Τό οὐράνιο Πανηγύρι

Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 13 Δεκεμβρίου 2020, ΙΑ΄ Λουκᾶ (Λουκ. ιδ΄ 16-24)

Εἶπεν ὁ Κύριος τήν παραβολήν ταύτην· Ἀνθρωπός τις ἐποίησε δεῖπνον μέγα, καὶ ἐκάλεσε πολλούς· καὶ ἀπέστειλε τὸν δοῦλον αὐτοῦ τῇ ὥρᾳ τοῦ δείπνου εἰπεῖν τοῖς κεκλημένοις· ἔρχεσθε, ὅτι ἤδη ἕτοιμά ἐστι πάντα. Καὶ ἤρξαντο ἀπὸ μιᾶς παραιτεῖσθαι πάντες. Ὁ πρῶτος εἶπεν αὐτῷ· Ἀγρὸν ἠγόρασα, καὶ ἔχω ἀνάγκην ἐξελθεῖν καὶ ἰδεῖν αὐτόν· ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον. Καὶ ἕτερος εἶπε· Ζεύγη βοῶν ἠγόρασα πέντε, καὶ πορεύομαι δοκιμάσαι αὐτά· ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον. Καὶ ἕτερος εἶπε· γυναῖκα ἔγημα, καὶ διὰ τοῦτο οὐ δύναμαι ἐλθεῖν. Καὶ παραγενόμενος ὁ δοῦλος ἐκεῖνος ἀπήγγειλε τῷ κυρίῳ αὐτοῦ ταῦτα. Τότε ὀργισθεὶς ὁ οἰκοδεσπότης, εἶπε τῷ δούλῳ αὐτοῦ· Ἔξελθε ταχέως εἰς τὰς πλατείας καὶ ρύμας τῆς πόλεως, καὶ τοὺς πτωχοὺς καὶ ἀναπήρους καὶ χωλοὺς καὶ τυφλοὺς εἰσάγαγε ὧδε. Καὶ εἶπεν ὁ δοῦλος· Κύριε, γέγονεν ὡς ἐπέταξας, καὶ ἔτι τόπος ἐστί. Καὶ εἶπεν ὁ κύριος πρὸς τὸν δοῦλον· Ἔξελθε εἰς τὰς ὁδοὺς καὶ φραγμοὺς καὶ ἀνάγκασον εἰσελθεῖν, ἵνα γεμισθῇ ὁ οἶκός μου. Λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι οὐδεὶς τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων τῶν κεκλημένων γεύσεταί μου τοῦ δείπνου. Πολλοί γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δέ ἐκλεκτοί.

1. «ΜΕΓΑ ΔΕΙΠΝΟ»

Στήν πα­ρα­βο­λή αὐ­τή ὁ Κύ­ριός μας ὀ­νο­μά­ζει τήν οὐ­ρά­νιο Βα­σι­λεί­α του ὡς «δεῖ­πνο μέ­γα» στό ὁ­ποῖ­ο κα­λεῖ ὅλους μας νά προσέλθουμε. Για­τί ὅ­μως ἇ­ρα­γε τήν ὀ­νο­μά­ζει ἔ­τσι;

Τήν ὀ­νο­μά­ζει Δεῖ­πνο, δι­ό­τι στή Βα­σι­λεί­α του ὁ Θε­ός θά μᾶς πα­ρα­θέ­τει πνευ­μα­τι­κή καί ὑ­περ­φυ­σι­κή τρά­πε­ζα μέ τά θεῖ­α καί αἰ­ώ­νια ἀ­γα­θά του. Μιά τρά­πε­ζα ἀ­τε­λεύ­τη­τη στόν Οὐ­ρα­νό ὅ­που ὁ ἴ­διος θά μᾶς προ­σφέ­ρει ἀ­πό τόν ἄ­πει­ρο πλοῦ­το τῶν ἀ­γα­θῶν του. Γι’αὐτό ἀ­κρι­βῶς καί ὀ­νο­μά­ζει τό δεῖ­πνο αὐ­τό Μέ­γα! Διότι τό πα­νη­γύ­ρι αὐ­τό θά εἶ­ναι τό πλέ­­ον με­γα­λο­πρε­πέ­στα­το, ἐφό­σον τά πνευ­μα­τι­κά ἀγαθά πού θά μᾶς προσφέρῃ εἶ­ναι ἀ­σύλ­λη­πτης ἀ­ξί­ας. Ποι­ά εἶ­ναι αὐ­τά; Ὅ,τι ἀ­νώ­τε­ρο μπο­­­­ρεῖ νά γευ­θῇ ἤ νά ἐ­πι­θυ­μή­σῃ κα­νείς: ἡ με­το­χή μας στό φῶς καί τή δό­ξα τοῦ Θε­οῦ, στήν ἁ­γι­ό­τη­τα καί μα­κα­ρι­ό­τη­τά του, ἡ ἀ­νέκ­φρα­στος ἠ­δο­νή πού θά αἰ­σθα­νώ­μα­στε κα­θώς θά ἀ­τε­νί­ζου­με τήν ἀπε­ρί­γραπτη ὡ­ραι­ό­τη­τα τοῦ θεί­ου προ­σώ­που του. Ὅλα τά πλού­τη τοῦ Χρι­­στοῦ, οἱ  ἀ­νε­ξε­ρεύ­νη­τοι καί ἀ­νε­ξάν­τλη­τοι θη­σαυ­ροί του, πού θά μᾶς πα­ρα­τί­θεν­ται, θά χορ­ταί­νουν τήν ψυ­χή μας καί θά μᾶς γε­μί­ζουν μέ ἀ­νεί­πω­τη εὐ­φρο­σύ­νη. Στό οὐ­ρά­νιο ὅ­μως αὐ­τό δεῖ­πνο ὁ Κύ­ριός μας θά μᾶς προ­σφέ­ρῃ καί κά­τι ἀσυγκρίτως ἀνώτερο, τό και­νόν πο­τή­ριον, τόν ἴ­διο τόν Ἑ­αυ­τό του, τήν θεί­α Κοι­νω­νί­α μ’ ἕ­ναν ὅμως δι­α­φο­ρε­τι­κό τρό­πο, «καινόν», πού δέν μπο­ροῦ­­με νά συλ­λάβουμε, οὔ­τε νά φα­ν­­τα­σθοῦ­με οὔ­τε νά ἐν­νο­ή­σου­με. Καί θά μᾶς τό προ­σφέ­ρῃ ὁ ἴ­διος ὁ Οἰ­κο­δε­σπό­της τοῦ δεί­πνου, ὁ ὁποῖος καί θά συ­νευ­φραί­νε­ται μα­ζί μας καί θά μᾶς δι­α­κο­νεῖ. Ποιός; Ὁ Μέ­γας, ὁ Ὕ­ψι­στος, ὁ Αἰώ­νιος, ἐ­μᾶς τούς μι­κρούς καί ἐ­λα­χί­στους.

Τό δεῖ­πνο αὐ­τό θά εἶ­ναι ἐ­πι­πλέ­ον με­γά­λο, τό με­γα­λύ­τε­ρο πού ὑ­πῆρ­ξε πο­τέ, δι­ό­τι εἶ­ναι πα­νη­γύ­ρι οἰ­κου­με­νι­κό, πα­νη­γύ­ρι ὅ­λης τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τος. Εἶ­ναι κα­λε­σμέ­νοι σ’­αὐ­τό ὅ­λοι οἱ ἄν­θρω­ποι, ὅ­λων τῶν λα­ῶν καί τῶν ἐ­πο­χῶν. Δι­ό­τι ὁ Θε­ός ὅ­λους θέ­λει νά μᾶς εἰ­σά­γῃ στήν βα­σι­λεί­α του κα­τά τό ἀ­νε­ξι­χνί­α­στο ἔ­λε­ός του καί κα­τά τόν ἄ­πει­ρο πλοῦ­το τῆς θεί­ας του ἀ­γα­θό­τη­τος. Ἀλ­λά τό πα­νη­γύ­ρι αὐτό θά εἶναι καί αἰ­ώ­νιο, δεῖ­πνο πού θά ἔ­χει ἀρ­χή ἀλ­λά δέν θά ἔ­χει τέ­λος.

