Ἀπόστολος: ἀποστόλου, Δευτέρας Διακαινησίμου (Πραξ. α΄ 12-17, 21-26)
12 Τότε ὑπέστρεψαν εἰς Ἱερουσαλὴμ ἀπὸ ὄρους τοῦ καλουμένου ἐλαιῶνος, ὅ ἐστιν ἐγγὺς Ἱερουσαλήμ, σαββάτου ἔχον ὁδόν. 13 καὶ ὅτε εἰσῆλθον, ἀνέβησαν εἰς τὸ ὑπερῷον οὗ ἦσαν καταμένοντες, ὅ τε Πέτρος καὶ Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννης καὶ Ἀνδρέας, Φίλιππος καὶ Θωμᾶς, Βαρθολομαῖος καὶ Ματθαῖος, Ἰάκωβος Ἀλφαίου καὶ Σίμων ὁ Ζηλωτὴς καὶ Ἰούδας Ἰακώβου. 14 οὗτοι πάντες ἦσαν προσκαρτεροῦντες ὁμοθυμαδὸν τῇ προσευχῇ καὶ τῇ δεήσει σὺν γυναιξὶ καὶ Μαρίᾳ τῇ μητρὶ τοῦ Ἰησοῦ καὶ σὺν τοῖς ἀδελφοῖς αὐτοῦ. 15 Καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις ταύταις ἀναστὰς Πέτρος ἐν μέσῳ τῶν μαθητῶν εἶπεν· ἦν τε ὄχλος ὀνομάτων ἐπὶ τὸ αὐτὸ ὡς ἑκατὸν εἴκοσιν· 16 ἄνδρες ἀδελφοί, ἔδει πληρωθῆναι τὴν γραφὴν ταύτην ἣν προεῖπε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον διὰ στόματος Δαυῒδ περὶ Ἰούδα τοῦ γενομένου ὁδηγοῦ τοῖς συλλαβοῦσι τὸν Ἰησοῦν, 17 ὅτι κατηριθμημένος ἦν σὺν ἡμῖν καὶ ἔλαχε τὸν κλῆρον τῆς διακονίας ταύτης.
21 δεῖ οὖν τῶν συνελθόντων ἡμῖν ἀνδρῶν ἐν παντὶ χρόνῳ ἐν ᾧ εἰσῆλθε καὶ ἐξῆλθεν ἐφ᾿ ἡμᾶς ὁ Κύριος Ἰησοῦς, 22 ἀρξάμενος ἀπὸ τοῦ βαπτίσματος Ἰωάννου ἕως τῆς ἡμέρας ἧς ἀνελήφθη ἀφ᾿ ἡμῶν, μάρτυρα τῆς ἀναστάσεως αὐτοῦ γενέσθαι σὺν ἡμῖν ἕνα τούτων. 23 Καὶ ἔστησαν δύο, Ἰωσὴφ τὸν καλούμενον Βαρσαββᾶν, ὃς ἐπεκλήθη Ἰοῦστος, καὶ Ματθίαν, 24 καὶ προσευξάμενοι εἶπον· σὺ Κύριε, καρδιογνῶστα πάντων, ἀνάδειξον ὃν ἐξελέξω ἐκ τούτων τῶν δύο ἕνα, 25 λαβεῖν τὸν κλῆρον τῆς διακονίας ταύτης καὶ ἀποστολῆς, ἐξ ἧς παρέβη Ἰούδας πορευθῆναι εἰς τὸν τόπον τὸν ἴδιον. 26 καὶ ἔδωκαν κλήρους αὐτῶν, καὶ ἔπεσεν ὁ κλῆρος ἐπὶ Ματθίαν, καὶ συγκατεψηφίσθη μετὰ τῶν ἕνδεκα ἀποστόλων.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ
12 Τότε οἱ ἀπόστολοι ἐπέστρεψαν στήν Ἱερουσαλήμ ἀπό τό ὄρος πού λεγόταν Ἐλαιώνας καί εἶναι κοντά στήν Ἱερουσαλήμ, σέ τόση ἀπόσταση ὅση ἐπιτρεπόταν νά βαδίσουν οἱ Ἰουδαῖοι τό Σάββατο. 13 Ὅταν μπῆκαν στήν πόλη, ἀνέβηκαν στό ὑπερῶο, στόν ἐπάνω δηλαδή ὄροφο τοῦ σπιτιοῦ, ὅπου τακτικά συναθροίζονταν ὅλοι οἱ πιστοί· ἀνέβηκαν ὁ Πέτρος καί ὁ Ἰάκωβος καί ὁ Ἰωάννης καί ὁ Ἀνδρέας, ὁ Φίλιππος καί ὁ Θωμᾶς, ὁ Βαρθολομαῖος καί ὁ Ματθαῖος, ὁ Ἰάκωβος, ὁ γιός τοῦ Ἀλφαίου, καί ὁ Σίμων ὁ Ζηλωτής καί ὁ Ἰούδας, ὁ γιός τοῦ Ἰακώβου. 14 Αὐτοί ὅλοι μέ μιά ψυχή καί μιά καρδιά καί μέ τά ἴδια αἰσθήματα καί τίς ἴδιες διαθέσεις ἔμεναν ἀφοσιωμένοι, ἀκούραστοι καί καρτερικοί στήν προσευχή καί στή δέηση μαζί μέ τίς εὐσεβεῖς γυναῖκες πού ἀκολούθησαν τόν Κύριο ἀπό τή Γαλιλαία, καί μέ τή Θεοτόκο Μαρία, τή μητέρα τοῦ Ἰησοῦ, καί μαζί μέ τούς θεωρούμενους ἀδελφούς του. 15 Μιά ἀπό τίς ἡμέρες ἐκεῖνες πού ἀκολούθησαν μετά τήν ἀνάληψη τοῦ Κυρίου, σηκώθηκε ὁ Πέτρος, στάθηκε στό κέντρο ἀνάμεσα στούς μαθητές καί εἶπε: (Ἦταν τότε συναθροισμένοι στό ἴδιο μέρος περίπου ἑκατόν εἴκοσι πιστοί). 16 Ἄνδρες ἀδελφοί, ἀφοῦ ἦταν θεόπνευστος, ἔπρεπε νά πραγματοποιηθεῖ ἐπακριβῶς καί ὁλοκληρωτικά ὁ λόγος τῆς Ἁγίας Γραφῆς πού προεῖπε τό Ἅγιον Πνεῦμα μέ τό στόμα τοῦ Δαβίδ γιά τόν Ἰούδα, ὁ ὁποῖος κατάντησε νά γίνει ὁδηγός ἐκείνων πού συνέλαβαν τόν Ἰησοῦ. 17 Ἡ προφητεία αὐτή μιλάει γιά τό ἀξίωμα ἀπό τό ὁποῖο ἐξέπεσε ὁ Ἰούδας. Διότι αὐτός εἶχε συγκαταριθμηθεῖ μαζί μέ μᾶς καί ἔλαβε τό μερίδιό του στήν ἀποστολική αὐτή διακονία ὄχι βέβαια ἐπειδή τό ἄξιζε, ἀλλά σάν κλῆρο κατά θεία χάρη, τήν ὁποία δέν ἐκτίμησε.
21 Ἀφοῦ λοιπόν μέ τό θάνατο τοῦ Ἰούδα καί τήν ἐρήμωση τοῦ χωραφιοῦ του ἐκπληρώθηκε ἡ πρώτη προφητεία, πρέπει νά γίνει καί ἡ ἀντικατάσταση τοῦ Ἰούδα, γιά νά ἐκπληρωθεῖ καί ἡ τελευταία αὐτή προφητεία. Ἀπό τούς ἄνδρες δηλαδή πού ἦταν μαζί μας καί παρακολούθησαν σ’ ὅλη τους τή διάρκεια τά γεγονότα καί τή δράση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ, ὁ ὁποῖος μᾶς συναναστρεφόταν καί μπαινόβγαινε ἀνάμεσά μας, 22 ἀπό τόν καιρό δηλαδή πού ξεκίνησε τή δημόσια δράση του, ὅταν βαπτίσθηκε ἀπό τόν Ἰωάννη, μέχρι τήν ἡμέρα πού ἀναλήφθηκε κι ἔφυγε ἀπό κοντά μας· ἀπό τούς ἀνθρώπους αὐτούς λοιπόν πρέπει νά ἐκλεγεῖ ἕνας καί νά γίνει μαζί μέ μᾶς μάρτυρας τῆς Ἀναστάσεώς του. 23 Πρότειναν λοιπόν δύο ὑποψήφιους, τόν Ἰωσήφ, πού ὀνομαζόταν Βαρσαββᾶς, ὁ ὁποῖος πῆρε καί τό ἐπώνυμο Ἰοῦστος, καί τόν Ματθία. 24 Προσευχήθηκαν ἔπειτα καί εἶπαν: Ἐσύ, Κύριε, πού γνωρίζεις τίς καρδιές ὅλων, φανέρωσε καθαρά ἐκεῖνον πού διάλεξες, ἕναν ἀπ’ αὐτούς τούς δύο, 25 γιά νά ἀναλάβει τό ἀξίωμα τῆς διακονίας αὐτῆς, δηλαδή τό ἀποστολικό ἀξίωμα, πού πα-ρέχεται κατά θεία βουλή καί χάρη σάν κλῆρος. Ἀπ’ αὐτό τό ἀξίωμα ἐξέπεσε ὁ Ἰούδας, γιά νά πάει στόν τόπο τῆς αἰώνιας καταδίκης πού τοῦ ἄξιζε καί τόν ὁποῖο μόνος του διάλεξε. 26 Ἔριξαν τότε κλήρους μέ τά ὀνόματά τους, κι ὁ κλῆρος ἔπεσε στό Ματθία. Καί κατατάχθηκε αὐτός μαζί μέ τούς ἕντεκα ἀποστόλους.