Εὐαγγέλιον: ἡμέρας, Τρ. ιγ΄ ἑβδ. Ματθαίου (Μάρκ. γ΄ 13-21)
13 Καὶ ἀναβαίνει εἰς τὸ ὄρος, καὶ προσκαλεῖται οὓς ἤθελεν αὐτός, καὶ ἀπῆλθον πρὸς αὐτόν. 14 καὶ ἐποίησε δώδεκα, ἵνα ὦσι μετ᾿ αὐτοῦ καὶ ἵνα ἀποστέλλῃ αὐτοὺς κηρύσσειν 15 καὶ ἔχειν ἐξουσίαν θεραπεύειν τὰς νόσους καὶ ἐκβάλλειν τὰ δαιμόνια· 16 καὶ ἐπέθηκεν ὄνομα τῷ Σίμωνι Πέτρον, 17 καὶ Ἰάκωβον τὸν τοῦ Ζεβεδαίου καὶ Ἰωάννην τὸν ἀδελφὸν τοῦ Ἰακώβου· καὶ ἐπέθηκεν αὐτοῖς ὀνόματα Βοανεργές, ὅ ἐστιν υἱοὶ βροντῆς· 18 καὶ Ἀνδρέαν καὶ Φίλιππον καὶ Βαρθολομαῖον καὶ Ματθαῖον καὶ Θωμᾶν καὶ Ἰάκωβον τὸν τοῦ Ἀλφαίου καὶ Θαδδαῖον καὶ Σίμωνα τὸν Κανανίτην 19 καὶ Ἰούδαν Ἰσκαριώτην, ὃς καὶ παρέδωκεν αὐτόν. 20 Καὶ ἔρχονται εἰς οἶκον· καὶ συνέρχεται πάλιν ὄχλος, ὥστε μὴ δύνασθαι αὐτοὺς μηδὲ ἄρτον φαγεῖν. 21 καὶ ἀκούσαντες οἱ παρ᾿ αὐτοῦ ἐξῆλθον κρατῆσαι αὐτόν· ἔλεγον γὰρ ὅτι ἐξέστη.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ
13 Ὁ Ἰησοῦς ἔπειτα ἀνέβηκε σέ κάποιο γειτονικό βουνό τῆς ὀροσειρᾶς πού βρίσκεται δυτικά τῆς Καπερναούμ, καί προσκάλεσε αὐτούς πού ἤθελε, κι αὐτοί πῆγαν κοντά του. 14 Καί ἐξέλεξε δώδεκα μαθητές, γιά νά εἶναι μαζί του καί γιά νά τούς ἀποστέλλει νά κηρύττουν 15 καί νά ἔχουν ἐξουσία καί δύναμη νά θεραπεύουν τίς ἀσθένειες καί νά βγάζουν τά δαιμόνια. 16 Κι ἔδωσε στό Σίμωνα νέο ὄνομα καί τόν ὀνόμασε Πέτρο, 17 καί ἐξέλεξε ἀκόμη τόν Ἰάκωβο τόν γιό τοῦ Ζεβεδαίου καί τόν Ἰωάννη τόν ἀδελφό τοῦ Ἰακώβου, καί τούς ἔδωσε στόν καθένα τό ὄνομα Βοανεργές, πού σημαίνει «παιδιά βροντῆς» (ἐπειδή αὐτοί, ἐνῶ συνήθως εἶχαν ἤρεμο χαρακτήρα, σέ ὁρισμένες περιπτώσεις ξεσποῦσαν ξαφνικά σάν βροντή). 18 Ἐξέλεξε καί τόν Ἀνδρέα καί τόν Φίλιππο καί τόν Βαρθολομαῖο καί τόν Ματθαῖο καί τόν Θωμᾶ καί τόν Ἰάκωβο τόν γιό τοῦ Ἀλφαίου καί τόν Θαδδαῖο καί τόν Σίμωνα τόν Κανανίτη, ὄνομα πού σημαίνει «ζηλωτής», 19 καί τόν Ἰούδα τόν Ἰσκαριώτη, ὁ ὁποῖος καί τόν παρέδωσε στούς ἐχθρούς του. 20 Μετά ἔρχονται σέ κάποιο σπίτι τῆς Καπερναούμ. Καί μαζεύτηκε πάλι τόσο πολύς λαός, ὥστε νά μήν μποροῦν οὔτε ἄρτο νά φᾶνε. Διότι τά πλήθη καί εἶχαν κατακλύσει τό σπίτι ὁλόκληρο, ἀλλά καί στόν Ἰησοῦ δέν ἔδιναν καιρό νά φάει. 21 Ὅταν λοιπόν ἄκουσαν οἱ δικοί του ὅτι εἶχε τόσο πολύ ἀπορροφηθεῖ ἀπό τό ἔργο τῆς διδασκαλίας καί τῶν θαυμάτων μέχρι σημείου νά μήν τρώει, βγῆκαν νά τόν πιάσουν καί νά τόν περιορίσουν. Διότι νόμιζαν ὅτι ἡ τόσο μεγάλη προσήλωση στό ἔργο του ἦταν ἀποτέλεσμα ψυχικῆς ἀσθένειας, κι ἔλεγαν ὅτι εἶναι ἐκτός ἑαυτοῦ κι ὅτι σάλευσε ὁ νοῦς του.