Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 23 Μαΐου 2021, τοῦ Παραλύτου (Ἰωάν. ε΄ 1-15)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἀνέβη ὁ Ἰησοῦς εἰς Ἱεροσόλυμα. ἔστι δὲ ἐν τοῖς Ἱεροσολύμοις ἐπὶ τῇ προβατικῇ κολυμβήθρα, ἡ ἐπιλεγομένη Ἑβραϊστὶ Βηθεσδά, πέντε στοὰς ἔχουσα. ἐν ταύταις κατέκειτο πλῆθος πολὺ τῶν ἀσθενούντων, τυφλῶν, χωλῶν, ξηρῶν, ἐκδεχομένων τὴν τοῦ ὕδατος κίνησιν. ἄγγελος γὰρ κατὰ καιρὸν κατέβαινεν ἐν τῇ κολυμβήθρᾳ, καὶ ἐτάρασσε τὸ ὕδωρ· ὁ οὖν πρῶτος ἐμβὰς μετὰ τὴν ταραχὴν τοῦ ὕδατος ὑγιὴς ἐγίνετο ᾧ δήποτε κατείχετο νοσήματι. ἦν δέ τις ἄνθρωπος ἐκεῖ τριάκοντα καὶ ὀκτὼ ἔτη ἔχων ἐν τῇ ἀσθενείᾳ αὐτοῦ. τοῦτον ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς κατακείμενον, καὶ γνοὺς ὅτι πολὺν ἤδη χρόνον ἔχει, λέγει αὐτῷ· θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι; ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ ἀσθενῶν· Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, ἵνα ὅταν ταραχθῇ τὸ ὕδωρ, βάλῃ με εἰς τὴν κολυμβήθραν· ἐν ᾧ δὲ ἔρχομαι ἐγώ, ἄλλος πρὸ ἐμοῦ καταβαίνει. λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ἔγειρε, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει. καὶ εὐθέως ἐγένετο ὑγιὴς ὁ ἄνθρωπος, καὶ ἦρε τὸν κράβαττον αὐτοῦ καὶ περιεπάτει. ἦν δὲ σάββατον ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ. ἔλεγον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι τῷ τεθεραπευμένῳ· σάββατόν ἐστιν· οὐκ ἔξεστί σοι ἆραι τὸν κράβαττον. ἀπεκρίθη αὐτοῖς· ὁ ποιήσας με ὑγιῆ, ἐκεῖνός μοι εἶπεν· ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει. ἠρώτησαν οὖν αὐτόν· τίς ἐστιν ὁ ἄνθρωπος ὁ εἰπών σοι, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει; ὁ δὲ ἰαθεὶς οὐκ ᾔδει τίς ἐστιν· ὁ γὰρ Ἰησοῦς ἐξένευσεν ὄχλου ὄντος ἐν τῷ τόπῳ. μετὰ ταῦτα εὑρίσκει αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς ἐν τῷ ἱερῷ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἴδε ὑγιὴς γέγονας· μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρόν σοί τι γένηται. ἀπῆλθεν ὁ ἄνθρωπος καὶ ἀνήγγειλε τοῖς Ἰουδαίοις ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ ποιήσας αὐτὸν ὑγιῆ.
1. Μόνος μέσα στὸ πλῆθος
Βηθεσδά· ἕνα ὄνομα ποὺ εἶχε γίνει ταυτόσημο μὲ τὸν πόνο, τὴν ἀσθένεια καὶ τὴ θλίψη. Ἔτσι ὀνομαζόταν ἡ δεξαμενὴ ποὺ βρισκόταν στὴν «προβατικὴ πύλη» τοῦ τείχους τῶν Ἱεροσολύμων, γύρω ἀπὸ τὴν ὁποία ὑπῆρχαν πέντε θολωτὰ ὑπόστεγα. Κάτω ἀπὸ τὰ ὑπόστεγα ἔμεναν ξαπλωμένοι ἕνα πλῆθος ἀσθενῶν ἀνθρώπων, βασανισμένων καὶ ἀπελπισμένων: τυφλοί, χωλοί, παράλυτοι καὶ ἀνάπηροι ἀπὸ κάθε εἴδους ἀσθένεια. Τί ζητοῦσαν ὅλοι αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι; Ἄγγελος Κυρίου, μᾶς λέει τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα, κατέβαινε κάθε τόσο, ἀνατάραζε τὸ νερὸ τῆς κολυμβήθρας καὶ τὸ νερό της ἔτσι γινόταν ἰαματικό. Ὅποιος ἔπεφτε πρῶτος σὲ αὐτό, θεραπευόταν, ἀπὸ ὁποιαδήποτε ἀσθένεια κι ἂν ὑπέφερε.
