Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσμα (15/12)

Εὐαγγέλιον: τοῦ ἱερομάρτυρος, Σάβ. α΄ νηστειῶν (Μρ. β΄ 23-γ΄ 5)

23 Καὶ ἐγένετο παραπορεύεσθαι αὐτὸν ἐν τοῖς σάββασι διὰ τῶν σπορίμων, καὶ ἤρξαντο οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ὁ­­­­δὸν ποιεῖν τίλλοντες τοὺς στά­χυας. 24 καὶ οἱ Φαρισαῖοι ἔλεγον αὐτῷ· ἴδε τί ποιοῦσιν ἐν τοῖς σάββασιν ὃ οὐκ ἔξεστι. 25 καὶ αὐτὸς ἔλεγεν αὐτοῖς· οὐδέποτε ἀνέγνωτε τί ἐποίησε Δαυῒδ ὅτε χρείαν ἔσχε καὶ ἐπείνασεν αὐτὸς καὶ οἱ μετ᾿ αὐτοῦ; 26 πῶς εἰσῆλθεν εἰς τὸν οἶ­­κον τοῦ Θεοῦ ἐπὶ Ἀβιάθαρ ἀρχιερέως καὶ τοὺς ἄρτους τῆς προθέσεως ἔφαγεν, οὓς οὐκ ἔξεστι φαγεῖν εἰ μὴ τοῖς ἱερεῦσι, καὶ ἔδωκε καὶ τοῖς σὺν αὐτῷ οὖσι; 27 καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· τὸ σάββατον διὰ τὸν ἄνθρωπον ἐ­­­­γένετο, οὐχ ὁ ἄνθρωπος διὰ τὸ σάββατον· 28 ὥστε κύριός ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ σαββάτου. 

γ΄ 1 Καὶ εἰσῆλθε πάλιν εἰς τὴν συναγωγήν· καὶ ἦν ἐκεῖ ἄνθρωπος ἐξηραμμένην ἔχων τὴν χεῖρα. 2 καὶ παρετήρουν αὐτὸν εἰ τοῖς σάββασι θεραπεύσει αὐ­­­τόν, ἵνα κατηγορήσωσιν αὐ­τοῦ. 3 καὶ λέγει τῷ ἀνθρώπῳ τῷ ἐξηραμμένην ἔχοντι τὴν χεῖ­ρα· ἔγειρε εἰς τὸ μέσον. 4 καὶ λέγει αὐτοῖς· ἔξεστι τοῖς σάββασιν ἀγαθοποιῆσαι­ ἢ κα­κοποιῆσαι; ψυχὴν σῶσαι ἢ ἀποκτεῖναι; οἱ δὲ ἐ­­σιώ­πων. 5 καὶ περιβλεψάμενος αὐτοὺς μετ᾿ ὀργῆς, συλλυπού­μενος ἐπὶ τῇ πωρώσει τῆς καρδίας αὐτῶν, λέγει τῷ ἀν­θρώπῳ· ἔκτεινον τὴν χεῖ­ρά σου. καὶ ἐξέτεινε, καὶ ἀποκα­τεστάθη ἡ χεὶρ αὐτοῦ ὑγιὴς ὡς ἡ ἄλλη.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ

23 Καί κάποιο Σάββατο συνέβη νά βαδίζει ὁ Ἰησοῦς σέ κάποιο δρόμο πού ἀνοιγόταν μέσα ἀπό τά σπαρ­­μένα χωράφια. Καί τό δρόμο αὐτό ἄρχισαν νά τόν ἀνοίγουν οἱ μα­θητές του, οἱ ὁποῖοι, πεινασμένοι, ἔτρι­βαν, μαδοῦσαν κι ἔ­τρω­γαν τά στάχυα γιά νά χορτάσουν. 24 Οἱ Φαρισαῖοι ὅμως τοῦ ἔλεγαν: Κοίταξε τί κάνουν οἱ μαθητές σου τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου. Κόβουν καί μαδοῦν στάχυα, πράγμα πού δέν ἐπιτρέπεται, διότι μ’ αὐτό βεβηλώνεται τό Σάββατο. 25 Κι αὐτός τούς εἶπε: Δέν διαβάσατε ποτέ τί ἔκανε ὁ Δαβίδ, ὅταν βρέθηκε στήν ἀνάγκη, καί πείνασε κι αὐτός κι ἐκεῖνοι πού ἦταν μαζί του; 26 Πῶς δηλαδή μπῆκε στό ναό τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἀρ­χι­ε­ρεύς­ ἦταν ὁ Ἀβιάθαρ, κι ἔφαγε τούς ἄρτους πού ἦταν πά­νω στήν ἱερά τράπεζα τῆς σκηνῆς ὡς θυσία στό Θε­ό, ἐνῶ δέν ἐπιτρέπεται νά φάει κανείς τούς ἄρτους αὐ­τούς παρά μόνο οἱ ἱερεῖς; Κι ἔδω­σε μάλιστα ὁ Δαβίδ ἀπ’ τούς ἄρτους αὐτούς καί σ’ ἐκείνους πού ἦ­ταν μα­ζί του. Κι ὅμως, στήν περίσταση ἐκείνη οὔτε ὁ Θε­ός οὔτε ἡ Γραφή ἀποδοκίμασε τήν πράξη αὐ­τή. 27 Τούς ἔλεγε ἐπίσης: Ὁ θεσμός τοῦ Σαββάτου ἔγινε γιά τόν ἄνθρωπο, γιά νά παιδαγωγηθεῖ καί νά ὁδη­γηθεῖ σέ πνευματική τελειότητα. Δέν ἔγινε ὁ ἄν­θρω­πος γιά τό Σάββατο, γιά νά δουλεύει σάν φοβισμένος σκλάβος σ’ ἕνα νεκρό καί ξερό τύπο. 28 Ἀφοῦ λοιπόν τό Σάββατο ὁρίστηκε γιά νά βοηθήσει τόν ἄνθρωπο νά τελειοποιηθεῖ, βγαίνει τό συμπέρασμα ὅτι ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου, ὁ τέλειος ἀν­τι­πρό­σωπος τῆς ἀνθρωπότητος, πού ὁ ἴδιος ὡς Θε­ός ὅρισε τόν θεσμό τοῦ Σαββάτου, εἶναι κύριος καί τοῦ Σαβ­βάτου καί ἔχει ἐξουσία νά τροποποιήσει καί τόν θεσμό αὐτό. Ἐκεῖνο λοιπόν πού ἔκαναν τώρα οἱ μαθητές, τό ἔκαναν μέ τή σι­ω­πηρή συγκατάθεση ἐκείνου πού εἶ­ναι κύριος τοῦ Σαββάτου.

γ΄ 1 Ὁ Ἰησοῦς μπῆκε πάλι στή συναγωγή. Καί ἦταν ἐκεῖ ἕνας ἄνθρωπος πού εἶχε ξερό καί ἀκίνητο τό χέρι του. 2 Κι ὅσοι ἦταν ἐκεῖ τόν παρακολουθοῦσαν προσεκτικά νά δοῦν ἐάν θά τόν θεραπεύσει τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου, γιά νά τόν κατηγορήσουν ὅτι κατέλυε τό Σάββατο. 3 Τότε λέει στόν ἄνθρωπο πού εἶχε ξερό καί ἀκίνητο τό χέρι του: Σήκω καί στάσου ἐδῶ μπροστά στή μέση τῆς συναγωγῆς. 4 Κι ἔπειτα τούς ρωτᾶ: Ἐπιτρέπεται τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου νά κάνει ὁ ἄνθρωπος τό καλό καί νά εὐεργετήσει ἔτσι τόν συνάνθρωπό του, ἤ μπορεῖ νά παραλείψει τήν εὐ­ερ­γεσί­α καί μέ τόν τρόπο αὐτό ἔμμεσα νά τοῦ προξενήσει κακό; Ἐπιτρέπεται τό Σάββατο νά σώσει ὁ ἄν­θρωπος τή ζωή τοῦ συνανθρώπου του, ἤ νά μήν τόν βοηθήσει ὅταν αὐτός κινδυνεύει κι ἔτσι ἐμ­μέ­­­­σως νά τόν σκοτώσει; Αὐτοί ὅμως σιωποῦσαν. 5 Κι ἀφοῦ ὁ Ἰησοῦς ἔριξε σ’ αὐτούς πού κάθονταν τριγύρω του ἕνα βλέμμα πού φανέρωνε τήν ἱερή ἀγανάκτησή του, ἐνῶ συγχρόνως τούς λυπόταν ἀπό συμπάθεια, διότι ἡ καρδιά τους ἦταν πω­ρωμένη καί σκληρή καί κινδύνευαν νά μείνουν ἀδι­όρ­­­θωτοι, λέει στόν ἄνθρωπο: Ἅπλωσε τό χέρι σου. Κι αὐ­τός, ἄν καί ἀπ’ τήν ἀσθένειά του δέν μποροῦσε νά τό κά­­νει αὐτό, ὅμως φανερώνοντας τήν πίστη του προσ­πάθησε καί τό τέντωσε. Κι ἔγινε τό χέρι του ὑγιές σάν τό ἄλλο.