Κυριακή τῶν Βαΐων

Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 25 Ἀπριλίου 2021, τῶν Βαΐων (Ἰωάν. ιβ΄ 1-18)

Πρὸ ἓξ ἡμερῶν τοῦ πάσχα ἦλθεν ὁ ᾿Ιησοῦς εἰς Βηθανίαν, ὅπου ἦν Λάζαρος ὁ τεθνηκώς, ὃν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν. ἐποίησαν οὖν αὐτῷ δεῖπνον ἐκεῖ, καὶ ἡ Μάρθα διηκόνει· ὁ δὲ Λάζαρος εἷς ἦν τῶν ἀνακειμένων σὺν αὐτῷ. ἡ οὖν Μαρία, λαβοῦσα λίτραν μύρου νάρδου πιστικῆς πολυτίμου, ἤλειψε τοὺς πόδας τοῦ ᾿Ιησοῦ καὶ ἐξέμαξε ταῖς θριξὶν αὐτῆς τοὺς πόδας αὐτοῦ· ἡ δὲ οἰκία ἐπληρώθη ἐκ τῆς ὀσμῆς τοῦ μύρου. λέγει οὖν εἷς ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, ᾿Ιούδας Σίμωνος ᾿Ισκαριώτης, ὁ μέλλων αὐτὸν παραδιδόναι· διατί τοῦτο τὸ μύρον οὐκ ἐπράθη τριακοσίων δηναρίων καὶ ἐδόθη πτωχοῖς; εἶπε δὲ τοῦτο οὐχ ὅτι περὶ τῶν πτωχῶν ἔμελεν αὐτῷ, ἀλλ’ ὅτι κλέπτης ἦν, καὶ τὸ γλωσσόκομον εἶχε καὶ τὰ βαλλόμενα ἐβάσταζεν. εἶπεν οὖν ὁ ᾿Ιησοῦς· ἄφες αὐτήν, εἰς τὴν ἡμέραν τοῦ ἐνταφιασμοῦ μου τετήρηκεν αὐτό. τοὺς πτωχοὺς γὰρ πάντοτε ἔχετε μεθ᾿ ἑαυτῶν, ἐμὲ δὲ οὐ πάντοτε ἔχετε. ῎Εγνω οὖν ὄχλος πολὺς ἐκ τῶν ᾿Ιουδαίων ὅτι ἐκεῖ ἐστι, καὶ ἦλθον οὐ διὰ τὸν ᾿Ιησοῦν μόνον, ἀλλ’ ἵνα καὶ τὸν Λάζαρον ἴδωσιν ὃν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν. ἐβουλεύσαντο δὲ οἱ ἀρχιερεῖς ἵνα καὶ τὸν Λάζαρον ἀποκτείνωσιν, ὅτι πολλοὶ δι᾿ αὐτὸν ὑπῆγον τῶν ᾿Ιουδαίων καὶ ἐπίστευον εἰς τὸν ᾿Ιησοῦν. Τῇ ἐπαύριον ὄχλος πολὺς ὁ ἐλθὼν εἰς τὴν ἑορτήν, ἀκούσαντες ὅτι ἔρχεται ᾿Ιησοῦς εἰς ῾Ιεροσόλυμα, ἔλαβον τὰ βαΐα τῶν φοινίκων καὶ ἐξῆλθον εἰς ὑπάντησιν αὐτῷ, καὶ ἔκραζον· ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, βασιλεὺς τοῦ ᾿Ισραήλ. εὑρὼν δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς ὀνάριον ἐκάθισεν ἐπ᾿ αὐτό, καθώς ἐστι γεγραμμένον· μὴ φοβοῦ, θύγατερ Σιών· ἰδοὺ ὁ βασιλεύς σου ἔρχεται καθήμενος ἐπὶ πῶλον ὄνου. Ταῦτα δὲ οὐκ ἔγνωσαν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ τὸ πρῶτον, ἀλλ᾿ ὅτε ἐδοξάσθη ὁ ᾿Ιησοῦς, τότε ἐμνήσθησαν ὅτι ταῦτα ἦν ἐπ’ αὐτῷ γεγραμμένα, καὶ ταῦτα ἐποίησαν αὐτῷ. ᾿Εμαρτύρει οὖν ὁ ὄχλος ὁ ὢν μετ᾿ αὐτοῦ ὅτε τὸν Λάζαρον ἐφώνησεν ἐκ τοῦ μνημείου καὶ ἤγειρεν αὐτὸν ἐκ νεκρῶν. διὰ τοῦτο καὶ ὑπήντησεν αὐτῷ ὁ ὄχλος, ὅτι ἤκουσαν τοῦτο αὐτὸν πεποιηκέναι τὸ σημεῖον.