Ἐκεῖ μετέβη ὁ Κύριος στὴν ἀρχὴ τῆς δημόσιας δράσεώς του καὶ μεταξὺ αὐτῶν τῶν βασανισμένων ἀνθρώπων ἀντίκρισε κι ἕναν ἀσθενὴ ποὺ ἐπὶ τριάντα ὀκτὼ ὁλόκληρα χρόνια ἦταν παράλυτος. Τριάντα ὀκτὼ χρόνια ὑπομονῆς κι ἐλπίδας! Τὸν πλησίασε ὁ Χριστός, γνωρίζοντας τὴν πολυχρόνια δοκιμασία του καὶ τὸν ρώτησε: Θέλεις νὰ γίνεις ὑγιής; «Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω», ἀπάντησε ὁ παράλυτος. Δὲν ἔχω κανέναν ἄνθρωπο ποὺ νὰ μὲ συμπονεῖ καὶ νὰ ἐνδιαφέρεται γιὰ μένα, ὥστε νὰ μὲ ρίξει στὴ δεξαμενὴ ὅταν ταραχθεῖ τὸ νερό. Ἐνῶ προσπαθῶ μόνος μου νὰ φθάσω, ἄλλος προλαβαίνει καὶ κατεβαίνει νωρίτερα ἀπὸ ἐμένα. Γεμάτος στοργὴ καὶ ἀγάπη τότε ὁ φιλάνθρωπος Χριστὸς τοῦ λέει: Σήκω ἐπάνω, πάρε τὸ κρεβάτι σου στὸν ὦμο σου καὶ περπάτα. Καὶ ἀμέσως ὁ παράλυτος ἔγινε ὑγιής! Σήκωσε τὸ κρεβάτι του καὶ περπάτησε ἐλεύθερος.
Τριάντα ὀκτὼ χρόνια μόνος! Ἐγκαταλελειμμένος ἀπὸ ὅλους· ἀπομονωμένος ἀπὸ τὴν ὑπόλοιπη κοινωνία. Οὔτε τὸ πλῆθος τῶν ἀνθρώπων ποὺ συνέρρεε στὴ Βηθεσδά, οὔτε οἱ συγγενεῖς καὶ οἱ παλαιοὶ φίλοι του, οὔτε ἀκόμη καὶ οἱ ἱερεῖς τῶν Ἰουδαίων ἐνδιαφέρθηκαν ποτὲ νὰ τὸν βοηθήσουν. Αὐτὸ ἦταν τὸ παράπονο τοῦ ταλαίπωρου αὐτοῦ ἀνθρώπου.
Τὸ ἴδιο αὐτὸ παράπονο βασανίζει καὶ στὶς ἡμέρες μας ἀμέτρητους συνανθρώπους μας. Οἱ συνθῆκες ζωῆς μάλιστα τῶν τελευταίων μηνῶν μᾶς ἔχουν ἀναγκάσει νὰ ζοῦμε ἀπομονωμένοι· μακριὰ ἀπὸ συγγενεῖς καὶ φίλους, κλεισμένοι σ᾿ ἕνα δωμάτιο, ξεχασμένοι ἀπὸ τὴν ὑπόλοιπη κοινωνία. Πόσοι ἀκόμη συνάνθρωποί μας δοκιμάζονται ἀπομονωμένοι στὸ κρεβάτι ἑνὸς νοσοκομείου! Πόσοι ἄλλοι ἀναχωροῦν ἀπὸ αὐτὴ τὴ ζωὴ μόνοι τους, χωρὶς νὰ ἔχουν στὸ πλευρό τους οὔτε τὰ ἀγαπημένα τους πρόσωπα!
Ἂς συμπονοῦμε κι ἂς σκεπτόμαστε τοὺς ἀνθρώπους αὐτούς, ποὺ δοκιμάζονται στὸ καμίνι τῆς μοναξιᾶς καὶ τοῦ πόνου, κι ἂς ἱκετεύουμε τὸν Κύριο νὰ παρηγορεῖ καὶ νὰ στηρίζει τὶς ψυχές τους, ὅπως ἔπραξε τότε μὲ τὸν παράλυτο τῆς περικοπῆς.
