Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσμα (3/6)

Εὐαγγέλιον: ἡμέρας, Πέμ. ε΄ ἑβδ. Ἰωάννου (Ἰω. θ΄ 39-ι΄ 9)

39 καὶ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· εἰς κρῖμα ἐγὼ εἰς τὸν κόσμον τοῦτον ἦλθον, ἵνα οἱ μὴ βλέποντες βλέπωσι καὶ οἱ βλέποντες τυφλοὶ γένωνται. 40 καὶ ἤκουσαν ἐκ τῶν Φαρισαίων ταῦτα οἱ ὄντες μετ’ αὐτοῦ, καὶ εἶπον αὐτῷ· μὴ καὶ ἡμεῖς τυφλοί ἐσμεν; 41 εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· εἰ τυφλοὶ ἦτε, οὐκ ἂν εἴχετε ἁμαρτίαν· νῦν δὲ λέγετε ὅτι βλέπομεν· ἡ οὖν ἁμαρτία ὑμῶν μένει. 

ι΄ 1 Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὁ μὴ εἰσερχόμενος διὰ τῆς θύρας εἰς τὴν αὐλὴν τῶν προβάτων, ἀλλὰ ἀναβαί­νων ἀλλαχόθεν, ἐκεῖνος κλέπτης ἐστὶ καὶ λῃστής· 2 ὁ δὲ εἰσερχόμενος διὰ τῆς θύρας ποιμήν ἐστι τῶν προ­βάτων. 3 τούτῳ ὁ θυρωρὸς ἀνοίγει, καὶ τὰ πρόβατα τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἀκούει, καὶ τὰ ἴδια πρόβατα καλεῖ κατ’ ὄνομα καὶ ἐξάγει αὐτά. 4 καὶ ὅταν τὰ ἴδια πρόβατα ἐκβάλῃ, ἔμπροσθεν αὐτῶν πορεύεται, καὶ τὰ πρόβατα αὐτῷ ἀκολουθεῖ, ὅτι οἴδασι τὴν φωνὴν αὐτοῦ· 5 ἀλλοτρίῳ δὲ οὐ μὴ ἀκο­λουθήσωσιν, ἀλλὰ φεύξονται ἀπ’ αὐτοῦ, ὅτι οὐκ οἴ­δα­σι τῶν ἀλλοτρίων τὴν φωνήν. 6 Ταύτην τὴν παροιμίαν εἶ­πεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· ἐκεῖ­­νοι δὲ οὐκ ἔγνωσαν τίνα ἦν ἃ ἐλάλει αὐτοῖς. 7 Εἶπεν οὖν πάλιν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἐγώ εἰμι ἡ θύρα τῶν προβάτων. 8 πάντες ὅσοι ἦλθον πρὸ ἐμοῦ, κλέπται εἰσὶ καὶ λῃ­σταί· ἀλλ’ οὐκ ἤκουσαν αὐ­τῶν τὰ πρόβατα. 9 ἐγώ εἰμι ἡ θύρα· δι’ ἐμοῦ ἐάν τις εἰσέλθῃ, σωθήσεται, καὶ εἰσελεύσεται καὶ ἐξε­λεύ­σεται, καὶ νομὴν εὑρήσει.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ

39 Μετά λοιπόν ἀπό τήν πίστη αὐτή πού ἐκδήλωσε ὁ τυ­­φλός πού θεραπεύθηκε, σέ ἀντίθεση μέ τήν ἀπι­­στία τῶν Ἰουδαίων, εἶπε ὁ Ἰησοῦς: Ἐγώ ἦλθα στόν κό­­­σμο αὐ­τό γιά νά τόν φέρω σέ κρίση καί νά ξεχω­ρίσουν οἱ καλοπροαίρετοι ἀπό τούς διεστραμμένους. Κι αὐτή ἡ κρίση θά ἔχει τό ἑξῆς ἀποτέλεσμα: Ἐκεῖνοι πού θε­­­ωροῦνται ἀπό τούς νομομαθεῖς γραμ­μα­τεῖς ὅτι εἶ­­­ναι τυ­φλοί καί βυ­θι­σμένοι στό σκοτάδι τῆς ἄγνοιας καί τῆς πλάνης, αὐ­­­τοί θά δοῦν τό φῶς τῆς ἀλή­θειας. Κι ἐκεῖ­­­νοι πού πα­­­ρου­­σιά­ζονται ὡς γνῶστες τῶν Γρα­­φῶν καί νο­μίζουν ἀλαζονικά ὅτι βλέπουν, θά κατα­ντή­σουν σέ πνευ­­ματική τύφλωση. 40 Τά ἄκουσαν αὐτά καί μερικοί Φαρισαῖοι πού ἦταν ἐκεῖ κοντά του καί τοῦ εἶπαν: Μήπως κι ἐμεῖς, οἱ ἀνα­γνω­­­ρισμένοι διδάσκαλοι τοῦ ἔθνους, εἴμαστε πνευματικά τυφλοί καί πρέπει νά γίνουμε μαθητές σου γιά νά ἀνοίξουν τά μάτια μας; 41 Τούς εἶπε τότε ὁ Ἰησοῦς: Ἐάν ἤσασταν τυφλοί καί δέν γνωρίζατε τήν Ἁγία Γραφή, δέν θά εἴχατε ἁμαρ­­­­­­τία γιά τήν ἀπιστία πού δείχνετε σέ μένα· διότι ἡ ἀπι­­­στία σας θά προερχόταν ἀπό ἄγνοια καί ὄχι ἀπό πο­­­νηρή καί διεστραμμένη διάθεση. Τώρα ὅμως ἰσχυρίζεσθε ὅτι γνω­­ρί­­ζετε καλά τό νόμο καί ὅτι βλέπετε χωρίς νά ἔχετε τήν ἀνάγκη νά σᾶς διδάξει καί νά σᾶς ὁδηγήσει κάποιος ἄλλος. Ἡ ἁμαρτία σας λοιπόν, ἀφοῦ εἶναι ἁμαρτία συνει­δητή, πα­­ρα­μένει καί δέν συγχωρεῖται.

