Ἀποστολικό Ἀνάγνωσμα (7/5)

Ἀπόστολος Παρασκευῆς Διακαινησίμου (Πραξ. γ΄ 1-8)

Ἐπὶ τὸ αὐτὸ δὲ Πέτρος καὶ Ἰωάννης ἀνέβαινον εἰς τὸ ἱερὸν ἐπὶ τὴν ὥραν τῆς προσευχῆς τὴν ἐνάτην. 2 καί τις ἀνὴρ χωλὸς ἐκ κοιλίας μητρὸς αὐτοῦ ὑπάρχων ἐβαστάζετο, ὃν ἐτίθουν καθ᾿ ἡμέραν πρὸς τὴν θύραν τοῦ ἱεροῦ τὴν λεγομένην ὡραίαν τοῦ αἰτεῖν ἐλεημοσύνην παρὰ τῶν εἰσπορευομένων εἰς τὸ ἱερόν· 3 ὃς ἰδὼν Πέτρον καὶ Ἰωάννην μέλλοντας εἰσιέναι εἰς τὸ ἱερὸν ἠρώτα ἐλεημοσύνην. 4 ἀτενίσας δὲ Πέτρος εἰς αὐτὸν σὺν τῷ Ἰωάννῃ εἶπε· βλέψον εἰς ἡμᾶς. 5 ὁ δὲ ἐπεῖχεν αὐτοῖς προσδοκῶν τι παρ᾿ αὐτῶν λαβεῖν. 6 εἶπε δὲ Πέτρος· ἀργύριον καὶ χρυσίον οὐχ ὑπάρχει μοι· ὃ δὲ ἔχω τοῦτό σοι δίδωμι· ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Ναζωραίου ἔγειρε καὶ περιπάτει. 7 καὶ πιάσας αὐτὸν τῆς δεξιᾶς χειρὸς ἤγειρε· παραχρῆμα δὲ ἐστερεώθησαν αὐτοῦ αἱ βάσεις καὶ τὰ σφυρά, 8 καὶ ἐξαλλόμενος ἔστη καὶ περιεπάτει, καὶ εἰσῆλθε σὺν αὐτοῖς εἰς τὸ ἱερὸν περιπατῶν καὶ ἁλλόμενος καὶ αἰνῶν τὸν Θεόν.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ

Κάποια μέρα ἀπ’ αὐτές ἀνέβαιναν μαζί στό ἱερό ὁ Πέτρος καί ὁ Ἰωάννης τήν ἐνάτη ὥρα τῆς προσευχῆς, δηλαδή στίς τρεῖς τό ἀπόγευμα. 2 Τή στιγμή ἐκείνη ἔφερναν στά χέρια ἐκεῖ κάποιον ἄνθρωπο πού ἦταν ἀπό τήν κοιλιά τῆς μητέρας του χωλός, δηλαδή ἀνάπηρος στά πόδια. Τόν ἄνθρωπο αὐτόν τόν ἔβαζαν κάθε μέρα μπροστά στήν πόρτα τοῦ ἱεροῦ περιβόλου τοῦ ναοῦ, ἡ ὁποία ὀνομαζόταν «Ὡραία», γιά νά ζητᾶ ἐλεημοσύνη ἀπό ἐκείνους πού ἔμπαιναν στό ἱερό. 3 Αὐτός λοιπόν, ὅταν εἶδε τόν Πέτρο καί τόν Ἰωάννη, οἱ ὁποῖοι σκόπευαν νά μποῦν στό ἱερό, ἄρχισε νά ζητᾶ κι ἀπ’ αὐτούς ἐλεημοσύνη. 4 Τότε ὁ Πέτρος ἔστρεψε τό βλέμμα του σ’ αὐτόν καί τό προσήλωσε πάνω του μαζί μέ τόν Ἰωάννη καί εἶπε: Κοίταξέ μας προσεκτικά. 5 Κι ἐκεῖνος στράφηκε μέ ἐνδιαφέρον σ’ αὐτούς περιμένοντας νά πάρει ἀπ’ αὐτούς κάποια ἐλεημοσύνη. 6 Ἀλλά ὁ Πέτρος τοῦ εἶπε: Οὔτε ἀσημένια οὔτε χρυσά νομίσματα ἔχω. Ἐκεῖνο ὅμως πού ἔχω, αὐτό καί σοῦ δίνω. Μέ τή δύναμη πού δίνει ἡ ἐπίκληση μέ πίστη τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Ναζωραίου, σήκω ὄρθιος καί περπάτα. 7 Κι ἀφοῦ τόν ἔπιασε ἀπό τό δεξί του χέρι, τόν σήκωσε ὄρθιο. Ἀμέσως τότε στερεώθηκαν τά πέλματά του καί οἱ ἀστράγαλοί του. 8 Καί γεμάτος χαρά ὁ χωλός σηκώθηκε ἀπό τή θέση του μέ πηδήματα, στάθηκε ὄρθιος κι ἄρχισε νά περπατάει ἐλεύθερα. Κι ἔπειτα μπῆκε μαζί μ’ αὐτούς στό ἱερό, περπατώντας ἄνετα καί πηδώντας καί δοξάζοντας τόν Θεό πού τόν θεράπευσε.