Ἀποστολικό Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 11 Ἀπριλίου 2021, Δ΄ Νηστειῶν (Ἑβρ. στ΄ 13 – 20)
Ἀδελφοί, τῷ ᾿Αβραὰμ ἐπαγγειλάμενος ὁ Θεός, ἐπεὶ κατ᾿ οὐδενὸς εἶχε μείζονος ὀμόσαι, ὤμοσε καθ᾿ ἑαυτοῦ, λέγων· «Ἦ μὴν εὐλογῶν εὐλογήσω σε καὶ πληθύνων πληθυνῶ σε»· καὶ οὕτω μακροθυμήσας ἐπέτυχε τῆς ἐπαγγελίας. Ἄνθρωποι μὲν γὰρ κατὰ τοῦ μείζονος ὀμνύουσι, καὶ πάσης αὐτοῖς ἀντιλογίας πέρας εἰς βεβαίωσιν ὁ ὅρκος· ἐν ᾧ περισσότερον βουλόμενος ὁ Θεὸς ἐπιδεῖξαι τοῖς κληρονόμοις τῆς ἐπαγγελίας τὸ ἀμετάθετον τῆς βουλῆς αὐτοῦ, ἐμεσίτευσεν ὅρκῳ, ἵνα διὰ δύο πραγμάτων ἀμεταθέτων, ἐν οἷς ἀδύνατον ψεύσασθαι Θεόν, ἰσχυρὰν παράκλησιν ἔχωμεν οἱ καταφυγόντες κρατῆσαι τῆς προκειμένης ἐλπίδος· ἣν ὡς ἄγκυραν ἔχομεν τῆς ψυχῆς ἀσφαλῆ τε καὶ βεβαίαν καὶ εἰσερχομένην «εἰς τὸ ἐσώτερον τοῦ καταπετάσματος», ὅπου πρόδρομος ὑπὲρ ἡμῶν εἰσῆλθεν ᾿Ιησοῦς, «κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδὲκ» ἀρχιερεὺς γενόμενος «εἰς τὸν αἰῶνα».
1. ΟΙ ΥΠΟΣΧΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Στήν Παλαιά Διαθήκη ὁ Θεός προκειμένου νά βεβαιώσῃ τούς ἀνθρώπους γιά τήν πραγματοποίησι τῶν μεγάλων ὑποσχέσεών του, τίς ἔδωσε μέ ὅρκο. Αὐτό τό ἔκανε ὁ Θεός πρῶτα στόν Ἀβραάμ. Τοῦ ὑποσχέθηκε δηλαδή ὅτι θά χαρίσῃ σ’ αὐτόν καί τούς ἀπογόνους του τή «γῆ τῆς ἐπαγγελίας», τήν Παλαιστίνη. Γιά δείξῃ λοιπόν ὅτι ὑπόσχεσί του αὐτή θά πραγματοποιθῇ ὁπωσδήποτε, ὁρκίσθηκε. Καί ἐπειδή δέν ὑπῆρχε κανείς μεγαλύτερος ἀπό τόν Θεό γιά νά ὁρκισθῇ στό ὄνομά του, ὁρκίσθηκε στόν ἑαυτό του. Καί εἶπε στόν Ἀβραάμ: Σέ διαβεβαιώνω ἀληθινά ὅτι θά σέ εὐλογήσω πλούσια καί θά πληθύνω πολύ τούς ἀπογόνους σου. Ὁ Ἀβραάμ πάλι πίστεψε ὁλοκάρδια στήν ὑπόσχεσι πού πῆρε καί περίμενε μέ ὑπομονή τήν ἐκπλήρωσί της. Γι’ αὐτό «μακροθυμήσας ἐπέτυχε τῆς ἐπαγγελίας» ἐπέτυχε τήν εὐλογία πού τοῦ ὑποσχέθηκε ὁ Θεός. Ἁπέκτησε δηλαδή ἀπό τήν Σάρρα παιδί, τόν Ἰσαάκ, ἀπό τόν ὁποῖο πληθύνθηκαν οἱ ἀπόγονοί του σέ μεγάλο ἔθνος.
