προκειμένου νὰ ἐξαγοράσει ἐκείνους ποὺ ἦταν ὑποδουλωμένοι στὴν κατάρα τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου, γιὰ νὰ λάβουμε τὴν υἱοθεσία ποὺ ὁ Θεὸς μᾶς εἶχε ὑποσχεθεῖ.

Ὁ σκοπὸς τοῦ ἀνθρώπου στὸν Παράδεισο ἦταν νὰ προάγεται κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἀναδειχθεῖ ὅμοιός Του. Ὁ Κύριος, χαρίζοντάς μας τὴν υἱοθεσία, μᾶς κατέστησε καὶ πάλι παιδιὰ τοῦ Θεοῦ. Μᾶς χορήγησε ἐκεῖνο τὸ σπουδαῖο ἀγαθό, τὸ ὁποῖο εἴχαμε στὸν Παράδεισο καὶ τὸ χάσαμε μὲ τὴν πτώση στὴν ἁμαρτία. Μᾶς χάρισε τὴ μέγιστη αὐτὴ δωρεά, τὴν ὁποία εἶχε ὑποσχεθεῖ μὲ τὶς ἐπαγγελίες ποὺ ἔδωσε στὸν Ἀβραάμ. Μᾶς ἀνέβασε καὶ πάλι στὸ ἀρχαῖο ἐκεῖνο ὕψος, ἀπὸ τὸ ὁποῖο πέσαμε μὲ τὴν παράβασή μας. Ἀπὸ δούλους μᾶς ἔκανε ἐλεύθερους, ἀπὸ πτωχούς, πλούσιους κληρονόμους τῆς Βασιλείας Του, ἀπὸ καταραμένους, μᾶς κατέστησε καὶ πάλι παιδιά Του. Δὲν ὑπάρχει ἀπόσταση πλέον μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου, ἀλλὰ ἐγγύτητα. Μποροῦ­με νὰ προσερχόμαστε μὲ παρρησία στὸν φιλόστοργο Πατέρα μας, ὅπως τὸ παιδὶ πλησιάζει τὸν φυσικὸ πατέρα του.

Πόσο θαυμαστὴ εἶναι πράγματι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους! Ὁ ἅγιος εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ἀναφωνεῖ: «Ἴδετε ποταπὴν ἀγάπην δέδωκεν ἡμῖν ὁ πατὴρ ἵνα τέκνα Θεοῦ κληθῶμεν» (Α΄ Ἰω. γ΄ 1). Κοιτάξτε πόσο μεγάλη καὶ θαυμαστὴ ἀγάπη μᾶς ἔχει δώσει ὁ Πατήρ, ὥστε νὰ ὀνομασθοῦμε παιδιὰ τοῦ Θεοῦ.

Ἡ ἀγάπη Του ὅμως αὐτὴ πρέπει νὰ μᾶς φιλοτιμεῖ, ὥστε νὰ ἀποδεικνύουμε καὶ μὲ τὴ ζωή μας ὅτι εἴμαστε παιδιά Του. Σ᾿ Ἐκεῖνον νὰ ὑπακοῦμε. Νὰ πράττουμε ὅ,τι εὐχαριστεῖ τὸν ἐπουράνιο Πατέρα μας. Τὸ θέλημά Του νὰ εἶναι ἡ διαρκὴς πυξίδα στὴ ζωή μας, ποὺ θὰ μᾶς ὁδηγήσει τελικὰ στὴν οἰκία τοῦ Θεοῦ Πατρός, ὅπου μᾶς περιμένουν ἡ ἁγία ὁσιομάρτυς Παρασκευὴ καὶ ὅλοι οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας.