Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 28 Φεβρουαρίου 2021, τοῦ Ἀσώτου (Λουκ. ιε΄ 11-32)
Eἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· ἄνθρωπός τις εἶχε δύο υἱούς. καὶ εἶπεν ὁ νεώτερος αὐτῶν τῷ πατρί· πάτερ, δός μοι τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας. καὶ διεῖλεν αὐτοῖς τὸν βίον. καὶ μετ᾿ οὐ πολλὰς ἡμέρας συναγαγὼν ἅπαντα ὁ νεώτερος υἱὸς ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν, καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισε τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως. δαπανήσαντος δὲ αὐτοῦ πάντα ἐγένετο λιμὸς ἰσχυρὸς κατὰ τὴν χώραν ἐκείνην, καὶ αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι. καὶ πορευθεὶς ἐκολλήθη ἑνὶ τῶν πολιτῶν τῆς χώρας ἐκείνης, καὶ ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς τοὺς ἀγροὺς αὐτοῦ βόσκειν χοίρους. καὶ ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι, καὶ οὐδεὶς ἐδίδου αὐτῷ. εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν εἶπε· πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῷ ἀπόλλυμαι! ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῷ· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου· οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου. καὶ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ. ἔτι δὲ αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἐσπλαγχνίσθη, καὶ δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν. εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ υἱός· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου. εἶπε δὲ ὁ πατὴρ πρὸς τοὺς δούλους αὐτοῦ· ἐξενέγκατε τὴν στολὴν τὴν πρώτην καὶ ἐνδύσατε αὐτόν, καὶ δότε δακτύλιον εἰς τὴν χεῖρα αὐτοῦ καὶ ὑποδήματα εἰς τοὺς πόδας, καὶ ἐνέγκαντες τὸν μόσχον τὸν σιτευτὸν θύσατε, καὶ φαγόντες εὐφρανθῶμεν, ὅτι οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη. καὶ ἤρξαντο εὐφραίνεσθαι. Ἦν δὲ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ὁ πρεσβύτερος ἐν ἀγρῷ· καὶ ὡς ἐρχόμενος ἤγγισε τῇ οἰκίᾳ, ἤκουσε συμφωνίας καὶ χορῶν, καὶ προσκαλεσάμενος ἕνα τῶν παίδων ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἥκει καὶ ἔθυσεν ὁ πατήρ σου τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν, ὅτι ὑγιαίνοντα αὐτὸν ἀπέλαβεν. ὠργίσθη δὲ καὶ οὐκ ἤθελεν εἰσελθεῖν. ὁ οὖν πατὴρ αὐτοῦ ἐξελθὼν παρεκάλει αὐτόν. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε τῷ πατρί· ἰδοὺ τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον, καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον ἵνα μετὰ τῶν φίλων μου εὐφρανθῶ· ὅτε δὲ ὁ υἱός σου οὗτος, ὁ καταφαγών σου τὸν βίον μετὰ πορνῶν, ἦλθεν, ἔθυσας αὐτῷ τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· τέκνον, σὺ πάντοτε μετ᾿ ἐμοῦ εἶ, καὶ πάντα τὰ ἐμὰ σά ἐστιν· εὐφρανθῆναι δὲ καὶ χαρῆναι ἔδει, ὅτι ὁ ἀδελφός σου οὗτος νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη.
Κυριακὴ τοῦ Ἀσώτου σήμερα καὶ στὴν εὐαγγελικὴ περικοπὴ ἀκούσαμε τὴ θαυμάσια παραβολὴ τοῦ Κυρίου, τὸ «Εὐαγγέλιον ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ», ὅπως ὀνομάζεται ἀπὸ πολλούς, ποὺ χαρίζει ἐλπίδα σὲ κάθε ἀπελπισμένο καὶ δείχνει τὴν ὀρθὴ πορεία τῆς ἐπιστροφῆς σὲ κάθε ἀποστατημένο ἀπὸ τὸν Θεὸ ἄνθρωπο. Μᾶς παρουσιάζει πολὺ γλαφυρὰ τὴν ἄπειρη στοργὴ καὶ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τοῦ σπλαχνικοῦ Πατέρα ποὺ ἀναμένει μὲ λαχτάρα τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ ἄσωτου παιδιοῦ του, τὴ μετάνοια τοῦ κάθε ἁμαρτωλοῦ.