Ἄχ, καί νά μπο­ρού­σα­με νά κα­τα­λά­βου­με ἔ­στω καί λί­γο πῶς θά εἶ­ναι τό οὐ­ρά­νιο αὐ­τό πα­νη­γύ­ρι, πῶς θά ζοῦ­με ἐ­κεῖ, τί θά ἀ­πο­λαμ­βά­νου­με, τί θά βλέ­που­με, τί θά αἰ­σθα­νώ­μα­στε! Πῶς θά ἐ­πι­κοι­νω­νοῦ­με μέ τίς θεῖ­ες καί ἀγ­γε­λι­κές δυ­νά­μεις τοῦ οὐ­ρα­νοῦ, ἀλ­λά καί μέ τούς Ἁ­γί­ους τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας, πο­λύ δέ πε­ρισ­σό­τε­ρο πῶς θά ἀ­τε­νί­ζου­με τό ἄπειρο κάλ­λος τοῦ Θε­οῦ καί πῶς θά συ­νο­μι­λοῦ­με μα­ζί Του! Κι αὐ­τό ἀ­τε­λεύτητα, ἀ­κό­ρε­στα, αἰ­ώ­νια. Αὐ­τό λοι­πόν τό ὑ­περ­φυ­ές καί ἀ­σύλ­λη­πτο δεῖ­πνο τῆς Βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ νά σκε­πτό­μα­στε. Αὐ­τό νά πο­­θοῦ­με καί νά πε­ρι­μέ­νου­με.

2. Η ΚΛΗΣΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Σ’αὐ­τό τό οὐ­ρά­νιο δεῖ­πνο κα­λεῖ ὁ Θε­ός τόν κα­θέ­να μας κα­θη­με­ρι­νά. Μᾶς κα­λεῖ ἄλ­λο­τε μέ­σα ἀ­πό μέ τίς πε­ρι­στά­σεις τῆς ζω­ῆς, μέ ἀν­θρώ­πους πού φέρ­νει δί­πλα μας, μέ κά­ποι­ο οἰ­κο­δο­μη­τι­κό ἀ­νά­γνω­σμα, μέ τήν ἀ­κρό­α­σι κά­ποι­ας ἀ­φυ­πνι­στι­κῆς καί κα­τα­νυ­κτι­κῆς ὁ­μι­λί­ας κι ἄλ­λο­τε μέ κά­ποι­ες ἐ­σω­τε­ρι­κές μυ­στι­κές φω­νές πού ἀν­τη­χοῦν στά μύ­χια τῶν καρ­δι­ῶν μας.  

– Ἐ­λᾶ­τε κον­τά μου, μᾶς λέ­γει ὁ Θεός. Ὅ­λα εἶ­ναι ἕ­τοι­μα. Τά πάν­τα ἔ­χω ἑ­τοι­μά­σει γιά σᾶς. Ἐ­λᾶ­τε. Κα­νείς μή λεί­ψῃ. Δε­χθῆ­τε τήν πρό­σκλη­σι.

Πό­σο φο­βε­ρό λοι­πόν καί τρα­γι­κό θά εἶ­ναι νά μοι­ά­σου­με μέ τούς ἀν­θρώ­πους ἐ­κεί­νους τῆς πα­ρα­βο­λῆς πού ἐ­νῶ ἄ­κου­σαν τό κά­λε­σμα τοῦ Θε­οῦ ἄρ­χι­σαν νά ὑ­πο­βάλ­λουν πα­ραι­τή­σεις, προφασιζόμενοι ὡς ἐμπόδιο ἄλλοι οἰ­κο­νο­μι­κές ὑ­πο­θέ­σεις, ἄλ­λοι γε­­ωρ­γι­κές, ἄλ­λοι οἰ­κο­γε­νεια­κές. Σάν νά ὑ­πῆρ­ξε μιά προ­­συμ­φω­νη­μέ­νη συ­νο­μω­σί­α, ὅ­λοι ζή­τη­σαν νά κα­τα­στή­σουν δι­και­ο­λο­γη­μέ­νη τήν ἀ­που­σί­α τους.

Βέ­βαι­α νό­μι­μες ἦ­ταν οἱ ἀ­πα­σχο­λή­σεις τους. Ὅ­μως δέν ἄξιζαν περισσότερο ἀπ’ τήν μετοχή τους στό βα­σι­λι­κό μέγα δεῖπνο. Κι ὅ­λες αὐ­τές ἔ­γι­ναν αἰ­τί­α νά χά­σουν τελικῶς τό οὐράνιο πανηγύρι. Αὐτό ἀκριβῶς θά πρέ­πει νά μᾶς δι­δά­ξῃ πο­λύ ὅ­τι: ὅ­ταν προ­σκο­λη­θοῦ­με ἀ­κό­μη καί σέ νό­μι­μες δρα­στη­ρι­ό­τη­τές μας, τό­τε αὐ­τές γί­νον­ται σο­βα­ρά ἐμ­πό­δια γιά τήν πνευ­μα­τι­κή μας ζω­ή καί τήν κλη­ρο­νο­μί­α τῆς ἐ­που­ρα­νί­ου βα­σι­λεί­ας.

Μήν προσκολλόμαστε λοιπόν στά καθημερινά καί προσωρινά. Μᾶς καλεῖ ὁ Θεός στά μεγάλα καί αἰώνια. Μήν κλεί­­νου­με λοιπόν τ’ αὐτιά μας στήν πρό­κλη­σι τοῦ Θε­οῦ, στήν καμ­πά­να τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, στή φω­νή τοῦ εὐ­αγ­γε­λί­ου. Μᾶς καλεῖ ὁ Θεός, στή θεία λατρεία, στήν τακτική ἱερά ἐξομολόγησι, σέ μία πνευματική ὁμιλία. Βέβαια πάντοτε κάποιο ἐμπόδιο θά βρίσκεται μπροστά μας, γιά νά ἀπουσιάζουμε: οἱ νέοι γονεῖς τά παιδιά τους καί τίς πολλές ἐργασίες τους, οἱ μεσήλικες ἄλλες ἀσχολίες τους, οἱ μεγα­λύ­τε­ροι τή φύλαξι τῶν ἐγγονῶν καί μύριες ἄλλες ἀσχολίες. Ἐάν ὅμως ἔτσι χάνου­με τίς εὐ­και­ρί­ες πού μᾶς δί­νει ὁ Χρι­στός, κι­ν­­δυ­νεύ­ου­με νά σκληρυνθοῦμε, νά ἀγριέψουμε, νά ἀλλοτριωθοῦμε καί τελικῶς νά χά­σου­με τά πνευ­μα­τι­κά μας αἰσθητήρια, νά χά­σου­με καί τόν Χρι­στό γιά πά­ν­­τα.

Ἄς μάθουμε λοιπόν νά ἱεραρχοῦμε σωστά τίς προ­τε­ραιότητες τῆς ζωῆς. Νά ἐκτιμήσουμε τήν ἀ­ξί­α τῆς θείας προ­σ­κλή­­­σε­ως. Νά συναισθανθοῦμε ποι­ός μᾶς κα­λεῖ καί ποῦ μᾶς κα­λεῖ! Καί νά ποῦμε μέσα ἀπ’ τήν καρδιά μας: Μέ καλεῖ ὁ Θεός σήμερα στήν ἐκκλησία του, αὔριο στή βα­σι­λεί­α του! Πῶς μπορῶ νά πῶ ὄχι στόν Θεό; Πῶς μπο­­ρῶ νά στερηθῶ τό οὐράνιο Μέγα δεῖπνο τοῦ Παρα­δεί­σου;