Ταπείνωση

Ἀποστολικό Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 24 Ἰανουαρίου 2021, λα΄ ἐπιστολῶν (Α΄ Τιμ. α΄ 15-17)

Τέκνον Τιμόθεε, πιστὸς ὁ λόγος καὶ πάσης ἀποδοχῆς ἄξιος, ὅτι Χριστὸς ᾿Ιησοῦς ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον ἁμαρτωλοὺς σῶσαι, ὧν πρῶτός εἰμι ἐγώ· ἀλλὰ διὰ τοῦτο ἠλεήθην, ἵνα ἐν ἐμοὶ πρώτῳ ἐνδείξηται ᾿Ιησοῦς Χριστὸς τὴν πᾶσαν μακροθυμίαν, πρὸς ὑποτύπωσιν τῶν μελλόντων πιστεύειν ἐπ᾿ αὐτῷ εἰς ζωὴν αἰώνιον. Τῷ δὲ βασιλεῖ τῶν αἰώνων, ἀφθάρτῳ, ἀοράτῳ, μόνῳ σοφῷ Θεῷ, τιμὴ καὶ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων· ἀμήν.

«Χριστὸς Ἰησοῦς ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον ἁμαρτωλοὺς σῶσαι, ὧν πρῶτός εἰμι ἐγώ».

Στό σημερινό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς λέγει κάτι πού φαίνεται ἀδιανόητο στή δική μας λογική. Κάτι πού δέν μποροῦμε οὔτε νά τό πιστέψουμε οὔτε νά τό κατανοήσουμε. Μᾶς λέγει ὅτι ὁ ἴδιος εἶναι ὁ πρῶτος τῶν ἁμαρτωλῶν, ὁ πλέον ἁμαρτωλός ἄνθρωπος. Καί ποιός τό λέγει αὐτό; Ὁ Παῦλος, αὐτός πού ἔφθασε ἐν ζωῇ μέχρι τρίτου οὐρανοῦ, πού ἀνέβηκε σέ ὔψη ἀρετῆς, πού ὑπεβλήθη σέ ἀμέτρητες δοκιμασίες καί κόπους γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἀκατάληπτη αὐτή φράσι τοῦ ἀποστόλου Παύλου μᾶς δίνει τήν ἀφορμή νά δοῦμε, γιατί ὁ ὄντως ταπεινός ἄνθρωπος αἰσθάνεται ὡς πρῶτος τῶν ἁμαρτωλῶν, καί πῶς θά μπορέσουμε ἐμεῖς νά καλλιεργήσουμε μιά τέτοια ταπείνωσι.

1. Ο ΠΡΩΤΟΣ ΤΩΝ ΑΜΑΡΤΩΛΩΝ

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος εἶχε τό φρόνημα ὅτι εἶναι ὁ τε-λευταῖος τῶν ἁμαρτωλῶν, διότι κατανοεῖ πώς ὅλα τά χαρίσματα καί οἱ ἀρετές πού ἔχει δέν εἶναι δικά του, ἀλλά τοῦ Θεοῦ. Δικά του εἶναι μόνον τά λάθη του. Γι’ αὐτό καί στούς Γαλάτας λέγει ὁ θεῖος Παῦλος, «εἰ γὰρ δοκεῖ τις εἶναί τι μηδὲν ὤν, ἑαυτὸν φρεναπατᾷ» (Γαλ. στ΄3). Ὅποιος δηλαδή νομίζει ὅτι εἶναι κάτι ἐνῷ δέν εἶναι τίποτε ἐξαπατᾷ τόν ἑαυτό του. Κατανοεῖ ἀκόμη ὅτι χωρίς τήν χάρι τοῦ Θεοῦ εἶναι ἱκανός ὁ κάθε ἄν-θρωπος νά διαπράξῃ τά χειρότερα ἁμαρτήματα. Διότι γνωρίζει καλά ὅτι αὐτό πού ἀναδεικνύει τόν κάθε ἄνθρωπο δέν εἶναι ἡ δική του ἀξία, διάθεσι καί συμπεριφορά, ἀλλά ἡ ἀγάπη, ἡ χάρις καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Κατανοεῖ αὐτό πού ὁ ἴδιος ὁ Κύριος εἶπε ὅτι: «χωρίς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν».

