Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 7 Φεβρουαρίου 2021, ΙΣΤ΄ Ματθαίου (Ματθ. κε΄ 14-30)
Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· ἄνθρωπός τις ἀποδημῶν ἐκάλεσε τοὺς ἰδίους δούλους καὶ παρέδωκεν αὐτοῖς τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῦ, καὶ ᾧ μὲν ἔδωκε πέντε τάλαντα, ᾧ δὲ δύο, ᾧ δὲ ἕν, ἑκάστῳ κατὰ τὴν ἰδίαν δύναμιν, καὶ ἀπεδήμησεν εὐθέως. πορευθεὶς δὲ ὁ τὰ πέντε τάλαντα λαβὼν εἰργάσατο ἐν αὐτοῖς καὶ ἐποίησεν ἄλλα πέντε τάλαντα. ὡσαύτως καὶ ὁ τὰ δύο ἐκέρδησε καὶ αὐτὸς ἄλλα δύο. ὁ δὲ τὸ ἓν λαβὼν ἀπελθὼν ὤρυξεν ἐν τῇ γῇ καὶ ἀπέκρυψε τὸ ἀργύριον τοῦ κυρίου αὐτοῦ. μετὰ δὲ χρόνον πολὺν ἔρχεται ὁ κύριος τῶν δούλων ἐκείνων καὶ συναίρει μετ᾿ αὐτῶν λόγον. καὶ προσελθὼν ὁ τὰ πέντε τάλαντα λαβὼν προσήνεγκεν ἄλλα πέντε τάλαντα λέγων· κύριε, πέντε τάλαντά μοι παρέδωκας· ἴδε ἄλλα πέντε τάλαντα ἐκέρδησα ἐπ᾿ αὐτοῖς. ἔφη αὐτῷ ὁ κύριος αὐτοῦ· εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ! ἐπὶ ὀλίγα ἦς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σε καταστήσω· εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου. προσελθὼν δὲ καὶ ὁ τὰ δύο τάλαντα λαβὼν εἶπε· κύριε, δύο τάλαντά μοι παρέδωκας· ἴδε ἄλλα δύο τάλαντα ἐκέρδησα ἐπ᾿ αὐτοῖς. ἔφη αὐτῷ ὁ κύριος αὐτοῦ· εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ! ἐπὶ ὀλίγα ἦς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σε καταστήσω· εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου. προσελθὼν δὲ καὶ ὁ τὸ ἓν τάλαντον εἰληφὼς εἶπε· κύριε, ἔγνων σε ὅτι σκληρὸς εἶ ἄνθρωπος, θερίζων ὅπου οὐκ ἔσπειρας καὶ συνάγων ὅθεν οὐ διεσκόρπισας· καὶ φοβηθεὶς ἀπελθὼν ἔκρυψα τὸ τάλαντόν σου ἐν τῇ γῇ· ἴδε ἔχεις τὸ σόν. ἀποκριθεὶς δὲ ὁ κύριος αὐτοῦ εἶπεν αὐτῷ· πονηρὲ δοῦλε καὶ ὀκνηρέ! ᾔδεις ὅτι θερίζω ὅπου οὐκ ἔσπειρα καὶ συνάγω ὅθεν οὐ διεσκόρπισα! ἔδει οὖν σε βαλεῖν τὸ ἀργύριόν μου τοῖς τραπεζίταις, καὶ ἐλθὼν ἐγὼ ἐκομισάμην ἂν τὸ ἐμὸν σὺν τόκῳ. ἄρατε οὖν ἀπ᾿ αὐτοῦ τὸ τάλαντον καὶ δότε τῷ ἔχοντι τὰ δέκα τάλαντα. τῷ γὰρ ἔχοντι παντὶ δοθήσεται καὶ περισσευθήσεται, ἀπὸ δὲ τοῦ μὴ ἔχοντος καὶ ὃ ἔχει ἀρθήσεται ἀπ᾿ αὐτοῦ· καὶ τὸν ἀχρεῖον δοῦλον ἐκβάλετε εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων. ταῦτα λέγων ἐφώνει· ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω.