1. Ἡ ἐξαθλίωση τοῦ υἱοῦ
Ἕνας πατέρας, εἶπε ὁ Κύριος, εἶχε δύο γιούς. Κάποια μέρα τοῦ παρουσιάσθηκε ὁ νεότερος καὶ τοῦ ζήτησε τὸ μερίδιο τῆς περιουσίας ποὺ νόμιζε ὅτι τοῦ ἀνήκει. Μοίρασε ὁ πατέρας τὴν περιουσία του στὰ δύο παιδιά του καὶ σὲ λίγες ἡμέρες ὁ νεότερος γιὸς πῆρε ὅσα τοῦ ἔδωσε ὁ πατέρας κι ἔφυγε σὲ χώρα μακρινή, ὅπου σκόρπισε τὴν περιουσία του κάνοντας ἄσωτη ζωή.
Ὅταν πιὰ ἔχασε τὰ πάντα, ἔπεσε πείνα μεγάλη στὴ χώρα ἐκείνη, κι ἐκεῖνος ἄρχισε νὰ στερεῖται. Τί νὰ κάνει ὁ ταλαίπωρος; Πῆγε νὰ ἐργασθεῖ ὡς δοῦλος σ᾿ ἕναν ἀπὸ τοὺς κατοίκους τῆς χώρας, ὁ ὁποῖος τὸν ἔστειλε στὰ χωράφια νὰ βόσκει χοίρους. Καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ ἐπιπλέον «ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι, καὶ οὐδεὶς ἐδίδου αὐτῷ». Πεινοῦσε δηλαδὴ τόσο πολύ, ποὺ προσπαθοῦσε νὰ χορτάσει ἀπὸ τὰ ξυλοκέρατα ποὺ ἔτρωγαν οἱ χοῖροι, ἀλλὰ κανεὶς ἀπὸ τοὺς ὑπόλοιπους ὑπηρέτες δὲν τοῦ ἔδινε. Κινδύνεψε νὰ πεθάνει.
Πῶς ξέπεσε ἔτσι ὁ δυστυχής! Αὐτὸς ποὺ ἦταν ἐλεύθερος, ἔγινε τώρα δοῦλος. Τὸ ἄλλοτε βασιλόπουλο ἔγινε τώρα χοιροβοσκός. Αὐτὸς ποὺ ἀπολάμβανε τὰ πάντα κοντὰ στὸν πατέρα του, τώρα στερεῖται καὶ πεινάει. Ζηλεύει ἀκόμη καὶ τὴν τροφὴ τῶν χοίρων! Πραγματικὴ ἐξαθλίωση…
Ἔτσι καταντᾶ ὁ ἄνθρωπος μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό: ἕνας στερημένος δοῦλος. Ἐκεῖ ὁδηγεῖται ὅποιος ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ νὰ ζήσει δῆθεν ἐλεύθερα, χωρὶς ἐντολές, χωρὶς «μὴ» καὶ «πρέπει», καὶ νὰ ἀπολαύσει, ὅπως νομίζει, τὴ ζωή του. Κυλιέται γιὰ κάποιον καιρὸ στὶς ἡδονές, βυθίζεται στὸν βοῦρκο τῆς ἀσωτίας καὶ τελικὰ καταντᾶ αἰχμάλωτος τῶν παθῶν του, δέσμιος τῶν δαιμόνων. Ἀνικανοποίητος καὶ ἀπελπισμένος. Ἕνα ἐρείπιο τῆς ζωῆς.
2. Ἡ στοργὴ τοῦ πατέρα
Κάποια στιγμὴ συνῆλθε ὁ νέος ἀπὸ τὴ μέθη τῆς ἁμαρτίας, θυμήθηκε τὰ ἀγαθὰ ποὺ ἀπολάμβανε κοντὰ στὸν πατέρα του καὶ σκέφθηκε: Πόσοι ἐργάτες τοῦ πατέρα μου ἔχουν ἄφθονο ψωμί, ἐνῶ ἐγὼ κινδυνεύω νὰ πεθάνω ἀπὸ τὴν πείνα! Πῆρε λοιπὸν τὴ μεγάλη ἀπόφαση τῆς ἐπιστροφῆς, ὄχι γιὰ νὰ ζητήσει τὴ θέση ποὺ εἶχε πρίν, νὰ γίνει δηλαδὴ καὶ πάλι «υἱός», ἀλλὰ γιὰ νὰ μείνει στὸ σπίτι τοῦ πατέρα ὡς ὑπηρέτης.
Καθὼς ὅμως ἐπέστρεφε καὶ ἐνῶ ἀπεῖχε ἀκόμη, τὸν εἶδε ἀπὸ μακριὰ ὁ στοργικὸς πατέρας του, ποὺ ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια τὸν περίμενε, καὶ ἔτρεξε μὲ λαχτάρα νὰ τὸν προϋπαντήσει. Ἔπεσε στὸν τράχηλό του, τὸν ἀγκάλιασε σφιχτὰ καὶ τὸν καταφιλοῦσε μὲ στοργή. Ὁ νέος μὲ συντριβὴ ξεκίνησε νὰ ἀπολογεῖται: Πατέρα, ἁμάρτησα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ ἐνώπιόν σου καὶ δὲν εἶμαι πλέον ἄξιος νὰ ὀνομάζομαι γιός σου.
Ὁ πατέρας τὸν διέκοψε καὶ διέταξε τοὺς δούλους: Ντύστε τὸ παιδί μου μὲ τὴν πιὸ ἐπίσημη φορεσιά, φορέστε δαχτυλίδι στὸ χέρι του, ὅπως φοροῦν οἱ κύριοι, καὶ ὑποδήματα στὰ πόδια του, γιὰ νὰ μὴν περπατᾶ ξυπόλυτος ὅπως οἱ σκλάβοι, καὶ σφάξτε τὸ καλύτερο μοσχάρι. Χαρεῖτε καὶ γιορτάστε γιὰ τὸ παιδί μου, ποὺ μέχρι πρὶν ἀπὸ λίγο ἦταν νεκρὸ καὶ ἀναστήθηκε· ἦταν χαμένο καὶ βρέθηκε.
Ἔτσι ξεκίνησαν τὸ πανηγύρι. Τὴν ἴδια στοργὴ καὶ ἀγάπη ἔδειξε ὁ πατέρας καὶ πρὸς τὸν μεγαλύτερο γιό, ὁ ὁποῖος ἀρνήθηκε νὰ μετέχει στὴ χαρὰ τοῦ σπιτιοῦ.
Ποιὰ καρδιὰ μπορεῖ νὰ μείνει ἀσυγκίνητη μπροστὰ στὴν ἀνέκφραστη στοργὴ τοῦ σπλαχνικοῦ αὐτοῦ πατέρα, ποὺ συμβολίζει τὸν Θεό; Ποιὰ γλώσσα μπορεῖ νὰ περιγράψει τὴν ἄπειρη ἀγάπη τοῦ πολυεύσπλαχνου Θεοῦ, ὁ ὁποῖος περιμένει τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ κάθε ἁμαρτωλοῦ; Μᾶς περιμένει στὸ ἱερὸ Μυστήριο τῆς Ἐξομολογήσεως, ὄχι γιὰ νὰ μᾶς ἐπιπλήξει καὶ νὰ μᾶς τιμωρήσει, ἀλλὰ γιὰ νὰ μᾶς συγχωρήσει, νὰ μᾶς ἐλευθερώσει, νὰ μᾶς χαρίσει τὸν «μόσχον τὸν σιτευτόν», τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ μὲ τὸ ἱερὸ Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, νὰ μᾶς καταστήσει καὶ πάλι παιδιά του ἀγαπημένα, βασιλόπουλα στὴν οὐράνια βασιλεία του.
Ἂς πάρουμε λοιπὸν κι ἐμεῖς τὴ γενναία ἀπόφαση νὰ ἀφήσουμε τὰ ξυλοκέρατα τῆς ἁμαρτίας καὶ τοὺς χοίρους τῶν παθῶν, νὰ μετανοήσουμε καὶ νὰ ἐπιστρέψουμε στὴ χαρὰ καὶ στὴν ἀγάπη τοῦ σπλαχνικοῦ Πατέρα μας.