1. Μύρο εὐγνωμοσύνης

Ἕξι ἡμέρες πρὶν ἀπὸ τὴν ἑορτὴ τοῦ Πάσχα τῶν Ἑβραίων ὁ Ἰησοῦς μετέβη στὴ Βηθανία, ἐκεῖ ὅπου εἶχε ἀναστήσει μὲ θαυμαστὸ τρόπο τὸν Λάζαρο. Οἱ συγγενεῖς τοῦ Λαζάρου θέλοντας νὰ ἐκφράσουν τὴν εὐγνωμοσύνη τους πρὸς τὸν Χριστό, Τοῦ παρέθεσαν δεῖπνο, στὸ ὁποῖο ἦταν παρὼν ὁ Λάζαρος καὶ ἡ Μάρθα διακονοῦσε σὲ αὐτό. Ἡ Μαρία, ὅπως μᾶς περιγράφει τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο, «λαβοῦσα λίτραν μύρου νάρδου πιστικῆς πολυτίμου, ἤλειψε τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἐξέμαξε ταῖς θριξὶν αὐτῆς τοὺς πόδας αὐτοῦ». Ἀγόρασε δηλαδὴ μεγάλη ποσότητα πολύτιμου μύρου, κατασκευασμένου ἀπὸ νάρδο, ἄλειψε τὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ καὶ τὰ σκούπισε μὲ τὰ μαλλιά της. Ὅλο τὸ σπίτι γέμισε ἀπὸ τὴν εὐωδία τοῦ μύρου.

Ἡ ἀξιέπαινη αὐτὴ πράξη τῆς Μαρίας, ὡστόσο, προκάλεσε τὴν ἀντίδραση τοῦ φιλάργυρου Ἰούδα. «Γιατί νὰ σπαταληθεῖ τὸ μύρο αὐτὸ καὶ νὰ μὴν πωληθεῖ ἀντὶ 300 δηναρίων, ὥστε νὰ δοθεῖ τὸ ἀντίτιμό του στοὺς πτωχούς;», ρώτησε. Δὲν ἐνδιαφερόταν βέβαια γιὰ τοὺς πτωχούς, ἀλλὰ ἤθελε νὰ κλέψει τὰ χρήματα αὐτά, ὅπως συνήθιζε νὰ κλέβει καὶ ἀπὸ τὸ κοινὸ ταμεῖο τῶν συνεισφορῶν, τὸ ὁποῖο διαχειριζόταν.

Ὁ Κύριος τοῦ ἀπάντησε: «Ἄφησέ την ἥσυχη. Μὲ τὴν πράξη της αὐτὴν προαναγγέλλει τὸ μύρωμα τοῦ σώματός μου γιὰ τὸν ἐνταφιασμό μου. Τοὺς πτωχοὺς πάντοτε τοὺς ἔχετε μαζί σας καὶ μπορεῖτε ὁποιαδήποτε στιγμὴ νὰ τοὺς ἐλεήσετε. Ἐμένα ὅμως δὲν θὰ μὲ ἔχετε πάντοτε· διότι σὲ λίγες ἡμέρες θὰ πεθάνω».

Ἡ βαθιὰ εὐγνωμοσύνη τῆς Μαρίας γιὰ τὴν ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου τὴν ὁδήγησε σὲ μιὰ τόσο θερμὴ ἐκδήλωση καὶ πανάκριβη προσφορά. Ἂς ἀναλογισθοῦμε ὅμως, πόση θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι ἡ δική μας εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸν Κύριο γιὰ τὶς ἀναρίθμητες εὐεργεσίες ποὺ μᾶς προσφέρει καθημερινὰ καὶ ἰδιαιτέρως γιὰ τὴν ἀτίμητη θυσία του, τὴν ὁποία ἡ Ἐκκλησία μας θὰ προβάλλει ἐνώπιόν μας τὶς ἑπόμενες ἡμέρες. Μὲ τὴ θυσία του αὐτὴν ὁ Κύριος δὲν μᾶς χαρίζει ἁπλῶς μιὰ μικρὴ παράταση ἐπίγειας ζωῆς, ὅπως ἔκανε στὸν Λάζαρο, ἀλλὰ ὁδηγεῖται ὁ Ἴδιος στὸν θάνατο γιὰ νὰ μᾶς ἐξασφαλίσει αἰώνια ζωή· τὴν ἀνέσπερη ἡμέρα τῆς οὐράνιας Βασιλείας του.

Ἂς προσφέρουμε λοιπὸν στὸν Θεάνθρωπο τὸ πνευματικὸ μύρο τῆς εὐγνωμοσύνης μας τὶς ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες· τὴν εὐχαριστία μας καὶ τὴ δοξολογία μας γιὰ ὅσα ἀνεκτίμητα ἀγαθὰ ἔχει προσφέρει στὸν καθένα μας.

2. Ἡ ὑποδοχὴ τοῦ Βασιλέως

Ἡ εἴδηση ὅτι ὁ Ἰησοῦς βρίσκεται στὴ Βηθανία ὁδήγησε πολλοὺς ἀνθρώπους ἐκεῖ. Ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ ἤθελαν νὰ δοῦν καὶ τὸν Λάζαρο, ὁ ὁποῖος γινόταν αἰτία πολλοὶ Ἰουδαῖοι νὰ πιστέψουν στὸν Χριστό. Γι᾿ αὐτὸ καὶ οἱ ἀρχιερεῖς ἀποφάσισαν νὰ σκοτώσουν ὄχι μόνο τὸν Κύριο, ἀλλὰ καὶ τὸν Λάζαρο.

Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα ὁ Κύριος εἰσῆλθε στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ πλῆθος ἀνθρώπων ἔτρεξαν νὰ Τὸν ὑποδεχθοῦν. Κρατοῦσαν στὰ χέρια τους κλαδιὰ ἀπὸ φοινικιὲς καὶ φώναζαν μὲ ἐνθουσιασμό: Ὡσαννά! Δόξα καὶ τιμὴ σ᾿ Αὐτὸν ποὺ ὑποδεχόμαστε. Εὐλογημένος καὶ δοξασμένος νὰ εἶναι Αὐτὸς ποὺ ἔρχεται ἀπεσταλμένος ἀπὸ τὸν Κύριο, «βασιλεὺς τοῦ Ἰσραὴλ». Αὐτὸς εἶναι ὁ ἔνδοξος Βασιλιὰς τοῦ Ἰσραὴλ ποὺ τόσο καιρὸ περιμέναμε.

Ὁ Ἰησοῦς τότε κάθισε πάνω σὲ ἕνα πουλαράκι, ὅπως ἀκριβῶς τὸ εἶχε προφητεύσει ὁ προφήτης Ζαχαρίας: Μὴ φοβᾶσαι, Ἱερουσαλήμ, κόρη τοῦ ὄρους Σιών. «Ἰδοὺ ὁ βασιλεύς σου ἔρχεται καθήμενος ἐπὶ πῶλον ὄνου». Νά, ὁ Βασιλιάς σου ἔρχεται καθισμένος πάνω σ᾿ ἕνα γαϊδουράκι. Οἱ μαθητὲς δὲν μποροῦσαν τότε νὰ κατανοήσουν τὰ γεγονότα αὐτά. Μετὰ τὴν Ἀνάσταση καὶ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου ὅμως, μὲ τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐνόησαν ὅτι μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν ἐπαληθεύθηκε ἡ προφητεία τοῦ Ζαχαρία.

Βασιλιὰ προσδοκοῦσαν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ Βασιλιὰ ὑποδέχθηκαν. Μόνο ποὺ ὁ Βασιλιὰς αὐτὸς δὲν ἔμοιαζε μὲ κανέναν ἄλλο. Δὲν φοροῦσε πορφυρὸ μανδύα, οὔτε στέμμα μὲ πολύτιμους λίθους, οὔτε κρατοῦσε κάποιο σκῆπτρο στὰ χέρια του. Δὲν ἦταν καθισμένος σὲ χρυσοστόλιστο ἄλογο, οὔτε σὲ κάποιο πολεμικὸ ἅρμα, ἀλλὰ σὲ ἕνα γαϊδουράκι. Δὲν συνοδευόταν ἀπὸ ἄγημα στρατηγῶν καὶ ἀξιωματούχων, ἀλλὰ ἀπὸ πτωχοὺς ψαράδες καὶ μικρὰ παιδιά. Τὸ βλέμμα του δὲν ἐξέφραζε τὴν ἀλαζονεία τοῦ κατακτητῆ. Δὲν ἦλθε ἄλλωστε νὰ κατακτήσει χῶρες καὶ στρατούς, ἀλλὰ καρδιὲς ἀνθρώπων. Ἡ Βασιλεία του δὲν εἶναι ἐπίγεια καὶ ὑλική, ἀλλὰ οὐράνια καὶ πνευματική. Ὁ Βασιλιὰς αὐτὸς δὲν ἐπιβάλλεται μὲ βία καὶ μὲ ὅπλα, ἀλλὰ ἐλεύθερα ἐκλέγεται ἀπὸ κάθε ἀνθρώπινη ψυχή. Εἶναι Βασιλιὰς ποὺ θυσιάζεται γιὰ τοὺς ὑπηκόους του κι ἔχει θρόνο του τὸν ἴδιο τὸν βωμὸ τῆς θυσίας του, τὸν Τίμιο Σταυρό.

Ἐκεῖ θὰ Τὸν ἀντικρίσουμε νὰ ἀναπαύεται τὴ Μεγάλη Παρασκευή. Ἐνώπιόν Του καλούμαστε νὰ γονατίσουμε γιὰ νὰ Τοῦ ἀπευθύνουμε καὶ τὸ δικό μας «ὡσαννὰ» καὶ νὰ Τὸν ἀνακηρύξουμε Βασιλέα τῆς ψυχῆς μας. Ἂς παρακαλέσουμε λοιπὸν τὸν βασιλέα Χριστὸ νὰ κυβερνᾶ τὴ ζωή μας, τὶς σκέψεις, τὶς ἐπιθυμίες καὶ τὶς πράξεις μας. Τὰ πάντα καὶ γιὰ πάντα!