Ὁ ἄφρων πλούσιος

Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 22 Νοεμβρίου 2020, θ΄ Λουκᾶ (Λουκ. ιβ΄ 16-21)

Εἶπεν ὁ Κύριος τήν παραβολὴν τάυτην· Ἀνθρώπου τινὸς πλουσίου εὐφόρησεν ἡ χώρα· καὶ διελογίζετο ἐν ἑαυτῷ, λέγων· Τί ποιήσω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τοὺς καρπούς μου; Καὶ εἶπε· Τοῦτο ποιήσω· καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω, καὶ συνάξω ἐκεῖ πάντα τὰ γενήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου, καὶ ἐρῶ τῇ ψυχῇ μου· Ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου. Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Θεός· Ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ· ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται; Οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ, καὶ μὴ εἰς Θεὸν πλουτῶν. Ταῦτα λέγων ἐφώνει· Ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν, ἀκουέτω.

1. ΔΕΝ ΧΟΡΤΑΙΝΟΥΝ ΤΗΝ ΨΥΧΗ

Ὁ με­γα­λο­κτη­μα­τί­ας τῆς παραβολῆς ἦταν πολύ εὐ­χα­ριστημένος· διότι ἐκείνη τήν χρονιά, «εὐ­φό­ρη­σεν ἡ χώ­­­ρα», ἦρ­θαν εὐ­νο­ϊ­κές οἱ και­ρι­κές συν­θῆ­κες καί τά χω­­­­ρά­φια ἀ­πέ­δω­σαν με­γα­λύ­τε­ρη πα­ρα­γω­γή. Κι αὐτός ἔ­γι­νε πο­λύ πλου­σι­ό­τε­ρος. Ὅ­­μως τό γε­γο­νός αὐτό, ἀν­τί νά τοῦ δώ­σῃ χα­ρά, τόν βυ­θί­ζει σέ πε­λά­γη ἀ­γω­νί­ας. «Τί ποι­ή­σω, ὅ­τι οὐκ ἔ­χω ποῦ συ­νά­ξω το­ύς καρ­πο­ύς μου;­». Τί νά κά­νω, ποῦ νά συ­γ­­κεν­τρώ­σω το­ύς καρ­πο­ύς πού μοῦ περισσεύουν γιά νά μή το­ύς χά­σω;

᾿Ε­πι­τέ­λους με­τά ἀ­πό τίς βα­σα­νι­στι­κές του σκέ­ψεις ὁ πλο­ύ­σιος β­ρί­σκει τή λύ­ση! «Τοῦ­το ποι­ή­σω»! Θά γκρε­μί­σω τίς ἀ­πο­θῆ­κες μου καί θά χτί­σω με­γα­λύ­τε­ρες. Καί θά συγ­κεν­τρώ­σω ἐ­κεῖ ὅ­λους το­ύς καρ­­­­πο­ύς μου. Καί με­τά θά κα­θή­σω νά τά ἀ­πο­λα­ύ­σω. Καί θά πῶ στήν ψυ­χή μου· Ψυ­χή, ἔ­χεις πολ­λά ἀ­γα­θά, πού φθά­νουν γιά νά πε­ρά­σεις μέ­σα στή χλι­δή μιά ὁ­λό­κλη­ρη ζωή. Λοι­­πόν, και­ρός νά ξε­κου­ρα­σθεῖς. «Ἀ­­να­πα­ύ­ου, φά­γε, πί­­ε, εὐ­φρα­ί­νου». Ἀ­πό­λαυ­σε τή ζωή σου. Χόρ­τα­σε τόν πλοῦ­το σου.

ΤΙ ΠΑΡΑΛΟΓΙΣΜΟΣ! Πραγ­μα­τι­κά ἄ­φρων, ἄ­μυα­λος ὁ πλο­ύ­σιος τῆς πα­ρα­βο­λῆς. Φαν­τά­ζε­ται πώς μέ τήν ἐ­πέ­κτα­σι τῶν ἐ­πι­χει­ρή­σε­ών του θά χα­ρῇ, θά χορ­τά­σῃ τήν ψυ­χή του.

