Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσμα (7/5)

Εὐαγγέλιον Παρασκευῆς Διακαινησίμου (Ἰω. β΄ 12-22)

12 Μετὰ τοῦτο κατέβη εἰς Καπερναοὺμ αὐτὸς καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ καὶ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, καὶ ἐκεῖ ἔμεινεν οὐ πολλὰς ἡμέρας. 13 καὶ ἐγγὺς ἦν τὸ πάσχα τῶν Ἰουδαίων, καὶ ἀνέβη εἰς Ἱεροσόλυμα ὁ Ἰησοῦς. 14 καὶ εὗρεν ἐν τῷ ἱερῷ τοὺς πωλοῦντας βόας καὶ πρόβατα καὶ περιστεράς, καὶ τοὺς κερματιστὰς καθημένους. 15 καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας, καὶ τῶν κολλυβιστῶν ἐξέχεε τὸ κέρμα καὶ τὰς τραπέζας ἀνέτρεψε, 16 καὶ τοῖς τὰς περιστερὰς πωλοῦσιν εἶπεν· ἄρατε ταῦτα ἐντεῦθεν· μὴ ποιεῖτε τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου οἶκον ἐμπορίου. 17 ἐμνήσθησαν δὲ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ὅτι γεγραμμένον ἐστίν, ὁ ζῆλος τοῦ οἴκου σου καταφάγεταί με. 18 ἀπεκρίθησαν οὖν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ εἶπον αὐτῷ· τί σημεῖον δεικνύεις ἡμῖν ὅτι ταῦτα ποιεῖς; 19 ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτοῖς· λύσατε τὸν ναὸν τοῦτον, καὶ ἐν τρισὶν ἡμέραις ἐγερῶ αὐτόν. 20 εἶπον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι· τεσσαράκοντα καὶ ἓξ ἔτεσιν ᾠκοδομήθη ὁ ναὸς οὗτος, καὶ σὺ ἐν τρισὶν ἡμέραις ἐγερεῖς αὐτόν; 21 ἐκεῖνος δὲ ἔλεγε περὶ τοῦ ναοῦ τοῦ σώματος αὐτοῦ. 22 ὅτε οὖν ἠγέρθη ἐκ νεκρῶν, ἐμνήσθησαν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ὅτι τοῦτο ἔλεγε, καὶ ἐπίστευσαν τῇ γραφῇ καὶ τῷ λόγῳ ᾧ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ

12 Ὕστερα ἀπό τό θαῦμα αὐτό κατέβηκε στήν Καπερναούμ αὐτός καί ἡ μητέρα του κι ἐκεῖνοι πού θεωροῦνταν ἀπό τόν πολύ κόσμο ἀδελφοί του καί οἱ μαθητές του, καί ἔμειναν ἐκεῖ ὄχι πολλές ἡμέρες. 13 Καθώς πλησίαζε τότε τό Πάσχα τῶν Ἰουδαίων, ἀνέβηκε ὁ Ἰησοῦς στά Ἱεροσόλυμα. 14 Καί μέσα στόν ἱερό περίβολο τοῦ ναοῦ βρῆκε ἀνθρώπους πού πουλοῦσαν βόδια καί πρόβατα καί περιστέρια γιά ἐκείνους πού θά προσέφεραν μ’ αὐτά θυσίες. Βρῆκε ἀκόμη καί τούς ἀργυραμοιβούς, πού ἀντάλλαζαν τά ξένα νομίσματα τῶν προσκυνητῶν μέ ἰουδαϊκά, νά κάθονται στά τραπέζια τους. 15 Τότε ἔφτιαξε ἕνα μαστίγιο ἀπό σκοινιά καί τούς ἔβγαλε ὅλους ἔξω ἀπό τόν περίβολο τοῦ ναοῦ. Συνάμα ἔβγαλε καί τά πρόβατα καί τά βόδια, καί σκόρπισε κάτω τά νομίσματα τῶν ἀργυραμοιβῶν καί ἀναποδογύρισε τά τραπέζια τους. 16 Καί σ’ ἐκείνους πού πουλοῦσαν τά περιστέρια εἶπε: Σηκῶστε τα ἀπό ἐδῶ. Μή μετατρέπετε τό σπίτι τοῦ Πατέρα μου σέ ἐμπορικό κατάστημα. 17 Θυμήθηκαν τότε οἱ μαθητές του αὐτό πού ἦταν γραμμένο στούς Ψαλμούς: «Πατέρα μου, ὁ ζῆλος πού ἔχω γιά τή δόξα τοῦ οἴκου σου, σάν φωτιά θά καταφλέξει καί θά καταφάει ὁλόκληρο τό ἐσωτερικό μου». 18 Ὕστερα λοιπόν ἀπ’ αὐτά πού ἔκανε στό ἱερό, πῆραν τό λόγο οἱ Ἰουδαῖοι καί τοῦ εἶπαν: Ποιό σημεῖο ἔχεις νά μᾶς δείξεις πού νά ἀποδεικνύει καί νά ἐπιβεβαιώνει ὅτι ἔχεις πράγματι τήν ἐξουσία νά τά κάνεις αὐτά; 19 Τότε ὁ Ἰησοῦς τούς ἀποκρίθηκε: Γκρεμίστε τό ναό αὐτό, καί σέ τρεῖς ἡμέρες θά τόν ξαναχτίσω μόνο μέ τή δύναμή μου. Διότι θά ἀναστηθῶ ἀπό τόν τάφο ὡς ζωντανός ναός τοῦ Θεοῦ καί ἀθάνατη κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας μου. Καί ἡ Ἐκκλησία μου αὐτή θά ἀντικαταστήσει γιά πάντα τό ναό σας, πού θά καταστραφεῖ. 20 Εἶπαν λοιπόν οἱ Ἰουδαῖοι: Σαράντα ἕξι χρόνια χρειάστηκαν γιά νά κτισθεῖ ὁ ναός αὐτός, κι ἐσύ θά τόν κτίσεις μέσα σέ τρεῖς ἡμέρες; 21 Ἐκεῖνος ὅμως ἐννοοῦσε τόν ἀσυγκρίτως λαμπρότερο καί ἁγιότερο ναό τοῦ σώματός του. Καί βεβαίωνε ἔτσι προφητικά ὅτι μετά τό σταυρικό θάνατό του θά ἀνέσταινε τόν ναό αὐτό τοῦ σώματός του ἀπό τόν τάφο. 22 Ὅταν λοιπόν ἀναστήθηκε ἀπό τούς νεκρούς, θυμήθηκαν οἱ μαθητές του ὅτι στήν περίσταση αὐτή αὐτό ἐν­νοοῦσε. Καί ἐνισχύθηκε ἡ πίστη τους τόσο στήν Ἁγία Γραφή, ὅπου εἶχε προφητευθεῖ ἡ Ἀνάσταση, ὅσο καί στό λόγο πού εἶπε ὁ Ἰησοῦς.