1. Ἡ ἀξιοποίηση τῶν ταλάντων
Σκόπευε νὰ ταξιδέψει ὁ ἄρχοντας τῆς παραβολῆς, ποὺ ἀκούσαμε σήμερα στὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο. Γι᾿ αὐτὸ καὶ κάλεσε τοὺς ὑπηρέτες του γιὰ νὰ τοὺς ἐμπιστευθεῖ τὰ ὑπάρχοντά του. Τὰ μοίρασε ἀνάλογα μὲ τὴν ἱκανότητα ποὺ εἶχε ὁ καθένας γιὰ νὰ τὰ διαχειρισθεῖ. Σὲ ἄλλον ἔδωσε πέντε τάλαντα, δηλαδὴ ποσὸ μεγάλης ἀξίας, σὲ ἄλλον δύο, σὲ ἄλλον ἕνα, καὶ ἀναχώρησε.
Χωρὶς νὰ χάνουν καιρὸ οἱ δύο πρῶτοι δοῦλοι, ἄρχισαν μὲ προθυμία καὶ ἐπιμέλεια νὰ ἐργάζονται μὲ τὰ τάλαντα ποὺ τοὺς ἐμπιστεύθηκε ὁ ἄρχοντας. Κοπίασαν, ἔτρεξαν, κουράσθηκαν καὶ τὰ διπλασίασαν. Ὁ πρῶτος κέρδισε ἄλλα πέντε τάλαντα κι ὁ δεύτερος ἄλλα δύο. Ὁ τρίτος δοῦλος ὅμως δὲν ἔκανε τὸ ἴδιο. Δὲν ἀξιοποίησε τὸ τάλαντό του. Ἀντίθετα, «ὤρυξεν ἐν τῇ γῇ καὶ ἀπέκρυψε τὸ ἀργύριον τοῦ κυρίου αὐτοῦ». Ἔσκαψε δηλαδὴ στὴ γῆ καὶ ἔκρυψε ἐκεῖ τὸ τάλαντο ποὺ τοῦ ἐμπιστεύθηκε ὁ κύριός του. Νόμιζε ὅτι τὸ ἀσφάλισε. Στὴν πραγματικότητα ὅμως τὸ περιφρόνησε, τὸ ἀχρήστευσε.
Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μ᾿ ἐμᾶς τοὺς ἀνθρώπους. Μᾶς ἔχει τιμήσει πολὺ ὁ Κύριος καὶ ἔχει ἐμπιστευθεῖ στὸν καθένα μας τάλαντα, δηλαδὴ πολύτιμα χαρίσματα γιὰ νὰ ἐργασθοῦμε μὲ αὐτὰ καὶ νὰ τὰ ἀξιοποιήσουμε. Σὲ κάποιον ἔχει δώσει δυνατὸ σῶμα, σὲ ἄλλον εὐφυΐα καὶ ὀξυδέρκεια στὴ σκέψη· ἄλλος ἔχει ἔφεση στὶς τέχνες, ἄλλος τὴν ἱκανότητα νὰ παρηγορεῖ τοὺς πονεμένους, ἄλλος τὴ χαρὰ μιᾶς εὐλογημένης οἰκογένειας, ἄλλος τὸ χάρισμα νὰ μιλᾶ γιὰ τὸν Θεό.
Σὲ κάποιους ἔχει δώσει ὑλικὰ πλούτη, σὲ ἄλλους χαρίσματα πνευματικά. Εἴτε ἔχουμε λάβει ἕνα τάλαντο εἴτε περισσότερα, εἴτε εἶναι ὑλικὰ τὰ χαρίσματά μας εἴτε πνευματικά, εἴτε φαίνονται στοὺς ἀνθρώπους εἴτε εἶναι ἀφανή, ὅλοι ἔχουμε χαρίσματα. Δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος ποὺ νὰ μὴν τὸν ἔχει προικίσει ὁ Θεός. Ἂς Τὸν εὐγνωμονοῦμε, λοιπόν, γιὰ ὅσα μᾶς ἔχει ἐμπιστευθεῖ κι ἂς ἐργαζόμαστε νὰ τὰ καλλιεργήσουμε.
2. Ἡ ἀμοιβὴ τῶν κόπων
Ὅταν ἔπειτα ἀπὸ καιρὸ ὁ ἄρχοντας τῆς παραβολῆς ἐπέστρεψε ἀπὸ τὸ ταξίδι του, κάλεσε τοὺς ὑπηρέτες γιὰ νὰ μάθει τί ἔκαναν μὲ τὰ τάλαντα ποὺ τοὺς ἐμπιστεύθηκε. Παρουσιάσθηκε τότε ἐκεῖνος ποὺ πῆρε τὰ πέντε τάλαντα καὶ τοῦ παρέδωσε καὶ τὰ ἐπιπλέον πέντε ποὺ κέρδισε μὲ τὴν ἐργασία του. Μὲ ἱκανοποίηση τότε τὸν ἀντάμειψε ὁ Κύριος καὶ τοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι, ἐπειδὴ φάνηκε στὰ λίγα πιστός, θὰ τὸν ἀμείψει μὲ πολλά, καὶ τὸν κατέστησε μέτοχο τῆς δικῆς του χαρᾶς. Τὴν ἴδια πλούσια ἀμοιβὴ χάρισε καὶ στὸν δεύτερο δοῦλο, ὅταν κι ἐκεῖνος τοῦ παρέδωσε τὰ κέρδη ἀπὸ τὴν ἐργασία του.
