Εὐαγγέλιον: ἡμέρας, Παρ. ιδ΄ ἑβδ. Ματθαίου (Μάρκ. ε΄ 22-24, 35-ς΄1)
22 Καὶ ἔρχεται εἷς τῶν ἀρχισυναγώγων, ὀνόματι Ἰάειρος, καὶ ἰδὼν αὐτὸν πίπτει πρὸς τοὺς πόδας αὐτοῦ 23 καὶ παρεκάλει αὐτὸν πολλά, λέγων ὅτι τὸ θυγάτριόν μου ἐσχάτως ἔχει, ἵνα ἐλθὼν ἐπιθῇς αὐτῇ τὰς χεῖρας, ὅ-πως σωθῇ καὶ ζήσεται. 24 καὶ ἀπῆλθε μετ᾿ αὐτοῦ· καὶ ἠκολούθει αὐτῷ ὄχλος πολύς[…].
35 […] ἔρχονται ἀπὸ τοῦ ἀρχισυναγώγου λέγοντες ὅτι ἡ θυγάτηρ σου ἀπέθανε· τί ἔτι σκύλλεις τὸν διδάσκαλον; 36 ὁ δὲ Ἰησοῦς εὐθέως ἀκούσας τὸν λόγον λαλούμενον λέγει τῷ ἀρχισυναγώγῳ· μὴ φοβοῦ, μόνον πίστευε. 37 καὶ οὐκ ἀφῆκεν αὑτῷ οὐδένα συνακολουθῆσαι εἰ μὴ Πέτρον καὶ Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην τὸν ἀδελφὸν Ἰακώβου. 38 καὶ ἔρχεται εἰς τὸν οἶκον τοῦ ἀρχισυναγώγου, καὶ θεωρεῖ θόρυβον, καὶ κλαίοντας καὶ ἀλαλάζοντας πολλά, 39 καὶ εἰσελθὼν λέγει αὐτοῖς· τί θορυβεῖσθε καὶ κλαίετε; τὸ παιδίον οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει. καὶ κατεγέλων αὐτοῦ. 40 ὁ δὲ ἐκβαλὼν πάντας παραλαμβάνει τὸν πατέρα τοῦ παιδίου καὶ τὴν μητέρα καὶ τοὺς μετ᾿ αὐτοῦ, καὶ εἰσπορεύεται ὅπου ἦν τὸ παιδίον ἀνακείμενον, 41 καὶ κρατήσας τῆς χειρὸς τοῦ παιδίου λέγει αὐτῇ· ταλιθά, κοῦμι· ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον, τὸ κοράσιον, σοὶ λέγω, ἔγειρε. 42 καὶ εὐθέως ἀνέστη τὸ κοράσιον καὶ περιεπάτει· ἦν γὰρ ἐτῶν δώδεκα. καὶ ἐξέστησαν ἐκστάσει μεγάλῃ. 43 καὶ διεστείλατο αὐτοῖς πολλὰ ἵνα μηδεὶς γνῷ τοῦτο· καὶ εἶπε δοθῆναι αὐτῇ φαγεῖν.
ς΄ 1 Καὶ ἐξῆλθεν ἐκεῖθεν καὶ ἦλθεν εἰς τὴν πατρίδα ἑαυτοῦ· καὶ ἀκολουθοῦσιν αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ
22 Ἔρχεται τότε ἕνας ἀπό τούς ἄρχοντες τῆς συναγωγῆς πού λεγόταν Ἰάειρος, κι ὅταν τόν εἶδε, ἔπεσε γονατιστός μπροστά στά πόδια του. 23 Κι ἄρχισε νά τόν παρακαλεῖ πολύ λέγοντας ὅτι ἡ μικρή μου κόρη βρίσκεται στά τελευταῖα της. Σέ παρακαλῶ λοιπόν, ἔλα νά βάλεις πάνω της τά χέρια σου γιά νά γιατρευθεῖ ἀπό τήν ἀρρώστια της καί νά ζήσει. 24 Κι ὁ Ἰησοῦς πῆγε μαζί του. Πολύς λαός τότε ἄρχισε νά τόν ἀκολουθεῖ […].
35 […] ἔρχονται ἄνθρωποι ἀπό τό σπίτι τοῦ ἀρχισυναγώγου λέγοντάς του ὅτι ἡ κόρη σου πέθανε. Γιατί ἐνοχλεῖς ἀκόμη τόν Διδάσκαλο καί τόν βάζεις στόν κόπο νά ἔλθει ἐκεῖ; 36 Ὁ Ἰησοῦς ὅμως, ἀμέσως μόλις ἄκουσε νά λένε τά λόγια αὐτά, λέει στόν ἀρχισυνάγωγο: Μή φοβᾶσαι, μόνο ἐξακολούθησε νά πιστεύεις στή δύναμή μου. 37 Καί δέν ἄφησε κανένα νά τόν ἀκολουθήσει παρά μόνο τόν Πέτρο καί τόν Ἰάκωβο καί τόν Ἰωάννη τόν ἀδελφό τοῦ Ἰακώβου. 38 Κι ἔρχεται στό σπίτι τοῦ ἀρχισυναγώγου καί βλέπει θόρυβο κι ἀναστάτωση καί ἀνθρώπους νά κλαῖνε καί νά θρηνοῦν δυνατά. 39 Κι ἀφοῦ μπῆκε στό σπίτι, τούς εἶπε: Γιατί μέ τούς θρήνους σας κάνετε τόσο θόρυβο καί κλαῖτε; Τό παιδί δέν πέθανε, ἀλλά κοιμᾶται. Κι ἐκεῖνοι τόν περιγελοῦσαν. 40 Αὐτός ὅμως, ἀφοῦ τούς ἔβγαλε ὅλους ἔξω, παίρνει μαζί του τόν πατέρα τοῦ κοριτσιοῦ καί τή μητέρα καί τούς τρεῖς μαθητές πού ἦταν μαζί του, καί μπαίνει ἐκεῖ πού ἦταν τό παιδί ξαπλωμένο. 41 Τότε ἔπιασε τό χέρι τοῦ παιδιοῦ καί τοῦ λέει: «Ταλιθά, κοῦμι», πού σημαίνει: Κοριτσάκι, σέ σένα μιλῶ, σήκω. 42 Κι ἀμέσως σηκώθηκε τό κοριτσάκι κι ἄρχισε νά περπατᾶ. Διότι δέν ἦταν πολύ μικρό, ἀλλά δώδεκα ἐτῶν καί εἶχε ἡλικία ἀρκετή ὥστε νά περπατᾶ ἐλεύθερα. Καί γέμισαν ὅλοι μέ ἔκπληξη καί θαυμασμό μεγάλο. 43 Καί τούς διέταξε αὐστηρά καί ἔντονα νά μή μάθει κανείς τό θαῦμα αὐτό. Κι ἐπειδή τό κοριτσάκι λόγῳ τῆς ἀσθενείας του εἶχε μείνει ἀρκετές ἡμέρες νηστικό, εἶπε νά τοῦ δώσουν νά φάει.
ς΄ 1 Κατόπιν ἀναχώρησε ἀπό ἐκεῖ καί ἦλθε στήν πατρίδα του, τή Ναζαρέτ. Καί οἱ μαθητές του τόν ἀκολούθησαν.