Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσμα (18/11)

Εὐαγγέλιον: ἡμέρας, Τετ. θ΄ ἑβδ. Λουκᾶ (Λκ. ιε΄ 1-10)

Ἦσαν δὲ ἐγγίζοντες αὐτῷ πάντες οἱ τελῶ­­­ναι καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ ἀκούειν αὐτοῦ. 2 καὶ διεγόγγυζον οἱ Φαρι­σαῖοι καὶ οἱ γραμματεῖς λέ­γοντες ὅτι οὗτος ἁμαρ­τω­λοὺς προσδέχεται καὶ συνεσθίει αὐτοῖς. 3 εἶπε δὲ πρὸς αὐτοὺς τὴν παραβολὴν ταύτην λέγων· 4 τίς ἄνθρωπος ἐξ ὑμῶν ἔ­­­χων ἑκατὸν πρόβατα, καὶ ἀπολέσας ἓν ἐξ αὐτῶν, οὐ καταλείπει τὰ ἐνενήκοντα ἐν­νέα ἐν τῇ ἐρήμῳ καὶ πορεύεται ἐπὶ τὸ ἀπολωλὸς ἕ­­­ως οὗ εὕρῃ αὐτό; 5 καὶ εὑρὼν ἐπιτίθησιν ἐπὶ τοὺς ὤμους αὐτοῦ χαίρων, 6 καὶ ἐλθὼν εἰς τὸν οἶκον συγκαλεῖ τοὺς φίλους καὶ τοὺς γείτονας λέγων αὐ­τοῖς· συγχάρητέ μοι ὅτι εὗ­ρον τὸ πρόβατόν μου τὸ ἀπολωλός. 7 λέγω ὑμῖν ὅτι οὕτω χαρὰ ἔσται ἐν τῷ οὐρανῷ ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι ἢ ἐπὶ ἐνενήκοντα ἐννέα δικαίοις, οἵτινες οὐ χρείαν ἔχουσι μετανοίας. 8 Ἢ τίς γυνὴ δραχμὰς ἔχου­σα δέκα, ἐὰν ἀπολέσῃ δρα­χ­­­­μὴν μίαν, οὐχὶ ἅπτει λύχ­­νον καὶ σαροῖ τὴν οἰκίαν καὶ ζητεῖ ἐπιμελῶς ἕως ὅτου εὕρῃ; 9 καὶ εὑροῦσα συγκαλεῖ τὰς φίλας καὶ τὰς γείτονας λέ­γουσα· συγχάρητέ μοι ὅτι εὗρον τὴν δραχμὴν ἣν ἀ­­­πώλεσα. 10 οὕτω, λέγω ὑμῖν, χαρὰ γί­νεται ἐνώπιον τῶν ἀγγέ­λων τοῦ Θεοῦ ἐπὶ ἑνὶ ἁ­μαρ­τωλῷ μετανοοῦντι.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ

Σέ κάθε πόλη ἤ χωριό πού πήγαινε ὁ Ἰησοῦς, τόν πλησίαζαν ὅλοι οἱ τελῶνες καί οἱ ἁμαρτωλοί, ὄχι ἁπλῶς γιά νά δοῦν τά θαύματά του ἀπό περιέργεια, ἀλλά ἀπό εἰλι­κρι­νές ἐνδια­φέ­ρον γιά ν’ ἀκού­­σουν τή διδασκαλία του. 2 Οἱ Φαρισαῖοι ὅμως καί οἱ γραμ­ματεῖς γόγγυζαν μεταξύ τους κι ἔλεγαν: Αὐτός δέχεται μέ πολλή συμπάθεια καί οἰκειότητα τούς ἁμαρτωλούς καί τρώει μαζί τους, ἀθε­­­τώντας τήν παράδοση τῶν πρεσβυτέρων, πού μᾶς δί­­­­­­δαξαν νά εἴμαστε εὐπρεπεῖς καί νά μή συ­νανα­στρε­φό­μα­­στε μέ τέτοιου εἴδους πρόσωπα. 3 Ἀντίθετα ὅμως ὁ Κύριος τούς εἶπε τήν παραβολή αὐτή: 4 Ποιός ἄνθρωπος ἀπό σᾶς, ἄν ἔχει ἑκατό πρόβατα καί χάσει ἕνα ἀπ’ αὐτά, δέν ἀφήνει τά ἐνενήντα ἐννέα στήν ἐρημιά καί δέν πηγαίνει ν’ ἀναζητήσει τό χαμένο πρόβατο, καί δέν σταματᾶ νά τό ἀναζητᾶ μέχρι νά τό βρεῖ; 5 Κι ὅταν τό βρεῖ, δέν τό κλωτσᾶ οὔτε τό σέρνει πίσω του, ἀλλά κουρασμένο ὅπως εἶναι, τό βάζει χαρούμενος πάνω στούς ὤμους του. 6 Κι ὅταν φθάσει στό σπίτι του, προσκαλεῖ ὅλους μαζί τούς φίλους καί τούς γείτονες λέγοντάς τους: Χαρεῖτε κι ἐσεῖς μαζί μου, διότι βρῆκα τό πρόβατό μου πού εἶχε χαθεῖ. 7 Σᾶς διαβεβαιώνω λοιπόν ὅτι μέ τόν ἴδιο τρόπο θά γίνει χαρά στόν οὐ­ρα­νό μεγαλύτερη καί πιό αἰσθητή γιά ἕναν ἁμαρτωλό πού μετανοεῖ, ἀπ’ ὅσο εἶ­ναι αἰ­σθητή ἡ χαρά γιά τούς ἐνενήντα ἐννέα δικαίους, πού δέν ἔχουν ἀνάγκη μετανοίας. Γιατί λοιπόν μέ κα­τηγορεῖτε πού κα­­­­­­­­­­­­­­­­τα­δέχομαι τούς ἁμαρτωλούς καί ζητῶ τή σωτη­ρία τους; 8 Ἤ ποιά γυναίκα πού ἔχει δέκα δραχμές, ἐάν χάσει μιά δραχμή ἀπ’ αὐτές, δέν ἀνάβει τό λυχνάρι γιά νά φωτίσει καλά ὅλα τά μέρη κι ὅλες τίς γωνιές τοῦ σπιτιοῦ της, καί δέν τό σκουπίζει καί δέν ψάχνει προσεκτικά ἀκόμη καί στά σκουπίδια, μέχρι νά βρεῖ τή χαμένη δραχμή; 9 Κι ὅταν τήν βρεῖ, καλεῖ ὅλες τίς φίλες καί τίς γειτόνισσές της καί τούς λέει: Χαρεῖτε μαζί μου, διότι βρῆκα τή δραχμή πού ἔχασα. 10 Ὅπως λοιπόν ἡ γυναίκα χαίρεται γιά τήν ἀνεύρεση τῆς δραχμῆς, ἔτσι, σᾶς βεβαιώνω, γίνεται χαρά στούς οὐρανούς μπροστά στούς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖοι συμμετέχουν στή χαρά αὐτή, γιά ἕναν ἁμαρτωλό πού μετανοεῖ.