Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσμα (18/12)

Εὐαγγέλιον: ἡμέρας, Παρ. ιγ΄ ἑβδ. Λουκᾶ (Μρ. θ΄ 33-41)

33 Καὶ ἦλθεν εἰς Καπερναούμ· καὶ ἐν τῇ οἰκίᾳ γενόμενος ἐπηρώτα αὐτούς· τί ἐν τῇ ὁδῷ πρὸς ἑαυτοὺς διελογίζεσθε; 34 οἱ δὲ ἐσιώπων· πρὸς ἀλ­λήλους γὰρ διελέχθησαν ἐν τῇ ὁδῷ τίς μείζων. 35 καὶ καθίσας ἐφώνησε τοὺς δώδεκα καὶ λέγει αὐ­τοῖς· εἴ τις θέλει πρῶτος εἶ­ναι, ἔσται πάντων ἔσχατος καὶ πάντων διάκονος. 36 καὶ λαβὼν παιδίον ἔστησεν αὐτὸ ἐν μέσῳ αὐτῶν, καὶ ἐναγκαλισάμενος αὐτὸ εἶπεν αὐτοῖς· 37 ὃς ἐὰν ἓν τῶν τοιούτων παιδίων δέξηται ἐπὶ τῷ ὀ­ν­ό­ματί μου, ἐμὲ δέχεται·­ καὶ ὃς ἐὰν ἐμὲ δέξηται, οὐκ ἐ­­­μὲ δέχεται, ἀλλὰ τὸν ἀπο­στείλαντά με. 38 Ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ Ἰω­άννης λέγων· διδάσκαλε, εἴδομέν τινα ἐν τῷ ὀνόματί σου ἐκβάλλοντα δαιμόνια, ὃς οὐκ ἀκολουθεῖ ἡμῖν, καὶ ἐκωλύσαμεν αὐτόν, ὅτι οὐκ ἀκολουθεῖ ἡμῖν. 39 ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε· μὴ κωλύετε αὐτόν· οὐδεὶς γάρ ἐστιν ὃς ποιήσει δύναμιν ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου καὶ δυνήσεται ταχὺ κακολογῆσαί με. 40 ὃς γὰρ οὐκ ἔστι καθ᾿ ὑ­­μῶν, ὑπὲρ ὑμῶν ἐστιν. 41 ὃς γὰρ ἂν ποτίσῃ ὑμᾶς ποτήριον ὕδατος ἐν τῷ ὀ­-νό­ματί μου, ὅτι Χριστοῦ ἐ­­­στε, ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐ μὴ ἀπολέσῃ τὸν μισθὸν αὐτοῦ.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ

33 Καί ἦλθε στήν Καπερναούμ. Κι ὅταν ἔφθασε στό σπίτι, τούς ἔκανε τήν ἑξῆς ἐρώτηση: Ποιά συζήτηση καί συνομιλία εἴχατε μεταξύ σας στό δρόμο; 34 Αὐτοί ὅμως σιωποῦσαν· διότι μεταξύ τους στό δρόμο συζήτησαν ποιός θά ἦταν κοντά στό Χριστό ὁ με­γα­­λύτερος καί περισσότερο διακεκριμένος. Καί τώρα ντρέ­πονταν νά τό ποῦν αὐτό στό Διδάσκαλο. 35 Κι ἀφοῦ κάθισε, φώναξε τούς δώδεκα καί τούς εἶ­­πε: Ἄν κανείς θέλει νά εἶναι πρῶτος στήν τιμή, ὀφεί­λει μέ τήν ταπείνωσή του πρός τούς ἄλλους νά γίνει τε­­λευ­ταῖος ἀπ’ ὅλους καί ὑπηρέτης ὅλων μέ τήν ἄσκη­ση τῆς ἀγάπης. 36 Τότε πῆρε ἕνα παιδί, τό ἔστησε ἀνάμεσά τους, τό ἀγκάλιασε καί τούς εἶπε: 37 Ἐκεῖνος πού θά ὑποδεχθεῖ γιά μένα καί γιά νά μέ τιμήσει ἕναν τέτοιο ἄνθρωπο πού ταπεινώθηκε σάν τό μικρό παιδί, αὐτός ὑποδέχεται καί τιμᾶ ἐμένα τόν ἴδιο. Κι ὅποιος ὑποδεχθεῖ ἐμένα, δέν ὑποδέχεται ἐμένα, ἀλ­λά ὑποδέχεται ἐκεῖνον πού μ’ ἔστειλε στόν κόσμο, δη­λα­δή τόν ἐπουράνιο Πατέρα μου. 38 Τότε πῆρε τό λόγο ὁ Ἰωάννης καί τοῦ εἶπε: Διδάσκα­λε, τόσο πολύ ἐκτιμᾶς ἐκεῖνον πού θά δεχθεῖ γιά τό ὄνομά σου ἕναν ἄνθρωπο ταπεινό σάν τό παιδί. Ἐμεῖς ὅμως εἴδαμε κάποιον πού δέν μᾶς ἀκολουθεῖ καί δέν ἀνήκει στόν κύκλο τῶν μαθητῶν νά βγάζει δαιμόνια μέ τήν ἐπί­κληση τοῦ ὀνόματός σου, καί ἀντί νά τόν τιμήσουμε γιά τό ὅτι τό ἔκανε αὐτό μέ τήν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματός σου, τόν ἐμποδίσαμε, ἐπειδή δέν μᾶς ἀκολουθεῖ ὡς μαθητής σου. 39 Κι ὁ Ἰησοῦς εἶπε: Μήν τόν ἐμποδίζετε. Διότι ἄν­θρω­πος πού θά κάνει θαῦμα μέ τήν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματός μου, δέν θά μπορέσει γρήγορα νά μέ κακολογήσει καί νά βλασφημήσει τό ὄνομά μου, μέ τό ὁποῖο θαυματούργησε καί δοξάστηκε. 40 Μήν ἐμποδίζετε λοιπόν τέτοιους ἀνθρώπους. Διότι ὅποιος δέν εἶναι ἐναντίον σας καί δέν πολεμᾶ τή διδασκαλία σας, εἶναι μέ τό μέρος σας, καί εἶναι ἑπόμενο νά γίνει καί ὁλοκληρωτικά δικός σας. 41 Καί γιά νά συνεχίσω ἐκεῖνο πού σᾶς ἔλεγα, σᾶς βε­βαιώνω ὅτι καί τήν ἐλάχιστη ὑπηρεσία πού θά σᾶς προ­σφέρουν γιά νά τιμήσουν ἐμένα, δέν θά τήν ἀφήσω χωρίς ἀνταμοιβή. Διότι ἐκεῖνος πού θά σᾶς προσφέρει νά πιεῖτε ἔστω κι ἕνα ποτήρι νερό γιά νά τιμήσει ἐμέ­να, ἐπειδή δηλαδή εἶστε μαθητές τοῦ Χριστοῦ, σᾶς λέω ὅτι δέν θά χάσει τήν ἀμοιβή του γιά τή μικρή αὐτή ὑπηρεσία πού σᾶς πρόσφερε.