Τέλος, ἦλθε καὶ ἡ σειρὰ τοῦ τρίτου δούλου. Τί νὰ παρουσιάσει ὅμως ἐκεῖνος; Ἄρχισε μὲ ἀγένεια καὶ αὐθάδεια νὰ δικαιολογεῖται γιὰ τὴν ἀμέλειά του: Κύριε, σὲ κατάλαβα ὅτι εἶσαι ἄνθρωπος σκληρός, διότι θερίζεις ἐκεῖ ποὺ δὲν ἔσπειρες καὶ μαζεύεις στὴν ἀποθήκη σου ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ δὲν σκόρπισες καὶ δὲν λίχνισες. Καὶ ἐπειδὴ φοβήθηκα, πῆγα κι ἔκρυψα τὸ τάλαντό σου μέσα στὴ γῆ. Ὁρίστε, πάρε το πίσω.
Τότε μὲ δίκαιη αὐστηρότητα τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ Κύριος: Δοῦλε κακὲ καὶ τεμπέλη, ἀφοῦ γνώριζες ὅτι εἶμαι τέτοιος σκληρός, γιατὶ δὲν κατέθεσες τὸ τάλαντό μου στοὺς τραπεζίτες γιὰ νὰ τὸ πάρω πίσω μὲ τόκο;
Τοῦ ἀφαίρεσε τότε τὸ τάλαντο καὶ τὸ ἔδωσε σ᾿ ἐκεῖνον ποὺ εἶχε τὰ δέκα τάλαντα, τονίζοντας ὅτι καθένας ποὺ μὲ ἐπιμέλεια αὔξησε τὸ χάρισμα ποὺ τοῦ δόθηκε, θὰ πάρει κι ἄλλα καὶ θὰ τοῦ περισσεύσουν, ἐνῶ ἀπὸ τὸν ἀμελὴ δοῦλο θὰ ἀφαιρεθοῦν κι ἐκεῖνα ποὺ τοῦ δόθηκαν ἀρχικά, ἀλλὰ τὰ ἄφησε ἀνεκμετάλλευτα. Διέταξε κατόπιν νὰ διώξουν μακριά του τὸν ἄχρηστο δοῦλο, στὸ πιὸ μακρινὸ καὶ ἀπελπιστικὸ σκοτάδι, ἐκεῖ ποὺ ἐπικρατεῖ τὸ ἀπαρηγόρητο κλάμα καὶ τὸ τρίξιμο τῶν δοντιῶν. Τί πλούσια ἀμοιβὴ ἔλαβαν ἀπὸ τὸν ἄρχοντα οἱ δύο πρῶτοι ἐπιμελεῖς δοῦλοι καὶ τί βαριὰ καταδίκη ὁ τρίτος ποὺ ἦταν ράθυμος καὶ τεμπέλης!
Ἡ παρούσα ζωή, λοιπόν, δὲν εἶναι καιρὸς ἀμέλειας καὶ τεμπελιᾶς, ἀλλὰ μιὰ χρυσὴ εὐκαιρία νὰ ἐργασθοῦμε καὶ νὰ καλλιεργήσουμε τὰ χαρίσματα ποὺ μᾶς ἔχει δώσει ὁ Θεὸς γιὰ τὸ δικό μας καλὸ καὶ γιὰ τὴν ὠφέλεια τῶν συνανθρώπων μας. Νὰ ἐλεοῦμε μὲ τὰ χρήματά μας, νὰ παρηγοροῦμε μὲ τὸν λόγο μας, νὰ διακονοῦμε τὴν Ἐκκλησία κατὰ τίς δυνατότητές μας, ὥστε νὰ ἀκούσουμε κι ἐμεῖς τὸν ἐπαινετικὸ λόγο τοῦ Κυρίου: «Εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ!… εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου».