Ἀποστολικό Ἀνάγνωσμα (4/1)

Ἀπόστολος: ἡμέρας, Δευτ. λα΄ ἑβδ. ἐπιστολῶν (Ἑβρ. ια΄ 17-31)

17 Πίστει προσενήνοχεν Ἀβραὰμ τὸν Ἰσαὰκ πειραζόμενος, καὶ τὸν μονογενῆ προσέφερεν ὁ τὰς ἐπαγ­γελίας ἀναδεξάμενος, 18 πρὸς ὃν ἐλαλήθη ὅτι ἐν Ἰσαὰκ κληθήσεταί σοι σπέρμα, 19 λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγείρειν δυνατὸς ὁ Θεός· ὅθεν αὐτὸν καὶ ἐν παραβολῇ ἐκομίσατο. 20 Πίστει περὶ μελλόντων εὐλόγησεν Ἰσαὰκ τὸν Ἰακὼβ καὶ τὸν Ἠσαῦ. 21 Πίστει Ἰακὼβ ἀποθνή­σκων ἕκαστον τῶν υἱῶν Ἰωσὴφ εὐλόγησε, καὶ προσε­κύνησεν ἐπὶ τὸ ἄκρον τῆς ράβδου αὐτοῦ. 22 Πίστει Ἰωσὴφ τελευτῶν περὶ τῆς ἐξόδου τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ ἐμνημόνευσε καὶ περὶ τῶν ὀστέων αὐτοῦ ἐνετείλατο. 23 Πίστει Μωϋσῆς γεννηθεὶς ἐκρύβη τρίμηνον ὑπὸ τῶν πατέρων αὐτοῦ, διότι εἶδον ἀστεῖον τὸ παιδίον, καὶ οὐκ ἐφοβήθησαν τὸ διάταγμα τοῦ βασιλέως. 24 Πίστει Μωϋσῆς μέγας γενόμενος ἠρνήσατο λέγεσθαι υἱὸς θυγατρὸς Φαραώ, 25 μᾶλλον ἑλόμενος συγκα­κουχεῖσθαι τῷ λαῷ τοῦ Θεοῦ ἢ πρόσκαιρον ἔχειν ἁμαρτίας ἀπόλαυσιν, 26 μείζονα πλοῦτον ἡγησά­μενος τῶν Αἰγύπτου θησαυ­ρῶν τὸν ὀνειδισμὸν τοῦ Χριστοῦ· ἀπέβλεπε γὰρ εἰς τὴν μισθαποδοσίαν. 27 Πίστει κατέλιπεν Αἴγυ­πτον μὴ φοβηθεὶς τὸν θυμὸν τοῦ βασιλέως· τὸν γὰρ ἀόρατον ὡς ὁρῶν ἐκαρτέ­­ρησε. 28 Πίστει πεποίηκε τὸ πάσχα καὶ τὴν πρόσχυσιν τοῦ αἵματος, ἵνα μὴ ὁ ὀλοθρεύων τὰ πρωτότοκα θίγῃ αὐτῶν. 29 Πίστει διέβησαν τὴν Ἐρυθρὰν θάλασσαν ὡς διὰ ξηρᾶς, ἧς πεῖραν λαβόντες οἱ Αἰγύπτιοι κατεπόθησαν. 30 Πίστει τὰ τείχη Ἱεριχὼ ἔπεσε κυκλωθέντα ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρας. 31 Πίστει Ραὰβ ἡ πόρνη οὐ συναπώλετο τοῖς ἀπει­θήσασι, δεξαμένη τοὺς κατασκόπους μετ’ εἰρήνης.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ

17 Λόγῳ τῆς πίστεώς του πρόσφερε ὁ Ἀβραάμ θυσία τόν Ἰσαάκ, ὅταν δοκιμαζόταν ἀπό τόν Θεό. Καί πρόσφερε θυσία τόν μονάκριβό του γιό αὐτός πού δέχθηκε καί κράτησε σφιχτά τίς ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ. 18 Διότι στόν ἴδιο τόν Ἀβραάμ εἶχε πεῖ προηγουμένως ὁ Θεός ὅτι οἱ ἀπόγονοι πού θά ἔχεις ἀπό τόν Ἰσαάκ, αὐτοί θά πάρουν τήν ὀνομασία καί τά δικαιώματα τῶν γνήσιων ἀπογόνων σου. 19 Παρόλα αὐτά πρόσφερε θυσία τόν μονάκριβό του γιό, διότι μέ ὀρθές σκέψεις καί συλλογισμούς ἔπεισε τόν ἑαυτό του ὅτι ὁ Θεός ἔχει τή δύναμη καί ἀπό τούς νεκρούς νά ἀναστήσει τόν Ἰσαάκ. Γι’ αὐτό λοιπόν καί τόν πῆρε πάλι πίσω ὁ Ἀβραάμ μέ τέτοιο τρόπο ὥστε νά γίνει ὁ Ἰσαάκ τύπος τῆς θυσίας καί τῆς ἐκ νεκρῶν ἀναστάσεως τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. 20 Πίστεψε ὁ Ἰσαάκ, καί γι’ αὐτό ἔδωσε εὐχές καί εὐ­λο­γίες στόν Ἰακώβ καί τόν Ἠσαῦ γιά πράγματα πού θά τούς συνέβαιναν στό μέλλον. 21 Μέ πίστη ὁ Ἰακώβ, ὅταν πέθαινε, εὐλόγησε καθένα ἀπό τά δύο παιδιά τοῦ Ἰωσήφ καί ἀνέδειξε καί τά δύο ἀρχηγούς φυλῶν σύμφωνα μέ τόν φωτισμό πού τοῦ ἔδινε ἡ πίστη. Καί προσκύνησε τόν Θεό ἀκουμπώντας τό κεφάλι του στήν ἄκρη τοῦ ραβδιοῦ, πάνω στό ὁποῖο στηριζόταν λόγῳ τῆς γεροντικῆς του ἀδυναμίας. 22 Ἐπειδή πίστευε ὁ Ἰωσήφ, ὅταν πέθαινε, θυμήθηκε καί μίλησε γιά τήν ἔξοδο τῶν Ἰσραηλιτῶν ἀπό τήν Αἴγυπτο καί ἔδωσε ἐντολή νά μεταφερθοῦν τά κόκκαλά του ἀπό τήν Αἴγυπτο στή γῆ Χαναάν. 23 Λόγῳ τῆς πίστεως πού εἶχαν οἱ γονεῖς τοῦ Μωυσῆ, ὅταν γεννήθηκε, τόν ἔκρυψαν τρεῖς μῆνες, διότι εἶδαν τό παιδί χαριτωμένο καί ἀπ’ αὐτό συμπέραναν ὅτι ὁ Θεός τό προόριζε γιά κάποια μεγάλη ἀποστολή· καί γι’ αὐτό δέν φοβήθηκαν τό διάταγμα τοῦ βασιλιᾶ τῆς Αἰγύπτου πού ἔδινε ἐντολή νά θανατώνεται κάθε ἀρσενικό βρέφος τῶν Ἰουδαίων. 24 Ἐξαιτίας τῆς πίστεώς του ὁ Μωυσῆς, ὅταν μεγάλωσε κι ἔγινε ἄνδρας, ἀρνήθηκε νά ὀνομάζεται βασιλόπουλο, γιός τῆς κόρης τοῦ Φαραώ· 25 θεώρησε καλύτερο καί προτίμησε νά κακοπαθεῖ μα­ζί μέ τό λαό τοῦ Θεοῦ, παρά νά ἔχει τίς πρόσκαιρες ἀπο­λαύσεις τῆς ἁμαρτίας, νά ζεῖ δηλαδή ἄνετα καί μέ τιμές ὡς Αἰγύπτιος ἄρχοντας μέ τούς εἰδωλολάτρες πού καταπίεζαν τούς Ἰσραηλίτες. 26 Θεώρησε μεγαλύτερο πλοῦτο ἀπό τούς θησαυρούς καί τά ἀγαθά τῆς Αἰγύπτου τίς περιφρονήσεις πού ἔμοι­αζαν μέ τόν ὀνειδισμό καί τήν περιφρόνηση πού ἀργότερα θά ὑπέμενε ὁ Χριστός. Κι αὐτά ὅλα διότι εἶχε καρφωμένα τά μάτια του στίς οὐράνιες ἀνταμοιβές. 27 Ἐπειδή πίστεψε στήν προστασία τοῦ Θεοῦ ὁ Μω­υ­σῆς ἐγκατέλειψε τήν Αἴγυπτο, ὅταν σκότωσε τόν Αἰγύ­­πτιο. Καί δέν φοβήθηκε τήν ὀργή τοῦ βασιλιᾶ, ὁ ὁποῖος ἀπό τή φυγή του αὐτή θά σχημάτιζε πλέον βεβαιότητα γιά τήν ἐνοχή του καί μποροῦσε νά τόν καταδιώξει καί ἔξω ἀπό τά σύνορα τοῦ κράτους του. Δέν φοβήθηκε ὅμως ὁ Μωυσῆς, διότι ἔβλεπε τόν ἀόρατο Θεό σάν νά τόν θωροῦσε μέ τά σωματικά του μάτια· καί μέ καρτερία πολλή περίμενε τή βοήθειά του. 28 Μέ πίστη τέλεσε τό Πάσχα, δηλαδή τή θυσία τοῦ ἀρνιοῦ, καί ἔχρισε μέ τό αἷμα του τίς ἐξώπορτες τῶν Ἑβραίων, γιά νά μήν ἀγγίξει τά πρωτότοκα τῶν Ἑβραί­ων ὁ ἐξολοθρευτής ἄγγελος, ὁ ὁποῖος θά θανάτωνε τά πρωτότοκα τῶν Αἰγυπτίων τή νύχτα τῆς ἐξόδου τῶν Ἰσραηλιτῶν ἀπό τήν Αἴγυπτο. 29 Μέ τήν πίστη ὅτι δέν θά πνίγονταν πέρασαν τήν Ἐρυθρά θάλασσα οἱ Ἰσραηλίτες, σάν νά περνοῦσαν ἀπό στεριά. Στήν ἴδια ὅμως θάλασσα, ὅταν τόλμησαν νά πειραματισθοῦν νά τή διασχίσουν οἱ Αἰγύπτιοι, καταποντίστηκαν. 30 Μέ τήν πίστη ἔπεσαν τά τείχη τῆς Ἱεριχώ, ἀφοῦ βάδισαν τριγύρω ἀπό αὐτά γιά ἑπτά ἡμέρες μαζί μέ τήν κιβωτό σαλπίζοντας οἱ ἱερεῖς τῶν Ἰσραηλιτῶν. 31 Λόγῳ τῆς πίστεώς της ἡ πόρνη Ραάβ δέν θανατώθηκε μαζί μέ τούς συμπατριῶτες της πού ἀρνήθηκαν νά παραδώσουν τήν πόλη τους καί ἀντιστάθηκαν· διότι αὐτή δέχθηκε μέ εἰρηνικές διαθέσεις τούς κατασκόπους πού ἔστειλαν οἱ Ἰσραηλίτες στήν Ἱεριχώ.