ι΄ 1 Νομίζετε ὅτι εἶστε οἱ ἀναγνωρισμένοι ὁδηγοί καί διδά­σκαλοι τοῦ Ἰσραήλ. Σᾶς διαβεβαιώνω ὅμως ἀληθινά ὅτι εἶστε ἐκμεταλλευτές τοῦ ποιμνίου καί κλέφτες τῶν προ­βάτων. Ἐκεῖνος πού δέν μπαίνει ἀπό τήν πόρτα στή μάνδρα, ὅπου φυλάγονται τά πρόβατα, ἀλλά ἀνεβαίνει ἀπό ἄλ­λο μέρος γιά νά πηδήσει μέσα κρυφά, ἐκεῖνος εἶναι κλέ­­­­φτης καί ληστής. (Δηλαδή εἶναι κλέφτης καί ληστής ἐκεῖ­νος πού χωρίς νά κληθεῖ καί νά ἀνυψωθεῖ ἀπό τόν Θεό στό ἀξίωμα τοῦ ποιμένος καί ὁδηγοῦ τῶν προβάτων τοῦ Θεοῦ, ζητᾶ νά τό σφετερισθεῖ καί νά τό ἁρπάξει, ὅπως τό κάνατε ἐσεῖς οἱ Φαρισαῖοι καί οἱ γραμματεῖς. Διότι, ἐνῶ βλέ­­­­­πετε ἀπό τά θαύματά μου ὅτι εἶμαι ὁ ἀναγνωρισμένος ἀπό τόν Θεό ποιμένας, σφετερίζεσθε τά δικαιώματά μου καί τήν ἐξουσία μου). 2 Ἀντίθετα, ἐκεῖνος πού μπαίνει στή μάνδρα ὄχι λα­θραῖα ἀλλά φανερά, ἀπό τήν πόρτα, εἶναι ποιμένας τῶν προβάτων. 3 Σ’ αὐτόν ὁ θυρωρός πού φυλάει τή μάνδρα ἀνοίγει τήν πόρτα, ἀλλά καί τά πρόβατα ἀκοῦν τή φωνή του καί τή γνωρίζουν. Κι αὐτός πάλι, γεμάτος ἐνδιαφέρον γιά τά πρόβατά του, φωνάζει τό καθένα μέ τ’ ὄνομά του καί τά βγάζει ἀπό τή μάνδρα γιά νά τά βοσκήσει. 4 Κι ὅταν βγάλει τά δικά του πρόβατα ἔξω ἀπό τή μάνδρα, στήν ὁποία μένουν καί ἄλλα ποίμνια μαζί, πηγαίνει μπροστά ἀπ’ αὐτά, καί τά πρόβατά του τόν ἀκο­λου­θοῦν. Διότι γνωρίζουν τή φωνή του καί τό σφύριγ­μά του, μέ τό ὁποῖο τά φωνάζει. 5 Ἕναν ξένο ὅμως δέν θά τόν ἀκολουθήσουν ποτέ, ἀλ­λά θά φύγουν μακριά ἀπ’ αὐτόν, διότι δέν γνω­­ρίζουν τή φωνή τῶν ξένων. Ἔτσι καί τά λογικά πρό­βατά μου· θά μέ ἀναγνωρίσουν ὡς ποιμένα τους, θά ἀκούσουν τή δι­­δα­­σκαλία μου καί θά αἰσθανθοῦν τό ἐν­­δι­­αφέρον μου καί τή στοργή μου γι’ αὐτά. Καί δέν θά παρασυρθοῦν ἀπό τούς ἀπατεῶνες, οἱ ὁποῖοι θά προ­­­­­σπαθήσουν νά τά ἐξαπατήσουν καί νά τά ἀποσπάσουν ἀπό μένα. 6 Αὐτόν τόν ἀλληγορικό λόγο τούς εἶπε ὁ Ἰησοῦς. Ἐκεῖ­νοι ὅμως δέν κατάλαβαν ποιά σημασία εἶχαν αὐτά πού τούς ἔλεγε. 7 Ἀφοῦ λοιπόν δέν κατάλαβαν τή σημασία τῆς παραβολῆς αὐτῆς, τούς εἶπε πάλι ὁ Ἰησοῦς καθαρότερα καί σα­φέστερα τά ἑξῆς: Ἀληθινά, ἀληθινά σᾶς λέω ὅτι ἐγώ εἶμαι ἡ πόρτα ἀπό τήν ὁποία τά πρόβατα μπαίνουν στή μάνδρα γιά νά ἀσφαλισθοῦν, καί βγαίνουν γιά νά βο­σκή­σουν. 8 Ὅλοι ὅσοι ἦλθαν τά τελευταῖα αὐτά χρόνια, προτοῦ νά ἔλθω ἐγώ, καί πῆραν μόνοι τους τό ἀξίωμα τοῦ ὁδη­­­­­­γοῦ τῶν προβάτων, εἶναι κλέφτες καί ληστές, διότι ἐπι­δίωξαν νά ἐκμεταλλευθοῦν καί νά ἐξολοθρεύσουν τά πρό­­­­­βατα. Ἀλλά τά πρόβατα δέν τούς ἄκουσαν. 9 Ἐγώ εἶμαι ἡ θύρα. Ἀπ’ αὐτή καί μόνο ἐάν μπεῖ κανείς ἑνωμένος μαζί μου, θά σωθεῖ· καί θά εἰσέλθει ὅπως τό πρόβατο στή μάνδρα γιά νά ἀναπαυθεῖ καί νά ἀσφαλισθεῖ κατά τή διάρκεια τῆς νύχτας· καί θά βγεῖ τό πρωί ἀπό τή μάνδρα γιά νά βοσκήσει, καί θά βρεῖ τροφή. Κάθε ψυχή δηλαδή, μόνο ὅταν εἶναι ἑνωμένη μαζί μου, θά ἀσφαλισθεῖ ἀπό κάθε πνευματικό κίνδυνο, θά τραφεῖ ἄφθονα μέ τή σωτη­ριώ­δη ἀλήθεια καί θά κατακτήσει τήν αἰώνια ζωή.