ΜΕΧΡΙ ὅμως νά συμβῇ αὐτό, δεκαετίες ὁλόκληρες περίμενε μέ πίστι καί ὑπομονή. Δοκιμάστηκε σκληρά ἡ ἐμπιστοσύνη του στόν Θεό. Ἡ πραγματικότητα συνεχῶς τόν διέψευδε. Ἡ γυναῖκα του ἦταν γριά καί στεῖρα, κι ὁ Θεός τοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι θά ἀποκτήσῃ ἀπογόνους «ὡς τά ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ». Ἔπειτα λοιπόν ἀπό πολλά χρόνια ὑπομονῆς καί πίστεως ὁ Ἀβραάμ βεβαιώθηκε ἀπό τά πράγματα γιά τήν μεγάλη ἀλήθεια ὅτι ὁ Θεός δέν ἀθετεῖ τίς ὑποσχέσεις του.
Τήν ἀλήθεια αὐτή θά πρέπει νά τήν γράψουμε κι ἐμεῖς καλά στό νοῦ καί τήν καρδιά μας. Διότι ἐνῷ θεωρητικῶς τό πιστεύουμε ὅτι ὁ Θεός δέν ἀθετεῖ τίς ὑποσχέσεις του, στήν πράξη συχνά ὀλιγοπιστοῦμε καί τά χάνουμε. Ἰδιαιτέρως ὅταν βλέπουμε γύρω μας νά μᾶς περικυκλώνουν μεγάλα προβλήματα καί δυσκολίες. Ὅταν ὅλες οἱ συνθῆκες εἶναι ἀντίξοες καί ἡ ἐπίλυσι τῶν προβλημάτων μας φαντάζει ἀδύνατη. Τότε ξεχνοῦμε δυστυχῶς τήν ὑπόσχεσι πού μᾶς ἔδωσε ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας, ὅτι θά εἶναι δίπλα μας σέ κάθε μας δυσκολία, πειρασμό καί θλίψι. Ξεχνοῦμε τήν ὑπόσχεσί του πώς ὅταν ζητήσουμε μέ πίστι τήν βοήθειά του θά ἔλθῃ νά μᾶς βοηθήσῃ. Ἀλλά κάι στόν πνευματικό μας ἀγῶνα ὅταν βλέπουμε πειρασμούς καί πτώσεις, ξεχνοῦμε ὅτι ὁ Κύριος ἐργάζεται πρῶτα αὐτός τήν σωτηρία μας καί μᾶς ὑποσχέθηκε τήν Οὐράνιο Βασιλεία του. Δυστυχῶς ἤ τά ξεχνοῦμε ὅλα αὐτά ἤ δέν ἔχουμε ὑπομονή. Βιαζόμαστε. Ἀλήθεια, πόσα χρόνια περίμενε ὁ Ἀβραάμ, χωρίς νά χάνῃ τήν ἐμπιστοσύνη του στόν Θεό; Πόσο δοκιμάστηκε; Ἄς ἔχουμε λοιπόν ἐμπιστοσύνη στίς ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ. Χωρίς ἀμφιβολίες. Χωρίς νά χάνουμε τήν ἐλπίδα μας ὅπως μᾶς λέγει στήν συνέχεια ὁ Θεῖος ἀπόστολος.
2. ΑΓΚΥΡΑ ΕΛΠΙΔΟΣ
Οἱ ἄνθρωποι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, μᾶς λέγει στήν συνέχεια ὁ θεῖος ἀπόστολος, κατέφευγαν στόν ὅρκο ὅταν ἤθελαν νά βεβαιώσουν μέ τρόπο ἀπόλυτο αὐτά πού ἔλεγαν στούς ἄλλους. Ὁ Νόμος τούς ἔδινε τό δικαίωμα αὐτό νά ὁρκίζωνται, ἀλλά μόνον στό ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι μεγαλύτερος ἀπό ὅλους.
