Ἀποστολικό Ἀνάγνωσμα (1/2)

Ἀπόστολος: τοῦ μάρτυρος, Σεπτ. 2 (Ῥωμ. η΄ 28-39)

28 Οἴδαμεν δὲ ὅτι τοῖς ἀγα­πῶσι τὸν Θεὸν πάντα συν­εργεῖ εἰς ἀγαθόν, τοῖς κατὰ πρόθεσιν κλητοῖς οὖ­σιν· 29 ὅτι οὓς προέγνω, καὶ προώρισε συμμόρφους τῆς εἰκόνος τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, εἰς τὸ εἶναι αὐτὸν πρωτότοκον ἐν πολλοῖς ἀδελφοῖς· 30 οὓς δὲ προώρισε, τού­τους καὶ ἐκάλεσε, καὶ οὓς ἐκάλεσε, τούτους καὶ ἐδι­καίωσεν, οὓς δὲ ἐδικαί­ωσε, τούτους καὶ ἐδόξασε. 31 Τί οὖν ἐροῦμεν πρὸς ταῦ­τα; εἰ ὁ Θεὸς ὑπὲρ ἡμῶν, τίς καθ᾿ ἡμῶν; 32 ὅς γε τοῦ ἰδίου υἱοῦ οὐκ ἐφείσατο, ἀλλ᾿ ὑπὲρ ἡμῶν πάντων παρέδωκεν αὐτόν, πῶς οὐχὶ καὶ σὺν αὐτῷ τὰ πάντα ἡμῖν χαρίσεται; 33 τίς ἐγκαλέσει κατὰ ἐκ­λεκτῶν Θεοῦ; Θεὸς ὁ δι­καιῶν· 34 τίς ὁ κατακρίνων; Χρι­στὸς ὁ ἀποθανών, μᾶλ­λον δὲ καὶ ἐγερθείς, ὃς καὶ ἔστιν ἐν δεξιᾷ τοῦ Θεοῦ, ὃς καὶ ἐντυγχάνει ὑπὲρ ἡμῶν. 35 τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; θλῖψις ἢ στενοχωρία ἢ διωγμὸς ἢ λιμὸς ἢ γυμνότης ἢ κίνδυνος ἢ μάχαιρα; 36 καθὼς γέγραπται ὅτι ἕνεκά σου θανατούμεθα ὅλην τὴν ἡμέραν· ἐλο­γίσθη­μεν ὡς πρόβατα σφαγῆς. 37 ἀλλ᾿ ἐν τούτοις πᾶσιν ὑπερνικῶμεν διὰ τοῦ ἀγα­πήσαντος ἡμᾶς. 38 πέπεισμαι γὰρ ὅτι οὔτε θάνατος οὔτε ζωὴ οὔτε ἄγ-γελοι οὔτε ἀρχαὶ οὔτε δυνάμεις οὔτε ἐνεστῶτα οὔτε μέλλοντα 39 οὔτε ὕψωμα οὔτε βάθος οὔτε τις κτίσις ἑτέρα δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ

28 Ναί. Στενάζουμε, ἀλλά γνωρίζουμε ὅτι σ’ ἐκείνους πού ἀγαποῦν τόν Θεό ὅλα συνεργοῦν γιά τό καλό τους. Αὐτοί κλήθηκαν σύμφωνα μέ τήν προαιώνια ἀπό­­φα­ση τοῦ Θεοῦ καί δέχθηκαν τή σωτήρια κλήση. Πῶς λοιπόν νά μή συνεργοῦν ὅλα γιά τό καλό τους; 29 Αὐτοί δέν εἶναι τυχαῖα πρόσωπα. Διότι ἐκείνους πού μέ τήν παγγνωσία του προγνώρισε ὁ Θεός ὡς ἄ­­ξι­­­­­­­­­­ους, αὐ­­τούς καί προόρισε νά γίνουν ὅμοιοι καί νά ἀπο­­­­­κτή­σουν τήν ἴδια πνευματική μορφή μέ τήν ἁγία καί ἔν­­­δο­­­­­­­­ξη εἰκό­­­να τοῦ Υἱοῦ του. Νά μοιάσουν δηλαδή μέ τό χα­ρα­­­κτή­­­­ρα, τήν ἁγιότητα, ἀλλά καί τήν ἔνδοξη κα­­­­τά­στα­ση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, γιά νά εἶναι αὐτός πρωτό­­­­­­το­κος ἀνά­­μεσα σέ πολλούς ἀδελφούς. 30 Καί ὅσους προγνώρισε ὁ Θεός ὡς ἄξιους καί ἔθεσε σ’ αὐτούς ἕναν τέτοιο προορισμό, αὐτούς κατά φυσική συνέπεια καί κάλεσε μέ τό κήρυγμα στήν πίστη· κι αὐτούς πού κάλεσε καί οἱ ὁποῖοι ἀποδέχθηκαν τήν κλήση, τούς κατέστησε καί δίκαιους· ὅσους πάλι δικαίωσε, αὐτούς καί κατέστησε κληρονόμους τῆς αἰώνιας δόξας. 31 Τί λοιπόν θά ποῦμε ὡς συμπέρασμα γι’ αὐτά πού μᾶς χάρισε ὁ Θεός; Ἄν ὁ Θεός εἶναι μέ τό μέρος μας, προστάτης μας καί ὑπερασπιστής μας, ποιός θά εἶναι ἐνα­ντίον μας; Κανείς, ὁποιοσδήποτε κι ἄν θελήσει νά μᾶς βλά­ψει. 32 Αὐτός ὁ ὁποῖος δέν λυπήθηκε τόν ἴδιο τό μονογενή Υἱό του, ἀλλά γιά χάρη ὅλων μας τόν παρέδωσε σέ θά­νατο, πῶς δέν θά μᾶς χαρίσει μαζί μ’ αὐτόν καί ὅλες τίς χάριτες πού εἶναι ἀπαραίτητες γιά τή σωτηρία μας; Ἀφοῦ μᾶς χάρισε τόν Υἱό του, δέν θά μᾶς χαρίσει καί ὅλα τά ἄλλα πού χρειαζόμαστε γιά νά σωθοῦμε; 33 Ποιός θά βρεθεῖ κατήγορος ἐναντίον ἐκείνων πού ὁ Θεός διάλεξε; Ἀπολύτως κανείς. Διότι ὁ ἴδιος ὁ Θεός συγ­χωρεῖ τίς ἁμαρτίες μας καί μᾶς δικαιώνει. 34 Ποιός θά μᾶς κατακρίνει καί ποιανοῦ ἡ καταδικαστική ἀπόφαση ἐναντίον μας θά μπορέσει νά σταθεῖ; Κανε­νός. Διότι ὁ Χριστός κι ὄχι κανείς ἄλλος πέθανε γιά μᾶς. Κι ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλά, πολύ περισσότερο, καί ἀνα­­στήθηκε ἀπό τούς νεκρούς γιά μᾶς. Αὐτός καί εἶναι ἐν­­­θρο­νισμένος στά δεξιά τοῦ Θεοῦ καί μεσιτεύει στόν Πα­τέρα του γιά χάρη μας. 35 Τέτοια ἀγάπη ἔδειξε σέ μᾶς ὁ Χριστός. Ποιός λοιπόν θά μπορέσει νά μᾶς χωρίσει ἀπό τήν ἀγάπη αὐτή πού μᾶς ἔχει ὁ Χριστός; Μήπως θά μᾶς καταστήσει λιγότερο ἀγαπητούς στό Χριστό ἤ μήπως θά μᾶς χωρίσει ἀπ’ αὐτόν θλίψη ἀπό ἐξωτερικές περιστάσεις, ἤ στενο­­­­χώρια καί ἐσωτερική πίεση τῶν καρδιῶν μας, ἤ διωγ­μός ἤ πείνα ἤ γύμνια καί ἔλλειψη ρούχων, ἤ κίνδυνος, ἤ μαχαίρι πού νά μᾶς φοβερίζει μέ σφαγή; 36 Ναί. Καί μέ σφαγή καί μέ θάνατο θά μᾶς φοβερίσουν σύμφωνα μ’ ἐκεῖνο πού ἔχει γραφεῖ στούς θεόπνευστους ψαλμούς, ὅτι γιά σένα, Κύριε, κινδυνεύουμε διαρ­κῶς νά πεθάνουμε κάθε μέρα τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας. Θεωρηθήκαμε ἀπό τούς διῶκτες μας ὡς πρόβατα προ­­­ορισμένα γιά σφαγή. 37 Ἀλλά ὅλα αὐτά τά ὑπερνικοῦμε μέ τή βοήθεια τοῦ Χρι­στοῦ, ὁ ὁποῖος μᾶς ἀγάπησε, καί ἐξαιτίας τῆς ἀγά­­πης του δέν μᾶς ἀφήνει ἀπροστάτευτους στούς κινδύνους καί τίς δύσκολες αὐτές περιστάσεις. 38 Ναί. Τά ὑπερνικοῦμε ὅλα. Διότι εἶμαι πεπεισμένος ὅτι οὔτε θάνατος, μέ τόν ὁποῖο ἐνδεχομένως θά μᾶς φο­­­βερίσουν, οὔτε ζωή, μέ τήν ὁποία μᾶς ὑπόσχονται ὁποι­­αδήποτε εὐτυχία, οὔτε τά τάγματα τῶν οὐράνιων πνευ­­μάτων, οὔτε οἱ ἄγγελοι δηλαδή, οὔτε οἱ ἀρχές, οὔ­τε οἱ δυνάμεις, ἀλλά οὔτε καί οἱ περιστάσεις καί τά γεγονότα τοῦ παρόντος, οὔτε τά μελλοντικά γεγονότα, 39 οὔτε οἱ ἔνδοξες ἐπιτυχίες πού ὑψώνουν τόν ἄνθρωπο πολύ, οὔτε οἱ ἄδοξες ταπεινώσεις πού τόν κα­ταρ­­­ρίπτουν σέ μεγάλα βάθη, οὔτε ὁποιαδήποτε ἄλλη κτίση διαφορετική ἀπ’ αὐτή πού βλέπουμε θά μπορέσει νά μᾶς χωρίσει καί νά μᾶς ἀπομακρύνει ἀπό τήν ἀγάπη πού μᾶς ἔδειξε ὁ Θεός μέσῳ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυ­ρί­­ου μας, καί ἡ ὁποία μᾶς κρατᾶ στενά συνδεδεμένους μαζί του καί ἰδιαιτέρως προστατευομένους του.