2. Ἡ αἰτία τῆς ἀσθένειας
Οἱ Ἰουδαῖοι μόλις εἶδαν τὸν πρώην παράλυτο νὰ σηκώνει τὸ κρεβάτι του, τὸν ἐπέπληξαν, ἐπειδὴ δῆθεν παραβίαζε τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου. Αὐτὸς τοὺς ἀποκρίθηκε ὅτι αὐτὸ τὸν προέτρεψε νὰ κάνει Ἐκεῖνος ποὺ τὸν εἶχε θεραπεύσει. Τὸν ρώτησαν ἔπειτα οἱ Ἰουδαῖοι: Ποιὸς εἶναι ὁ ἄνθρωπος αὐτός; Ὁ θεραπευμένος παράλυτος ὅμως δὲν ἤξερε νὰ ἀπαντήσει, διότι ὁ Ἰησοῦς εἶχε ἐξαφανισθεῖ μέσα στὸ πλῆθος τῶν ἀνθρώπων.
Ἔπειτα ἀπὸ ὁρισμένον καιρὸ ὁ Κύριος συνάντησε πάλι τὸν πρώην παράλυτο στὸ Ἱερὸ καὶ τοῦ εἶπε: «Ἴδε ὑγιὴς γέγονας· μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρόν σοί τι γένηται». Βλέπεις, τώρα ἔχεις γίνει ὑγιής. Πρόσεξε λοιπὸν ἀπό ἐδῶ καὶ πέρα νὰ μὴν ἁμαρτάνεις πλέον, γιὰ νὰ μὴν πάθεις τίποτε χειρότερο ἀπὸ τὴν ἀσθένεια ποὺ εἶχες, καὶ ἡ ὁποία σοῦ προκλήθηκε ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες σου. Ἔφυγε τότε ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ Ἱερὸ καί, ὅταν συνάντησε τοὺς Ἰουδαίους, τοὺς ἀνήγγειλε ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἦταν Ἐκεῖνος ποὺ τὸν γιάτρεψε.
Ἀπὸ τὴν τελευταία αὐτὴ προτροπὴ τοῦ Κυρίου καταλαβαίνουμε ὅτι ὁ ταλαιπωρημένος πρώην παράλυτος εἶχε ἀποστατήσει ἀπὸ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ πολυώδυνη παράλυσή του ἦταν ἀποτέλεσμα τοῦ ἁμαρτωλοῦ του βίου. Οἱ ἀσωτίες του τὸν ἔριξαν στὸ κρεβάτι τοῦ πόνου. Παρέλυσε ἡ ψυχή του, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ παραλύσει καὶ τὸ σῶμα του. Κι ἂν δὲν τὸν θεράπευε ὁ Χριστός, ὄχι μόνο τριάντα ὀκτὼ χρόνια, ἀλλὰ παντοτινὰ θὰ βασανιζόταν.
Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἐπαναλαμβάνεται σὲ κάθε ἐποχὴ καὶ ἰδιαιτέρως στὶς ἡμέρες μας. Δὲν εἶναι λίγες οἱ φορὲς ποὺ ἡ παρέκκλιση ἀπὸ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν θεῖο νόμο του ἔχει δυσάρεστες συνέπειες, ὄχι μόνο στὴν ψυχικὴ ἀλλὰ καὶ στὴ σωματικὴ ὑγεία τοῦ ἀνθρώπου. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Κύριος τονίζει στὸν πρώην παράλυτο, ἀλλὰ καὶ στὸν καθένα μας, ὅτι τὸ πιὸ ἀποτελεσματικὸ φάρμακο γιὰ τὴν πρόληψη τῆς σωματικῆς ἀσθένειας εἶναι ἡ ἀποχὴ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ἡ θεάρεστη ζωή, ἡ ἐφαρμογὴ τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Τότε, ἀκόμη κι ἂν ἐπέλθει στὸν ἄνθρωπο ἡ φυσικὴ φθορὰ τοῦ σώματος, ἡ ψυχή του θὰ ἐξακολουθεῖ νὰ παραμένει θαλερὴ καὶ νὰ σφύζει ἀπὸ ὑγεία καὶ ζωή.