Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσμα (19/1)

Εὐαγγέλιον: ἡμέρας, Τρ. ιγ΄ ἑβδ. Ματθαίου (Μάρκ. γ΄ 13-21)

13 Καὶ ἀναβαίνει εἰς τὸ ὄ­­­­ρος, καὶ προσκαλεῖται οὓς ἤ­­­θελεν αὐτός, καὶ ἀπῆλθον πρὸς αὐτόν. 14 καὶ ἐποίησε δώδεκα, ἵνα ὦσι μετ᾿ αὐτοῦ καὶ ἵνα ἀπο­στέλλῃ αὐτοὺς κηρύσσειν 15 καὶ ἔχειν ἐξουσίαν θεραπεύειν τὰς νόσους καὶ ἐκβάλλειν τὰ δαιμόνια· 16 καὶ ἐπέθηκεν ὄνομα τῷ Σίμωνι Πέτρον, 17 καὶ Ἰάκωβον τὸν τοῦ Ζε­βεδαίου καὶ Ἰωάννην τὸν ἀ­­­­δελφὸν τοῦ Ἰακώβου· καὶ ἐ­­­πέ­θηκεν αὐτοῖς ὀνόματα Βοανεργές, ὅ ἐστιν υἱοὶ βρον­τῆς· 18 καὶ Ἀνδρέαν καὶ Φίλιππον καὶ Βαρθολομαῖον καὶ Ματθαῖον καὶ Θωμᾶν καὶ Ἰά­κωβον τὸν τοῦ Ἀλφαίου καὶ Θαδδαῖον καὶ Σίμωνα τὸν Κα­νανίτην 19 καὶ Ἰούδαν Ἰσκαριώτην, ὃς καὶ παρέδωκεν αὐτόν. 20 Καὶ ἔρχονται εἰς οἶκον· καὶ συνέρχεται πάλιν ὄχλος, ὥστε μὴ δύνασθαι αὐτοὺς μηδὲ ἄρτον φαγεῖν. 21 καὶ ἀκούσαντες οἱ παρ᾿ αὐτοῦ ἐξῆλθον κρατῆσαι αὐ­τόν· ἔλεγον γὰρ ὅτι ἐξέστη.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ

13 Ὁ Ἰησοῦς ἔπειτα ἀνέβηκε σέ κάποιο γειτονικό βου­νό τῆς ὀροσειρᾶς πού βρίσκεται δυτικά τῆς Καπερναούμ, καί προσκάλεσε αὐτούς πού ἤθελε, κι αὐτοί πῆ­γαν κοντά του. 14 Καί ἐξέλεξε δώδεκα μαθητές, γιά νά εἶναι μαζί του καί γιά νά τούς ἀποστέλλει νά κηρύττουν 15 καί νά ἔχουν ἐξουσία καί δύναμη νά θεραπεύουν τίς ἀσθένειες καί νά βγάζουν τά δαιμόνια. 16 Κι ἔδωσε στό Σίμωνα νέο ὄνομα καί τόν ὀνόμασε Πέτρο, 17 καί ἐξέλεξε ἀκόμη τόν Ἰάκωβο τόν γιό τοῦ Ζεβεδαίου καί τόν Ἰωάννη τόν ἀδελφό τοῦ Ἰακώβου, καί τούς ἔδωσε στόν καθένα τό ὄνομα Βοανεργές, πού σημαίνει «παιδιά βροντῆς» (ἐπειδή αὐτοί, ἐνῶ συνήθως εἶχαν ἤρεμο χα­ρακτήρα, σέ ὁρισμένες περιπτώσεις ξε­σποῦσαν ξαφνικά σάν βροντή). 18 Ἐξέλεξε καί τόν Ἀνδρέα καί τόν Φίλιππο καί τόν Βαρ­θολομαῖο καί τόν Ματθαῖο καί τόν Θωμᾶ καί τόν Ἰάκωβο τόν γιό τοῦ Ἀλφαίου καί τόν Θαδδαῖο καί τόν Σίμωνα τόν Κανανίτη, ὄνομα πού σημαίνει «ζηλωτής», 19 καί τόν Ἰούδα τόν Ἰσκαριώτη, ὁ ὁποῖος καί τόν παρέδωσε στούς ἐχθρούς του. 20 Μετά ἔρχονται σέ κάποιο σπίτι τῆς Καπερναούμ. Καί μαζεύτηκε πάλι τόσο πολύς λαός, ὥστε νά μήν μπο­­ροῦν οὔτε ἄρτο νά φᾶνε. Διότι τά πλήθη καί εἶχαν κατακλύσει τό σπίτι ὁλό­κλη­ρο, ἀλλά καί στόν Ἰησοῦ δέν ἔδι­ναν και­ρό νά φάει. 21 Ὅταν λοιπόν ἄκουσαν οἱ δικοί του ὅτι εἶχε τόσο πο­λύ ἀ­­­πορ­ροφηθεῖ ἀπό τό ἔργο τῆς διδασκαλίας καί τῶν θαυ­­μάτων μέχρι σημείου νά μήν τρώει, βγῆκαν νά τόν πιάσουν καί νά τόν περιορίσουν. Διότι νόμιζαν ὅτι ἡ ­τό­σο μεγάλη προσήλωση στό ἔργο του ἦταν ἀπο­τέ­λε­σμα ψυχικῆς ἀσθένειας, κι ἔλεγαν ὅτι εἶναι ἐκτός ἑαυ­τοῦ κι ὅτι σάλευσε ὁ νοῦς του.