῞Ο­μως τό λά­θος αὐ­τό τοῦ ἄ­φρο­νος πλου­σί­ου ἐ­πα­να­λαμ­βά­νε­ται σέ κάθε ἐποχή καί ἰδιαιτέρως στή σύγ­χρο­­νη ἄ­πλη­στη κοι­νω­νί­α μας. Κι ὄχι μό­νο στο­ύς πλού­­σι­ους, ἀλ­λά στο­ύς πε­ρισ­σό­τε­ρους ἀν­θρώ­πους· ἀκόμη καί σέ πολλούς πι­στούς Χρι­στι­α­νούς. Δυστυχῶς οἱ πε­ρισ­σότεροι ἄν­θρω­ποι σήμερα στη­­­ρί­ζουμε τή ζωή μας στήν οἰ­κο­νο­μι­κή ἄ­νε­σι, τό χρῆ­μα, τήν ἐ­πί­δει­ξι. Ἀ­να­ζη­τοῦ­με ἐ­πι­τυ­χί­ες ἐγ­κό­σμι­ες καί μά­ται­ες. Θέ­λου­με νά ἔ­χουμε κά­θε τί πού προ­σφέ­ρει ἡ σύγ­χρο­νη ζωή. Ἐ­ξαρ­τοῦ­με λί­γο ἤ πο­λύ τή ζωή μας ἀ­πό τά ὑ­λι­κά ἀ­γα­θά. Καί πι­στε­ύ­ουμε πώς ἔτσι θά εὐ­τυ­χή­σου­με.

Τά ὑ­λι­κά ἀ­γα­θά ὅμως δέν μπο­ροῦν νά χορ­τά­σουν τήν ψυ­χή μας. Διότι ὁ ἄν­θρω­πος δέν εἶ­ναι μό­νον ὑ­λι­κό ὄν. ῎Ε­χει σῶ­μα, ἀλ­λά ἔ­χει καί ψυ­χή ἀ­θά­να­τη. Εἶ­ναι πο­τέ δυ­να­τόν νά χορ­τά­σῃ ὁ ἄν­θρω­πος τήν ψυ­χή του μέ ὑ­λι­κά ἀ­γα­θά; ῾Η ψυ­χή θέ­λει τό ἀ­νώ­τε­ρο, τό πνευ­μα­τι­κό, τό ἅ­γιο γιά νά χορ­­τά­σῃ, νά εὐ­τυ­χή­σῃ. Οἱ πό­θοι τῆς ψυ­χῆς εἶ­ναι ἄ­πει­ροι καί μό­νο μέ τόν ἄ­­πει­ρο Θεό μπο­ροῦν νά πλη­ρω­θοῦν, νά ἱ­κα­νο­ποι­η­θοῦν.

Ἀλ­λά ἐ­πι­πλέ­ον, μέχρι πότε μπο­ρεῖ νά δι­α­τη­ρή­σῃ κα­­νε­ίς τόν πλοῦ­το του; Κι ἄν δέν τόν χάσῃ κανείς ὅσο ζεῖ, ἔρ­χε­ται κά­πο­τε ξαφ­νι­κά καί ἀ­με­τά­κλη­τα νά τόν λη­στέ­ψῃ ὁ με­γά­λος κλέ­φτης, ὁ θά­να­τος· ὅπως ἔγινε καί στόν πλούσιο τῆς πα­­ραβολῆς. 

2. Ο ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟΣ ΘΗΣΑΥΡΟΣ

Τήν ὥ­ρα πού ὁ πλο­ύ­σιος κα­λεῖ τήν τα­λαι­πω­ρη­μέ­νη ψυ­­χή του ν᾿ ἀ­πο­λα­ύ­σῃ τά ὑ­λι­κά ἀ­γα­θά, ­βρό­ντη­σε ξα­φ­νι­κά ἡ φω­νή τοῦ Θε­οῦ. «Ἄ­φρον». Ἀ­νό­η­τε ἄν­θρω­πε, πού στή­ρι­ξες τήν εὐ­τυ­χί­α σου στίς ὑ­λι­κές σου ἀ­πο­λα­ύ­σεις. «Τα­ύ­τῃ τῇ νυ­κτί τήν ψυ­χήν σου ἀ­παι­τοῦ­σιν ἀ­πό σοῦ». Αὐ­τή τή νύ­κτα ἀ­παι­τοῦν τήν ψυ­χή σου οἱ σκο­τει­νοί καί ἀ­πα­ί­σιοι δα­ί­μο­νες, γιά νά τήν σύ­ρουν στόν ὄ­λε­θρο. Αὐ­τή τή νύ­κτα θά πε­θά­νεις. Κι ὅ­λα αὐ­τά πού μιά ζωή μέ κό­πο συγ­κέ­ντρω­νες, τά χά­νεις. Σέ ποι­όν πλέ­ον θά ἀ­νή­κουν; Καί ὁ Κύ­ριος σφρα­γί­ζει τήν πα­ρα­βο­λή λέγοντας: «Οὕ­­τως ὁ θη­σαυ­ρί­ζων ἑ­αυ­τῷ καί μή εἰς Θε­όν πλου­τῶν». Πα­ρό­μοι­ο τέ­λος θά ἔ­χῃ καί ὅποιος θησαυρίζει γιά τόν ἑ­αυ­τό του τόν ὑ­λι­κό πλοῦ­το καί δέν ἐνδιαφέρεται νά πλουτίζῃ «εἰς Θεόν».

