Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 24 Ἰανουαρίου 2021, ιδ΄ Λουκᾶ (Λουκ. ιη΄ 35-43)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐγένετο ἐν τῷ ἐγγίζειν τὸν ᾿Ιησοῦν εἰς ῾Ιεριχὼ τυφλός τις ἐκάθητο παρὰ τὴν ὁδὸν προσαιτῶν· ἀκούσας δὲ ὄχλου διαπορευομένου ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα. ἀπήγγειλαν δὲ αὐτῷ ὅτι ᾿Ιησοῦς ὁ Ναζωραῖος παρέρχεται. καὶ ἐβόησε λέγων· ᾿Ιησοῦ υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με. καὶ οἱ προάγοντες ἐπετίμων αὐτῷ ἵνα σιωπήσῃ· αὐτὸς δὲ πολλῷ μᾶλλον ἔκραζεν· υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με. σταθεὶς δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς ἐκέλευσεν αὐτὸν ἀχθῆναι πρὸς αὐτόν. ἐγγίσαντος δὲ αὐτοῦ ἐπηρώτησεν αὐτὸν λέγων· τί σοι θέλεις ποιήσω; ὁ δὲ εἶπε· Κύριε, ἵνα ἀναβλέψω. καὶ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτῷ· ἀνάβλεψον· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε. καὶ παραχρῆμα ἀνέβλεψε, καὶ ἠκολούθει αὐτῷ δοξάζων τὸν Θεόν· καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἰδὼν ἔδωκεν αἶνον τῷ Θεῷ.
Ἕνα ἀκόμη ἐντυπωσιακὸ θαῦμα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ περιγράφει ἡ Εὐαγγελικὴ περικοπὴ ποὺ ἀκούσαμε σήμερα. Θαῦμα ποὺ ἐπιτέλεσε σὲ ἕναν τυφλὸ ἄνθρωπο ποὺ ζητοῦσε ἐπίμονα τὸ φῶς του.
1. Μὲ πίστη καὶ ἐπιμονὴ
Πρὸς τὴν Ἱεριχὼ κατευθυνόταν ὁ Κύριος συνοδευόμενος ἀπὸ πολὺ πλῆθος λαοῦ. Κάπου ἐκεῖ, στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου στὴν εἴσοδο τῆς πόλεως βρισκόταν ὁ τυφλὸς καὶ ζητιάνευε. Ἄκουσε τὸν θόρυβο τοῦ κόσμου ποὺ πλησίαζε καὶ ζήτησε νὰ μάθει τί συμβαίνει. Ἐκεῖνοι ποὺ προπορεύονταν ἀπὸ τὸ πλῆθος, τὸν πληροφόρησαν ὅτι περνᾶ ἀπὸ ἐκεῖ ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος, ὅπως τὸν ἀποκαλοῦσαν. Σκίρτησε ἡ καρδιὰ τοῦ τυφλοῦ. Ὁ Ἰησοῦς, ὁ μεγάλος αὐτὸς Προφήτης ποὺ ἐπιτελεῖ ἀμέτρητα θαύματα σὲ κάθε πέρασμά του, ἦταν τώρα τόσο κοντά του. Δὲν ἔχασε τὴν εὐκαιρία. Τινάχθηκε ἐπάνω καὶ ἄρχισε νὰ φωνάζει μὲ ὅλη του τὴ δύναμη: «Ἰησοῦ υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με»! Ἰησοῦ, ἔνδοξε ἀπόγονε τοῦ Δαβίδ, ἐλέησέ με.
Οἱ ἄνθρωποι ποὺ συνόδευαν τὸν Χριστὸ ἐπέπληξαν τὸν τυφλὸ καὶ τοῦ ζήτησαν νὰ σιωπήσει. Θεωροῦσαν ὅτι μὲ τὶς φωνές του ἐνοχλοῦσε τὸν Κύριο. Ὅσο περισσότερο ὅμως τὸν μάλωναν καὶ τὸν ἐμπόδιζαν, τόσο πιὸ δυνατὰ ἐκεῖνος φώναζε: «Πολλῷ μᾶλλον ἔκραζεν· υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με». Δὲν ἔκανε πίσω. Δὲν ὑποχώρησε. Ἐπέμενε νὰ φωνάζει, διότι πίστευε ἀκράδαντα ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶχε τὴ δύναμη νὰ θεραπεύσει τὰ μάτια του, ὅτι θὰ τὸν συμπονοῦσε γιὰ τὴν ἄθλια κατάστασή του καὶ θὰ τοῦ χάριζε τὸ φῶς του.
