Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 11 Ἀπριλίου 2021, Δ΄ Νηστειῶν (Μάρκ. θ΄ 17-31)
Tῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἄνθρωπός τις προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ, γονυπετῶν αὐτῷ καὶ λέγων διδάσκαλε,· ἤνεγκα τὸν υἱόν μου πρός σε, ἔχοντα πνεῦμα ἄλαλον. καὶ ὅπου ἂν αὐτὸν καταλάβῃ, ρήσσει αὐτόν, καὶ ἀφρίζει καὶ τρίζει τοὺς ὀδόντας αὐτοῦ, καὶ ξηραίνεται· καὶ εἶπον τοῖς μαθηταῖς σου ἵνα αὐτὸ ἐκβάλωσι, καὶ οὐκ ἴσχυσαν. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς αὐτῷ λέγει· ὦ γενεὰ ἄπιστος, ἕως πότε πρὸς ὑμᾶς ἔσομαι; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν; φέρετε αὐτὸν πρός με. καὶ ἤνεγκαν αὐτὸν πρὸς αὐτόν. καὶ ἰδὼν αὐτὸν εὐθέως τὸ πνεῦμα ἐσπάραξεν αὐτόν, καὶ πεσὼν ἐπὶ τῆς γῆς ἐκυλίετο ἀφρίζων. καὶ ἐπηρώτησε τὸν πατέρα αὐτοῦ· πόσος χρόνος ἐστίν, ὡς τοῦτο γέγονεν αὐτῷ; ὁ δὲ εἶπε· παιδιόθεν. καὶ πολλάκις αὐτὸν καὶ εἰς πῦρ ἔβαλε καὶ εἰς ὕδατα, ἵνα ἀπολέσῃ αὐτόν· ἀλλ᾿ εἴ τι δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν σπλαγχνισθεὶς ἐφ᾿ ἡμᾶς. ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ τὸ εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι. καὶ εὐθέως κράξας ὁ πατὴρ τοῦ παιδίου μετὰ δακρύων ἔλεγε· πιστεύω, Κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ. ἰδὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἐπισυντρέχει ὄχλος, ἐπετίμησε τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ λέγων αὐτῷ τὸ πνεῦμα τὸ ἄλαλον καὶ κωφόν, ἐγώ σοι ἐπιτάσσω, ἔξελθε ἐξ αὐτοῦ καὶ μηκέτι εἰσέλθῃς εἰς αὐτόν. καὶ κρᾶξαν καὶ πολλὰ σπαράξαν αὐτὸν ἐξῆλθε, καὶ ἐγένετο ὡσεὶ νεκρός, ὥστε πολλοὺς λέγειν ὅτι ἀπέθανεν. ὁ δὲ Ἰησοῦς κρατήσας αὐτὸν τῆς χειρὸς ἤγειρεν αὐτόν, καὶ ἀνέστη. Καὶ εἰσελθόντα αὐτὸν εἰς οἶκον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἐπηρώτων αὐτὸν κατ᾿ ἰδίαν, ὅτι ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό. καὶ εἶπεν αὐτοῖς· τοῦτο τὸ γένος ἐν οὐδενὶ δύναται ἐξελθεῖν εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ. Καὶ ἐκεῖθεν ἐξελθόντες παρεπορεύοντο διὰ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οὐκ ἤθελεν ἵνα τις γνῷ· ἐδίδασκε γὰρ τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς ὅτι ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς χεῖρας ἀνθρώπων, καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καὶ ἀποκτανθεὶς τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται.
1. Ἡ στιγμὴ τῆς ἀπιστίας
Μόλις εἶχε κατεβεῖ ὁ Κύριος ἀπὸ τὸ ὄρος Θαβὼρ μετὰ τὴ Μεταμόρφωσή του καὶ πλῆθος ἀνθρώπων ἔτρεξαν κοντά Του. Ἀνάμεσά τους κι ἕνας πατέρας, ὁ ὁποῖος γονάτισε μπροστὰ στὸν Ἰησοῦ καὶ Τοῦ εἶπε: «Διδάσκαλε, σοῦ ἔφερα τὸν γιό μου ποὺ ἔχει καταληφθεῖ ἀπὸ δαιμονικὸ πνεῦμα καὶ τὸν ἔχει ἀφήσει ἄλαλο. Ὅταν μάλιστα τὸν κυριεύει, τὸν ρίχνει κάτω, τὸν κάνει νὰ ἀφρίζει καὶ νὰ τρίζει τὰ δόντια του καὶ τὸν ἀφήνει ἀναίσθητο. Εἶπα στοὺς μαθητές σου νὰ βγάλουν τὸ δαιμόνιο, ἀλλὰ δὲν μπόρεσαν». «Ὤ, γενιὰ ἄπιστη!», ἀναφώνησε ὁ Κύριος. «Ἕως πότε θὰ εἶμαι μαζί σας; Ἕως πότε θὰ σᾶς ἀνέχομαι; Φέρτε μου ἐδῶ τὸ παιδί».