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐπειδή ἀκριβῶς ἔχει βαθειά καί γνήσια ταπείνωσι, βλέπει καθαρά τόν ἑαυτό του καί τίποτε ἄλλο. Κατηγορεῖ τόν ἑαυτό του διότι ὁ ἴδιος «ἐδίωξε τήν ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ». Συναισθάνεται τήν ἄπειρη ἀπόστασι πού τόν χωρίζει ἀπό τόν πανάγιο Θεό. Καί ὅσο μέ τόν καιρό βαθαίνει στήν ἐνδοσκόπισή του αὐτή, τόσο περισσότερο σταδιακῶς αἰσθάνεται πώς εἶναι ἀκόμη πιό ἁμαρτωλός. Στήν Α΄ πρός Κορινθίους ἐπιστολή (ιε΄ 9-10) λέγει: «ἐγὼ γάρ εἰμι ὁ ἐλάχιστος τῶν ἀποστόλων, ὃς οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς καλεῖσθαι ἀπόστολος». Ἀρχικῶς δηλαδή ἀποκαλεῖ τόν ἑαυτό του ὡς τελευταῖο τῶν ἀποστόλων, θεωρεῖ ὅτι δέν ἀξίζει νά ὀνομάζεται ἀπόστολος καί πώς ὅ,τι καλό ἔχει, τό ἐπετέλεσε ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. Ἀργότερα στήν πρός Ἐφεσίους ἐπιστολή του (Ἐφ. γ΄8) ἀναφερόμενος στόν ἑαυτό του λέγει: «ἐμοὶ τῷ ἐλαχιστοτέρῳ πάντων τῶν ἁγίων». Ὀνομάζει τόν ἑαυτό του ὡς τόν πλέον ἐλάχιστο ἀπό ὅλους τούς χριστιανούς. Καί μετεγενεστέρως στό σημερινό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα ὀνο-μάζει τόν ἑαυτό του ὡς τῶν πρῶτο ὅλων τῶν ἁμαρτωλῶν. Αὐτή ἡ κλιμάκωσι τῶν χαρακτηρισμῶν πού δίνει ὁ θεῖος Παῦλος στόν ἑαυτό του δείχνουν ἀκριβῶς τήν πρόοδο πού ἔχει ὁ ἴδιος στό ταπεινό φρόνημα καί ἐξηγοῦν πώς ὁ ἴδιος αἰσθάνεται τελευταῖος. Διότι ὅπως ὁ ἄνθρωπος, ὅταν εἶναι βαρειά ἄρρωστος νιώθει τόν πόνο του τόσο δυνατό, ὥστε νομίζει ὅτι πονάει περισσότερο ἀπ’ ὅλους, ἔτσι καί ὁ ταπεινός ἄνθρωπος αἰσθάνεται τόν πόνο ἀπό τήν δική του ἀμαρτωλότητα ὡς τόν μεγαλύτερο πόνο, καί δέν ἀσχολεῖται μέ τήν ἀσθένεια τῶν ἄλλων. Ἔτσι βλέπει ὅλους τούς ἄλλους ὡς ὑγιεστέρους καί τόν ἑαυτό του ὡς ἔσχατον πάντων. Πῶς ὅμως θά μπορέσουμε κι ἐμεῖς νά ἀποκτήσουμε ἕνα τέτοιο φρόνημα;

2. ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΤΩΝ ΑΜΑΡΤΩΛΩΝ

Τό πρᾶγμα εἶναι ἁπλό ἀλλά καί δύσκολο. Θά πρέ-πει νά μαθητεύσουμε στό ταπεινό φρόνημα τοῦ ἀποστόλου Παύλου κάι ὅλων τῶν ἁγίων. Νά κοιτάζουμε δηλαδή τόν ἑαυτό μας καί μόνον αὐτόν γιά νά καταλάβουμε τά χάλια μας. Πῶς ὅμως θά μπορέσουμε αὐτό πρακτικῶς νά τό ἐπιτύχουμε; Νά κάνουμε ὅ,τι ἔκαναν οἱ ἄγιοι: ὅσο πλησίαζαν πρός τόν Χριστό καί τό φῶς του, τόσο καθαρότερα ἔβλεπαν τίς ἀδυναμίες τους. Ἔτσι συμβαίνει καί σέ κάθε ἄνθρωπο. Ὅσο ἀπομακρύνεται ἀπό τό σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας καί πλησιάζει πρός τό ἄπλετο φῶς τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, τόσο πιό εὐκρι-νῶς διακρίνει τά ἀμέτρητα ἁμαρτήματά του τίς πολλές του ἀδυναμίες, ἀκόμη καί στίς λεπτομέρειες. Ἔτσι λοιπόν κι ἐμεῖς, ὅσο θά πλησιάζουμε τό φῶς τῆς ἀλήθειας καί τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ τόσο καθαρότερα θά διακρίνουμε τό ἀπύθμενο βάθος τῆς ἁμαρτωλότητός μας.

Σ’ αὐτό θά μᾶς βοηθήσῃ πολύ τόν νά δεχόμαστε πρόθυμα καί ταπεινά νά μᾶς κάνουν οἱ ἄλλοι ὑποδείξεις. Διότι μόνοι μας δέν μποροῦμε νά συνειδητοποι-ήσουμε εὔκολα τά λάθη κάι τίς ἀδυναμίες μας. Οἱ ἄλλοι ὅμως μποροῦν νά μᾶς βοηθήσουν καθοριστικά νά δοῦμε τόν πραγματικό ἑαυτό μας. Τέλος ἡ προσευχή μας εἶναι ὁ καλύτερος καθρέπτης πού μᾶς ἀποκα-λύπτει τήν πνευμαιτκή μας πτωχεία, τήν μεγάλη μας ἁμαρτωλότητα.

***

Ἀδελφοί, ἄς κάνουμε ἕνα βῆμα στό μεγάλο αὐτό θέμα τῆς ταπεινώσεως. Μπορεῖ βέβαια νά μή δοῦμε ἄμεσα ἀποτελέσματα. Αὐτό ὅμως πού ἀσφαλῶς θά συνειδητοποιήσουμε εἶναι ὅτι ἔχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας. Καί αὐτό πού σίγουρα θά κερδίσουμε εἶναι ὅτι θά πάψουμε νά κατακρίνουμε καί νά ἀναστατωνόμαστε ἀπό τά λάθη τῶν ἄλλων, θά γίνῃ ἡ ζωή μας εἰρηνική καί ὄμορφη. Μέσα στήν χάρι τοῦ Θεοῦ πού ἔρχεται καί σκεπάζει καί χαριτώνει τούς ταπεινούς.