Ἡ θερμότητα αὐτή, ἡ ἔνταση τῆς ψυχῆς καὶ ἡ ἐπιμονὴ ποὺ χαρακτήριζε τὴν ἱκεσία τοῦ τυφλοῦ τῆς Ἱεριχοῦς πρέπει νὰ διακρίνει καὶ κάθε δική μας ἱκεσία πρὸς τὸν Κύριο. Νὰ μὴ στεκόμαστε ἀδιάφοροι, ψυχροὶ καὶ ἀσυγκίνητοι κατὰ τὴν ἱερὴ ὥρα τῆς προσευχῆς. Οὔτε νὰ ἀπογοητευόμαστε, ὅταν προκύπτουν τυχὸν ἐμπόδια καὶ δὲν ἔρχεται αὐτὸ ποὺ ζητοῦμε ἀπὸ τὸν Θεό. Ἀλλὰ μὲ περισσότερο πόνο καὶ θερμότερη πίστη νὰ καταφεύγουμε τότε στὸν παντοδύναμο Κύριο καὶ νὰ Τοῦ καταθέτουμε κάθε ἀγωνία καὶ δυσκολία μας, μὲ τὴ βεβαιότητα ὅτι Ἐκεῖνος θὰ δώσει τὴ λύση.
2. Αἰτία δοξολογίας
Ἡ πίστη καὶ ἡ ἐπιμονὴ τοῦ τυφλοῦ εἶχαν θαυμαστὰ ἀποτελέσματα: Ὁ Κύριος ἄκουσε τὶς φωνές του, διέκοψε τὴν πορεία του καὶ ζήτησε νὰ τὸν φέρουν μπροστά Του. «Τί ζητᾶς; Τί θέλεις νὰ σοῦ κάνω;», τὸν ρώτησε τότε. Ὁ τυφλὸς ἀπάντησε μὲ πόνο καὶ λαχτάρα μαζί: «Κύριε, ἵνα ἀναβλέψω». Τὴν ὅρασή μου ζητῶ, Κύριε. Θεράπευσε τὰ μάτια μου, ὥστε νὰ ξαναβρῶ τὸ φῶς μου. «Ἀνάβλεψον», διέταξε ὁ Κύριος. Ἀφοῦ ζητᾶς μὲ τόσο πόθο τὸ φῶς σου, σοῦ τὸ χαρίζω!
Τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἔγινε τὸ συγκλονιστικὸ θαῦμα. Θεραπεύθηκαν τὰ μάτια τοῦ τυφλοῦ. Ἀπέκτησε τὴν ὅρασή του. Εἶδε τὸν κόσμο γύρω του· τὰ ἐντυπωσιασμένα πρόσωπα τῶν ἀνθρώπων, ποὺ μέχρι τότε ἄκουγε μόνο τὶς φωνές τους. Εἶδε τὰ χρώματα τῆς φύσεως, τὰ δένδρα, τὰ ἄνθη, τὸν ἀπέραντο οὐρανό, τὰ πουλιὰ νὰ πετοῦν, τὸ φῶς τοῦ ἥλιου. Ἀντίκρισε τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, τοῦ μεγάλου Εὐεργέτη του. Καὶ γεμάτος εὐγνωμοσύνη πλέον, Τὸν ἀκολούθησε δοξάζοντας τὸν Θεό. Μαζί του καὶ ὅλοι οἱ παρευρισκόμενοι ποὺ ἔζησαν τὸ ἐντυπωσιακὸ αὐτὸ θαῦμα.
Δὲν μποροῦμε, βέβαια, νὰ ἀντιληφθοῦμε ἀπόλυτα τὸ μέγεθος τῆς χαρᾶς ποὺ ἔνιωσε ὁ πρώην τυφλὸς μὲ τὸ θαῦμα ποὺ τοῦ ἔκανε ὁ Κύριος, διότι οἱ περισσότεροι ἀπὸ ἐμᾶς δὲν στερηθήκαμε ποτὲ τὴν αἴσθηση τῆς ὁράσεως. Ἀπὸ τὴ γέννησή μας ἀπολαμβάνουμε τὶς μορφὲς τῶν προσώπων καὶ τῶν ἀντικειμένων γύρω μας καὶ χαιρόμαστε τὴν πανέμορφη δημιουργία τοῦ Θεοῦ: τὸν ἥλιο, τὸ φῶς, τὸν ἔναστρο οὐρανό, τὴ ζωὴ νὰ ἀποτυπώνεται στοὺς ἀνθρώπους καὶ στὸν κόσμο ποὺ μᾶς περιβάλλουν.
Ἂς μὴν παραλείπουμε, λοιπόν, νὰ δοξολογοῦμε τὸν Θεὸ γιὰ τὸ ὑπέροχο αὐτὸ δῶρο του. Ἂς μὴν τὸ θεωροῦμε δεδομένο. Ἂς δοξάζουμε ὁλόψυχα τὸν Δημιουργό μας γιὰ ὅλα τὰ δῶρα του. Ὅπως ἀκριβῶς ἔπραξε ὁ πρώην τυφλὸς τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου: Ἀπέκτησε τὸ φῶς του καὶ ἀκολούθησε τὸν Χριστὸ δοξάζοντάς Τον.
Ἀκόμη ὅμως καὶ ἂν στερούμαστε κάποιοι ἀπὸ ἐμᾶς τὸ φῶς μας, καὶ πάλι νὰ δοξάζουμε τὸν Κύριο γιὰ τὶς ἄρρητες ὀμορφιὲς ποὺ θὰ ἀπολαύσουμε στὴν οὐράνια Βασιλεία του, ἐκεῖ ὅπου θὰ ἀτενίζουμε τὴν ἀπερίγραπτη σὲ κάλλος μορφή του.