ΠΟΙΟΣ ΟΜΩΣ εἶ­ναι αὐ­τός ὁ «εἰς Θε­όν πλοῦ­τος»; Οἱ θη­σαυ­ροί πού δέν χά­νον­ται, κα­θώς κα­νε­ίς ἀ­πο­χαι­ρε­τᾶ αὐ­τή τή ζωή εἶ­ναι οἱ ἀ­ρε­τές. Διότι οἱ ἀρετές μᾶς συν­δέ­ουν μέ τόν Χριστό.  Κι ὅταν ἔχουμε τόν Χριστό, ἔχουμε τό πᾶν, ἔχουμε τόν πιό πολυτίμο θησαυρό μέσα μας. Βέ­βαι­α οἱ ἀ­ρε­­τές σ’ αὐτήν ἐ­δῶ τήν γῆ δέν ἐν­τυ­πω­σι­ά­ζουν το­ύς πολ­­λο­ύς. Εἶ­ναι ὅμως ὁ μο­να­δι­κός θη­σαυ­ρός, γιά τόν ὁ­ποῖ­ο ἀ­ξί­ζει νά δώ­σῃ κα­νε­ίς ὅ­λη του τήν ἀ­γά­πη, καί τή θέ­λη­σι. Για­τί ἡ ἀ­ξί­α τους εἶ­ναι με­γά­λη καί σ᾿ αὐ­τή τή ζωή, ἀλ­λά πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο στήν ἄλλη, τήν αἰ­ώνιο.

Σ᾿ αὐ­τή τήν ζωή ἡ ἀ­ρε­τή ἱ­κα­νο­ποι­εῖ πλή­ρως τήν ψυ­χή τοῦ ἀν­θρώ­που. Τόν ἐ­λευ­θε­ρώ­νει ἀ­πό τήν δου­λε­ί­α τῶν πα­θῶν καί ἐγ­κα­θι­δρύ­ει στήν ψυ­χή τήν εἰ­ρή­νη καί τήν χα­ρά, ἀ­γα­θά τά ὁ­ποῖ­α δέν μπο­ροῦν νά ἐ­ξα­γο­ρά­σουν ὅ­λοι οἱ θη­σαυ­ροί τοῦ κό­σμου. Πό­σο με­γά­λη εὐ­τυ­χί­α καί ἀ­νά­παυ­σι ἔ­χει ὁ ἄν­θρω­πος ὅταν ἔχῃ εἰ­ρη­νι­κή τήν συ­νε­ί­δη­σή του, ὅταν κά­νῃ τό κα­λό στόν συ­νάν­θρω­πο, ὅταν κάνῃ ἐλεημοσύνες καί ἀγαθοεργίες, ὅ­ταν ἀν­τι­στέ­κε­ται καί νι­κᾶ το­ύς πει­ρα­σμο­ύς! Ἀλλά καί στήν ἄλ­λη ζωή ὅποιος θησαυρίζει μέ ἀ­ρετές, θά ἀ­ξι­ω­θῇ νά κα­τοι­κῇ ὄ­χι σέ ἐ­πί­γεια πρό­σκαι­ρα πα­λά­­­τια, ἀλ­λά στήν πα­νέν­δο­ξη βα­σι­λε­ί­α τοῦ Θε­­οῦ. Ὁ Θε­­ός ἔ­χει ἑ­τοι­μά­σει γι᾿ αὐ­τόν στέ­φα­νο γιά νά τόν βρα­βε­ύ­σει, θρό­νο γιά νά τόν δο­ξά­σῃ, βα­σι­λε­ί­α γιά νά τόν κά­νῃ κλη­ρο­νό­μο Του.

Λοι­πόν, χρειαζόμαστε ὅλοι μας γκρέ­μι­σμα καί χτί­σι­­μο. Νά γκρε­μί­σου­με τίς πα­λι­ές ἀ­πο­θῆ­κες πού ἔ­χου­με μέ­σα μας, ὅ­που φω­λι­ά­ζουν τά πά­θη καί οἱ προ­σκολ­λή­σεις μας στά ὑ­λι­κά ἀ­γα­θά. Καί ν᾿ ἀ­γα­πή­σου­με τόν Χρι­στό καί τήν ἀ­ρε­τή. ῎Ε­τσι θά γί­νου­με πλο­ύ­σιοι. Πά­μπλου­τοι. Κά­τοι­κοι στό πα­λά­τι τοῦ Θε­οῦ.