Ὁ Θεός τώρα θέλοντας νά ἀποκλείσῃ κάθε ἀμφιβολία καί νά δείξῃ καθαρά καί μέ μεγαλύτερη βεβαιότητα σέ κείνους, πού θά κληρονομοῦσαν τίς ἐπαγγελίες, ὅτι ἦταν ἀμετάκλητη ἡ ἀπόφασί του νά ἐκτελέσῃ ὅτι ὑποσχέθηκε, δέχθηκε ἀπό ἄκρα συγκατάβασι νά μεσολαβήσῃ ὅρκος στούς λόγους του.
Καί τό ἔκανε αὐτό, ὥστε μέ δύο πράγματα ἀμετακίνητα, δηλαδή μέ τήν ὑπόσχεσί του καί τόν ὅρκο του, ἐμεῖς πού καταφύγαμε σ’ αὐτόν, νά παίρνουμε θάρρος καί ἐνίσχυσι· γιά νά κρατήσουμε μέσα μας τήν ἐλπίδα τῆς ἀποκτήσεως τῶν οὐρανίων ἀγαθῶν. Αὐτή τήν ἐλπίδα «ὡς ἄγκυραν ἔχομεν τῆς ψυχῆς ἀσφαλῆ τε καὶ βεβαίαν» τήν ἔχουμε σάν ἄγκυρα τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία ἀσφαλίζει ἀπό τούς πνευματικούς κινδύνους καί εἶναι βέβαιη. Αὐτή ἡ ἐλπίδα εἰσέρχεται στόν ἁγιώτερο χῶρο τοῦ οὐρανοῦ. Διότι ἐκεῖ στόν οὐρανό μπῆκε πρίν ἀπό μᾶς γιά χάρι μας, ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς, γιά νά μᾶς ἀνοίξῃ τό δρόμο μας.
ΕΙΝΑΙ πολύ παραστατική ἡ εἰκόνα πού μᾶς παρουσιάζει ἐδῶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Παρομοιάζει τήν ἐλπίδα μας πρός τόν Θεό μέ μία ἄγκυρα ἡ ὁποία δέν ρίχνεται στό βυθό τῆς θάλασσας, ἀλλά στό ἄπειρο ὕψος τοῦ οὐρανοῦ. Στερεώνεται στό θρόνο τῆς Θεότητος, στόν Κύριό μας. Σ’αὐτόν στερεώνονται ὅλες οἱ προσδοκίες μας. Ὁ Χριστός μας εἶναι ἡ ἐλπίδα μας. Διότι ἡ ζωή μας χωρίς ἐλπίδα στόν Θεό εἶναι ἀνυπόφορη, μαρτύριο. Οἱ ἄνθρωποι πού στηρίζονται στίς δυνάμεις τους, ἤ σέ ἄλλους ἀνθρώπους, ἀπογοητεύονται.
Ἐμεῖς ὅμως ποτέ. Διότι ἐμεῖς ἀλλοῦ στηρίζουμε τήν ζωή μας. Στήν ἄγκυρα τῆς ἐλπίδος πού εἶναι ὁ Κύριός μας. Αὐτός εἶναι πάνσοφος, παντοδύναμος καί πανάγαθος. Ξέρει τίς δυσκολίες μας, θέλει καί μπορεῖ νά μᾶς βοηθήσῃ. Σ’Αὐτόν λοιπόν ἐμπιστευόμαστε τήν ζωή τήν δική μας, τῆς οἰκογένειάς μας, τῆς πατρίδας μας. Αὐτή ἡ ἄγκυρα μᾶς χαρίζῃ εἰρήνη καί γαλήνη στή ζωή μας. Ὅσο κι ἄν τά κύματα καί οἱ θαλασσοταραχές τῆς ζωῆς αὐτῆς μανιωδῶς μᾶς κτυποῦν, ἐμεῖς μποροῦμε νά μένουμε γαλήνιοι καί ἀτάραχοι. Διότι ἡ ἄγκυρά μας κρατάει τήν ψυχή μας σταθερά στόν Θεό καί δέν θά τήν ἀφήνει νά παρασυρθῇ ἀπό τούς ἀνέμους τῶν πειρασμῶν, τῶν προβλημάτων, τῶν δοκιμασιῶν καί τῶν θλίψεων. Στόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό λοιπόν νά ἐμπιστευόμαστε τήν ζωή μας καί τήν ἐλπίδα μας.