Εὐαγγέλιον: ἡμέρας, Τετ. θ΄ ἑβδ. Λουκᾶ (Λκ. ιε΄ 1-10)
Ἦσαν δὲ ἐγγίζοντες αὐτῷ πάντες οἱ τελῶναι καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ ἀκούειν αὐτοῦ. 2 καὶ διεγόγγυζον οἱ Φαρισαῖοι καὶ οἱ γραμματεῖς λέγοντες ὅτι οὗτος ἁμαρτωλοὺς προσδέχεται καὶ συνεσθίει αὐτοῖς. 3 εἶπε δὲ πρὸς αὐτοὺς τὴν παραβολὴν ταύτην λέγων· 4 τίς ἄνθρωπος ἐξ ὑμῶν ἔχων ἑκατὸν πρόβατα, καὶ ἀπολέσας ἓν ἐξ αὐτῶν, οὐ καταλείπει τὰ ἐνενήκοντα ἐννέα ἐν τῇ ἐρήμῳ καὶ πορεύεται ἐπὶ τὸ ἀπολωλὸς ἕως οὗ εὕρῃ αὐτό; 5 καὶ εὑρὼν ἐπιτίθησιν ἐπὶ τοὺς ὤμους αὐτοῦ χαίρων, 6 καὶ ἐλθὼν εἰς τὸν οἶκον συγκαλεῖ τοὺς φίλους καὶ τοὺς γείτονας λέγων αὐτοῖς· συγχάρητέ μοι ὅτι εὗρον τὸ πρόβατόν μου τὸ ἀπολωλός. 7 λέγω ὑμῖν ὅτι οὕτω χαρὰ ἔσται ἐν τῷ οὐρανῷ ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι ἢ ἐπὶ ἐνενήκοντα ἐννέα δικαίοις, οἵτινες οὐ χρείαν ἔχουσι μετανοίας. 8 Ἢ τίς γυνὴ δραχμὰς ἔχουσα δέκα, ἐὰν ἀπολέσῃ δραχμὴν μίαν, οὐχὶ ἅπτει λύχνον καὶ σαροῖ τὴν οἰκίαν καὶ ζητεῖ ἐπιμελῶς ἕως ὅτου εὕρῃ; 9 καὶ εὑροῦσα συγκαλεῖ τὰς φίλας καὶ τὰς γείτονας λέγουσα· συγχάρητέ μοι ὅτι εὗρον τὴν δραχμὴν ἣν ἀπώλεσα. 10 οὕτω, λέγω ὑμῖν, χαρὰ γίνεται ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ
Σέ κάθε πόλη ἤ χωριό πού πήγαινε ὁ Ἰησοῦς, τόν πλησίαζαν ὅλοι οἱ τελῶνες καί οἱ ἁμαρτωλοί, ὄχι ἁπλῶς γιά νά δοῦν τά θαύματά του ἀπό περιέργεια, ἀλλά ἀπό εἰλικρινές ἐνδιαφέρον γιά ν’ ἀκούσουν τή διδασκαλία του. 2 Οἱ Φαρισαῖοι ὅμως καί οἱ γραμματεῖς γόγγυζαν μεταξύ τους κι ἔλεγαν: Αὐτός δέχεται μέ πολλή συμπάθεια καί οἰκειότητα τούς ἁμαρτωλούς καί τρώει μαζί τους, ἀθετώντας τήν παράδοση τῶν πρεσβυτέρων, πού μᾶς δίδαξαν νά εἴμαστε εὐπρεπεῖς καί νά μή συναναστρεφόμαστε μέ τέτοιου εἴδους πρόσωπα. 3 Ἀντίθετα ὅμως ὁ Κύριος τούς εἶπε τήν παραβολή αὐτή: 4 Ποιός ἄνθρωπος ἀπό σᾶς, ἄν ἔχει ἑκατό πρόβατα καί χάσει ἕνα ἀπ’ αὐτά, δέν ἀφήνει τά ἐνενήντα ἐννέα στήν ἐρημιά καί δέν πηγαίνει ν’ ἀναζητήσει τό χαμένο πρόβατο, καί δέν σταματᾶ νά τό ἀναζητᾶ μέχρι νά τό βρεῖ; 5 Κι ὅταν τό βρεῖ, δέν τό κλωτσᾶ οὔτε τό σέρνει πίσω του, ἀλλά κουρασμένο ὅπως εἶναι, τό βάζει χαρούμενος πάνω στούς ὤμους του. 6 Κι ὅταν φθάσει στό σπίτι του, προσκαλεῖ ὅλους μαζί τούς φίλους καί τούς γείτονες λέγοντάς τους: Χαρεῖτε κι ἐσεῖς μαζί μου, διότι βρῆκα τό πρόβατό μου πού εἶχε χαθεῖ. 7 Σᾶς διαβεβαιώνω λοιπόν ὅτι μέ τόν ἴδιο τρόπο θά γίνει χαρά στόν οὐρανό μεγαλύτερη καί πιό αἰσθητή γιά ἕναν ἁμαρτωλό πού μετανοεῖ, ἀπ’ ὅσο εἶναι αἰσθητή ἡ χαρά γιά τούς ἐνενήντα ἐννέα δικαίους, πού δέν ἔχουν ἀνάγκη μετανοίας. Γιατί λοιπόν μέ κατηγορεῖτε πού καταδέχομαι τούς ἁμαρτωλούς καί ζητῶ τή σωτηρία τους; 8 Ἤ ποιά γυναίκα πού ἔχει δέκα δραχμές, ἐάν χάσει μιά δραχμή ἀπ’ αὐτές, δέν ἀνάβει τό λυχνάρι γιά νά φωτίσει καλά ὅλα τά μέρη κι ὅλες τίς γωνιές τοῦ σπιτιοῦ της, καί δέν τό σκουπίζει καί δέν ψάχνει προσεκτικά ἀκόμη καί στά σκουπίδια, μέχρι νά βρεῖ τή χαμένη δραχμή; 9 Κι ὅταν τήν βρεῖ, καλεῖ ὅλες τίς φίλες καί τίς γειτόνισσές της καί τούς λέει: Χαρεῖτε μαζί μου, διότι βρῆκα τή δραχμή πού ἔχασα. 10 Ὅπως λοιπόν ἡ γυναίκα χαίρεται γιά τήν ἀνεύρεση τῆς δραχμῆς, ἔτσι, σᾶς βεβαιώνω, γίνεται χαρά στούς οὐρανούς μπροστά στούς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖοι συμμετέχουν στή χαρά αὐτή, γιά ἕναν ἁμαρτωλό πού μετανοεῖ.