Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσμα (11/2)

Εὐαγγέλιον: ἡμέρας, Πέμ. ις΄ ἑβδ. Ματθαίου (Μρ. ζ΄ 24-30)

24 Καὶ ἐκεῖθεν ἀναστὰς ἀ­­πῆλθεν εἰς τὰ μεθόρια Τύρου καὶ Σιδῶνος. καὶ εἰσελθὼν εἰς οἰκίαν οὐδένα ἤθελε γνῶναι, καὶ οὐκ ἠδυνήθη λαθεῖν. 25 ἀκούσασα γὰρ γυνὴ περὶ αὐτοῦ, ἧς εἶχε τὸ θυγάτριον αὐτῆς πνεῦμα ἀκάθαρτον, ἐλθοῦσα προσέπεσε πρὸς τοὺς πόδας αὐτοῦ· 26 ἡ δὲ γυνὴ ἦν Ἑλληνίς, Συ­ροφοινίκισσα τῷ γένει· καὶ ἠρώτα αὐτὸν ἵνα τὸ δαι­μόνιον ἐκβάλῃ ἐκ τῆς θυ­­γα­τρὸς αὐτῆς. 27 ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῇ· ἄφες πρῶτον χορτασθῆναι τὰ τέκνα· οὐ γάρ ἐστι καλὸν λαβεῖν τὸν ἄρτον τῶν τέκνων καὶ τοῖς κυναρίοις βα­­λεῖν. 28 ἡ δὲ ἀπεκρίθη καὶ λέγει αὐτῷ· ναί, Κύριε· καὶ τὰ κυ­­νάρια ὑποκάτω τῆς τραπέ­ζης ἐσθίουσιν ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν παιδίων. 29 καὶ εἶπεν αὐτῇ· διὰ τοῦ­τον τὸν λόγον ὕπαγε· ἐξελή­λυθε τὸ δαιμόνιον ἐκ τῆς θυ­γατρός σου. 30 καὶ ἀπελθοῦσα εἰς τὸν οἶκον αὐτῆς εὗρε τὸ παιδίον βεβλημένον ἐπὶ τὴν κλίνην καὶ τὸ δαιμόνιον ἐξελη­λυθός.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ

24 Ἔπειτα ὁ Ἰησοῦς ἔφυγε ἀπό ἐκεῖ καί πῆγε κοντά στά σύνορα τῆς Τύρου καί τῆς Σιδῶνος. Κι ἀφοῦ μπῆκε σ’ ἕνα σπίτι, ὅπου διάλεξε νά μείνει, δέν ἤθελε νά γίνει γνωστό ὅτι ἦταν ἐκεῖ. Ἀλλά δέν μπόρεσε νά ξεφύγει τήν προσοχή τοῦ κόσμου. 25 Διότι μόλις πληροφορήθηκε γι’ αὐτόν κάποια γυναίκα, πού ἡ μικρή της κόρη εἶχε ἀκάθαρτο δαιμονικό πνεῦμα, ἦλθε κι ἔπεσε γονατιστή μπροστά στά πόδια του. 26 Καί ἡ γυναίκα ἐκείνη ἦταν Ἑλληνίδα στό θρήσκευμα, δηλαδή εἰδωλολάτρισσα, καί καταγόταν ἀπό τή Φοινίκη τῆς Συρίας. Καί τόν παρακαλοῦσε νά βγάλει τό δαιμόνιο ἀπ’ τήν κόρη της. 27 Ὁ Ἰησοῦς ὅμως τῆς εἶπε: Ἄφησε πρῶτα νά χορτάσουν τά παιδιά, δηλαδή ὁ ἐκλεκτός λαός τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἰσρα­ήλ. Διότι δέν εἶναι σωστό νά πάρει κανείς τό ψω­μί τῶν παιδιῶν καί νά τό ρίξει στά σκυλάκια, στούς ἐθνι­κούς δηλαδή καί εἰδωλολάτρες. 28 Κι ἐκείνη τοῦ ἀποκρίθηκε: Ναί, Κύριε. Δέχομαι ὅτι εἶμαι σκυλάκι. Ἀλλά καί τά σκυλάκια κάτω ἀπ’ τό τραπέζι τρῶνε ἀπ’ τά ψίχουλα τῶν παιδιῶν. Μοῦ φτάνει ἕνα ψίχουλο ἀπ’ τό δικό σου τραπέζι. 29 Τῆς εἶπε τότε ὁ Ἰησοῦς: Γι’ αὐτό τό λόγο, πού δείχνει τήν ταπείνωσή σου, τή σύνεσή σου καί τήν πίστη σου, πήγαινε παρηγορημένη καί εἰρηνική. Τό δαιμόνιο ἔχει κιόλας βγεῖ ἀπό τήν κόρη σου. 30 Κι ὅταν πῆγε στό σπίτι της, βρῆκε τήν κόρη της, πού ἄλλοτε ἦταν ἀνήσυχη καί δέν μποροῦσε νά κοιμηθεῖ, ξαπλωμένη ἥσυχα στό κρεβάτι, καί τό δαιμόνιο πού τήν βασάνιζε νά ἔχει πλέον βγεῖ.