Ὅταν τὸ πονηρὸ πνεῦμα εἶδε τὸν Ἰησοῦ, ἄρχισε νὰ ταράζει μὲ σπασμοὺς τὸν νέο, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ ἔπεσε κάτω στὴ γῆ, κυλιόταν κι ἔβγαζε ἀφροὺς ἀπὸ τὸ στόμα του. «Πόσος καιρὸς εἶναι ἀπὸ τότε ποὺ τοῦ συμβαίνει αὐτό;», ρώτησε ὁ Χριστὸς τὸν πατέρα. «Ἀπὸ μικρὸ παιδί», ἀπάντησε ἐκεῖνος. «Πολλὲς φορὲς μάλιστα τὸν ἔριξε στὴ φωτιὰ καὶ στὸ νερὸ γιὰ νὰ τὸν θανατώσει. Ἀλλά, ἐὰν μπορεῖς νὰ κάνεις κάτι, λυπήσου μας καὶ βοήθησέ μας».
Ὁ Ἰησοῦς, διακρίνοντας τὴν ὀλιγοπιστία τοῦ πατέρα, τοῦ ἀποκρίθηκε: «Ἐὰν ἐσὺ μπορεῖς νὰ πιστέψεις, ὅλα εἶναι δυνατὰ σ᾿ ἐκεῖνον ποὺ πιστεύει». Ἀμέσως τότε φώναξε δυνατὰ καὶ μὲ δάκρυα ὁ πατέρας: «Πιστεύω, Κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ». Πιστεύω, Κύριε, ὅτι ἔχεις τὴ δύναμη νὰ μὲ βοηθήσεις, ἀλλὰ ἡ πίστη μου εἶναι ἀδύναμη. Βοήθησέ με νὰ ἀπαλλαγῶ ἀπὸ τὴν ὀλιγοπιστία μου.
Πάλευε ὁ ταλαίπωρος αὐτὸς πατέρας μεταξὺ πίστεως καὶ ἀμφιβολίας. Ὅμως ὁ πανάγαθος Κύριος δὲν τὸν τιμώρησε γιὰ τὴν ὀλιγοπιστία του, ἀλλά, ἀφοῦ τὸν στήριξε στὴν πίστη, τοῦ χάρισε κατόπιν ἐκεῖνο
ποὺ ζητοῦσε. Εἶναι διδακτικότατο αὐτό, διότι δὲν εἶναι λίγες οἱ φορὲς ποὺ κι ἐμεῖς, ἂν καὶ πιστεύουμε στὸν Χριστὸ καὶ στὶς ἐπαγγελίες του, κάποτε κλονιζόμαστε, ἀμφιβάλλουμε, ἴσως ἐπηρεαζόμαστε ἀπὸ τὸν ὀρθολογισμὸ ποὺ ἐπικρατεῖ στὴν ἐποχή μας, καὶ τὰ χάνουμε μπροστὰ στὰ ἀδιέξοδα καὶ στὶς δοκιμασίες ποὺ προκύπτουν στὴ ζωή μας.
Ὅμως καὶ τότε ὁ Κύριος μᾶς δέχεται. Ἂν καὶ γνωρίζει τοὺς φόβους καὶ τοὺς δισταγμούς μας, δὲν μᾶς ἀπορρίπτει. Ἀρκεῖ νὰ καταφεύγουμε σ᾿ Ἐκεῖνον καὶ νὰ Τοῦ καταθέτουμε τὶς ἀγωνίες μας, ὁμολογώντας μαζὶ καὶ τὴν ἀδυναμία μας: «Πιστεύω, Κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ»! Τότε ὁ Κύριος θὰ ἐπιτελεῖ τὸ θαῦμα, ὅπως φαίνεται καὶ στὴ συνέχεια τῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς.
2. Μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία
Ὁ πολυεύσπλαχνος Κύριος ἀνταποκρίθηκε στὴ θερμὴ ἱκεσία τοῦ πατέρα καὶ πρόσταξε τὸ δαιμονικὸ πνεῦμα νὰ ἐξέλθει ἀπὸ τὸ παιδὶ καὶ νὰ μὴν ξαναμπεῖ μέσα του. Κι ἐκεῖνο, ἀφοῦ κραύγασε δυνατὰ καὶ συντάραξε τὸ παιδί, βγῆκε, ἀφήνοντας τὸν νέο σὰν νεκρό, ὥστε νὰ νομίζουν πολλοὶ ὅτι πέθανε. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως τὸν ἔπιασε ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὸν σήκωσε ὄρθιο.
Ὅταν ἀργότερα ὁ Ἰησοῦς μπῆκε σὲ κάποιο σπίτι, Τὸν πλησίασαν ἰδιαιτέρως οἱ μαθητές του καὶ Τὸν ρώτησαν μὲ ἀπορία γιατί ἐκεῖνοι δὲν μπόρεσαν νὰ βγάλουν τὸ δαιμονικὸ πνεῦμα. Ὁ Κύριος τοὺς ἀπάντησε: «Τοῦτο τὸ γένος ἐν οὐδενὶ δύναται ἐξελθεῖν εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ». Δηλαδή, αὐτὸ τὸ εἶδος τῶν δαιμόνων δὲν βγαίνει μὲ ἄλλον τρόπο, παρὰ μὲ προσευχὴ ποὺ συνοδεύεται μὲ νηστεία. Καθὼς κατόπιν διέσχιζαν τὴ Γαλιλαία καὶ ὁ Κύριος ἔμεινε μόνος μὲ τοὺς μαθητές του, ἄρχισε νὰ τοὺς μιλᾶ γιὰ τὸ ἐπικείμενο Πάθος καὶ τὴν Ἀνάστασή του.
Προσευχὴ καὶ νηστεία, λοιπόν. Αὐτὰ τὰ δύο πανίσχυρα ὅπλα μᾶς ὑποδεικνύει ὁ Χριστὸς στὴ σημερινὴ Εὐαγγελικὴ περικοπὴ γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τοῦ διαβόλου. Μὲ τὴν προσευχὴ ὁ πιστὸς ἀποθέτει τὴ ζωή του στὸν παντοδύναμο Θεό, ἡ δὲ νηστεία ταπεινώνει τὰ σωματικά του πάθη, τὸν ἐγωισμό του καὶ ἐξυψώνει τὴν προσευχή του στὸν Θεό. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὶς δύο αὐτὲς ἀρετὲς τὶς συναντοῦμε μαζὶ στὴ ζωὴ καὶ στοὺς λόγους τῶν Ἁγίων μας. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, ὁ ὁποῖος ἰδιαιτέρως τιμᾶται σήμερα, τονίζει ὅτι «προσευχή ἐστι πολέμων θραῦσις» («Κλῖμαξ», Λόγος ΚΗ΄, α΄) καὶ «νηστεία ἐστὶ προσευχῆς καθαρότης» (Λόγος ΙΔ΄, λα΄). Δηλαδή, ἡ προσευχὴ συντρίβει τὸν πόλεμο τοῦ διαβόλου καὶ ἡ νηστεία ἐξαγνίζει τὴν προσευχή.
Αὐτὰ τὰ μέσα χρησιμοποιεῖ καὶ ἡ Ἐκκλησία μας ὅλη αὐτὴ τὴν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, μὲ περισσότερες ἱερὲς Ἀκολουθίες καὶ αὐστηρότερη νηστεία στὶς τροφές. Ἂς μὴ ραθυμοῦμε, λοιπόν, κατὰ τὴν ἱερὴ ὥρα τῆς προσευχῆς, κι ἂς μὴν κάνουμε συμβιβασμοὺς στὸν ἀγώνα τῆς νηστείας. Τότε ὁ Κύριος θὰ μᾶς ἐνισχύει στὶς ἐπιθέσεις τῶν δαιμόνων καὶ θὰ μᾶς χαρίζει τὴ νίκη.