Ἀποστολικό Ἀνάγνωσμα (18/8)

Ἀπόστολος: ἡμέρας, Τετ. θ΄ ἑβδ. ἐπιστολῶν (Α΄ Κορ. ιγ΄ 4-δ΄ 5)

4 Ἡ ἀγάπη μακροθυμεῖ, χρηστεύεται, ἡ ἀγάπη οὐ ζηλοῖ, ἡ ἀγάπη οὐ περπερεύεται, οὐ φυσιοῦται, 5 οὐκ ἀσχημονεῖ, οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς, οὐ παροξύνεται, οὐ λογίζεται τὸ κακόν, 6 οὐ χαίρει ἐπὶ τῇ ἀδικίᾳ, συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ· 7 πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει. 8 ἡ ἀγάπη οὐδέποτε ἐκπί­πτει. εἴτε δὲ προφητεῖαι, καταργηθήσονται· εἴτε γλῶσ­σαι, παύσονται· εἴτε γνῶσις, καταργηθήσεται. 9 ἐκ μέρους δὲ γινώσκομεν καὶ ἐκ μέρους προφητεύομεν· 10 ὅταν δὲ ἔλθῃ τὸ τέλειον, τότε τὸ ἐκ μέρους καταργηθήσεται. 11 ὅτε ἤμην νήπιος, ὡς νήπιος ἐλάλουν, ὡς νήπιος ἐφρόνουν, ὡς νήπιος ἐλογιζόμην· ὅτε δὲ γέγονα ἀνήρ, κατήργηκα τὰ τοῦ νηπίου. 12 βλέπομεν γὰρ ἄρτι δι᾿ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι, τότε δὲ πρόσωπον πρὸς πρόσωπον· ἄρτι γινώσκω ἐκ μέρους, τότε δὲ ἐπιγνώσομαι καθὼς καὶ ἐπεγνώσθην. 13 νυνὶ δὲ μένει πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη, τὰ τρία ταῦτα· μείζων δὲ τούτων ἡ ἀγάπη.

ιδ΄ 1 Διώκετε τὴν ἀγάπην· ζη­λοῦτε δὲ τὰ πνευματικά, μᾶλλον δὲ ἵνα προφητεύητε. 2 ὁ γὰρ λαλῶν γλώσσῃ οὐκ ἀνθρώποις λαλεῖ, ἀλλὰ τῷ Θεῷ· οὐδεὶς γὰρ ἀκούει, πνεύματι δὲ λαλεῖ μυστήρια· 3 ὁ δὲ προφητεύων ἀνθρώ­ποις λαλεῖ οἰκοδομὴν καὶ παράκλησιν καὶ παραμυθίαν. 4 ὁ λαλῶν γλώσσῃ ἑαυτὸν οἰκοδομεῖ, ὁ δὲ προφητεύων ἐκκλησίαν οἰκοδομεῖ. 5 θέλω δὲ πάντας ὑμᾶς λαλεῖν γλώσσαις, μᾶλλον δὲ ἵνα προφητεύητε· μείζων γὰρ ὁ προφητεύων ἢ ὁ λαλῶν γλώσσαις, ἐκτὸς εἰ μὴ διερμηνεύῃ, ἵνα ἡ ἐκ­κλησία οἰκοδομὴν λάβῃ.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ

4 Ἐκεῖνος πού ἔχει ἀγάπη εἶναι μεγαλόψυχος, ἀνεκτικός καί μέ πλατιά καρδιά· γίνεται εὐεργετικός καί ὠφέλιμος. Ἐκεῖνος πού ἔχει ἀγάπη δέν φθονεῖ, δέν ξυπάζεται καί δέν φέρεται μέ ἀλαζονεία καί αὐθάδεια· δέν φουσκώνει ἀπό οἴηση καί ὑπερηφάνεια· 5 δέν κάνει τίποτε τό ἄσχημο, δέν ζητᾶ τά δικά του συμφέροντα, δέν ἐρεθίζεται ἀπό θυμό καί ὀργή, δέν σκέπτεται ποτέ κακό ἐναντίον τοῦ ἄλλου, οὔτε λογαριάζει τό κακό πού ἔπαθε ἀπ’ αὐτόν. 6 Δέν χαίρεται ὅταν βλέπει νά γίνεται κάτι ἄδικο, χαίρεται ὅμως ὅταν βλέπει τήν ἀλήθεια νά ἐπικρατεῖ. 7 Σκεπάζει ὅλες τίς ἐλλείψεις τοῦ ἄλλου καί δέν τόν διαπομπεύει γι’ αὐτές· σχηματίζει εὐνοϊκή πεποίθηση σέ ὅλα γι’ αὐτόν πού ἀγαπᾶ. Κι ὅταν βρίσκεται μπροστά σέ παρεκτροπές τοῦ ἄλλου, ἐλπίζει ὅτι ἀπ’ ὅλες αὐτές θά διορθωθεῖ· σ’ ὅλα δείχνει ὑπομονή γιά τόν συ­νάν­θρω­πό του. 8 Ἡ ἀγάπη δέν ξεπέφτει ποτέ, ἀλλά μένει πάντοτε ἀληθινή καί ἰσχυρή, ἀκόμη καί μετά τό θάνατό μας. Οἱ προ­φητεῖες πού ὑπάρχουν τώρα ὡς χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύ­ματος θά καταργηθοῦν· καί τά χαρίσματα τῶν γλωσ­­σῶν πού ὑπάρχουν, κι αὐτά θά παύσουν· καί ἡ γνώ­­­­­ση πού ὑπάρχει, θά καταργηθεῖ κι αὐτή. 9 Θά καταργηθοῦν ὅλα αὐτά στήν ἄλλη ζωή. Διότι τώρα ἕνα μέρος τῆς γνώσεως κατέχουμε καί ἕνα μέρος τῆς ἀλήθειας προφητεύουμε. Στή ζωή αὐτή ἡ γνώση μας εἶναι περιορισμένη, καί οἱ προφῆτες ἕνα μέρος μόνο τῶν μυστηρίων τῆς θείας σοφίας μᾶς ἀποκαλύπτουν. 10 Ὅταν ὅμως στήν ἄλλη ζωή ἔλθει τό τέλειο καί μᾶς δο­θεῖ ἡ τέλεια γνώση, τότε τό μερικό καί ἀτελές θά κα­ταρ­γηθεῖ. 11 Κι αὐτό πού σᾶς γράφω θά τό καταλάβετε καλύτερα μέ τό ἑξῆς παράδειγμα: Ὅταν ἤμουν νήπιο, ὡς νήπιο μιλοῦσα, ὡς νήπιο σκεφτόμουν, ὡς νήπιο ἔκρινα καί συλλογιζόμουν. Ὅταν ὅμως ἔγινα ἄνδρας, κατάργησα πλέον ἐκεῖνα τά νηπιώδη. Δέν μιλῶ πλέον σάν νήπιο· ἡ σκέψη μου καί ὁ συλλογισμός μου εἶναι τώρα ὥριμα. Ἀνάλογα μπορεῖτε νά σχηματίσετε κάποια ἰδέα γιά τή γνώση καί γενικότερα γιά τήν τελειότητα πού θά μᾶς δοθεῖ στήν ἄλλη ζωή. 12 Διότι τώρα βλέπουμε σάν μέσα ἀπό μεταλλικό καθρέφτη θαμπά καί μέ τόση ἀτέλεια, ὥστε νά μᾶς μένουν πολλά αἰνίγματα πού δέν μποροῦμε νά τά ἐξηγήσουμε. Τότε ὅμως θά δοῦμε φανερά καί καθαρά, διότι θά δοῦμε κατευθείαν πρόσωπο μέ πρόσωπο. Τώρα γνωρίζω μόνο ἕνα μέρος τῆς ἀλήθειας. Τότε ὅμως θά λάβω τόσο τέλεια γνώση, ὅσο τέλεια μέ γνώριζε ὁ παντογνώστης Κύριος, ὅταν ἐνεργοῦσε τήν ἐπιστροφή μου καί μέ καλοῦσε στό ἀποστολικό ἀξίωμα. 13 Αὐτά θά γίνουν στήν ἄλλη ζωή. Τώρα ὅμως στή ζωή αὐτή μένουν ἡ πίστη, ἡ ἐλπίδα καί ἡ ἀγάπη. Αὐτά τά τρία. Καί μεγαλύτερη ἀπό αὐτά εἶναι ἡ ἀγάπη.

ιδ΄ 1 Ἀφοῦ λοιπόν τόσο πολύ ὑπερέχει ἡ ἀγάπη, νά ἐπι­­διώκετε μέ ἐπιμονή νά τήν ἀποκτήσετε. Καί νά ἐπι­θυ­μεῖτε μέ ζῆλο τά πνευματικά χαρίσματα, καί περισσότερο τήν ἔμπνευση τοῦ προφητικοῦ χαρίσματος, γιά νά διδάσκετε τούς πιστούς. 2 Τό προφητικό χάρισμα εἶναι ἀνώτερο ἀπό τό χάρισμα τῶν γλωσσῶν, πού πολλοί ἀπό σᾶς ζηλεύουν νά τό εἶχαν. Διότι ἐκεῖνος πού μιλάει γλῶσσες, δέν μιλάει σέ ἀνθρώπους ἀλλά στό Θεό. Καί δέν μιλάει στούς ἀν­θρώπους, διότι κανείς ἀπό ἐκείνους πού ἀκοῦνε δέν κα­ταλαβαίνει τί λέει αὐτός. Αὐτός λέει μυστηριώδεις ἀλή­θειες μέσα ἀπ’ τήν ψυχή του, πού διευθύνεται ἀπό τό χάρισμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. 3 Ἐκεῖνος ὅμως πού προφητεύει, λέει στούς ἀνθρώπους λόγους πού στηρίζουν στήν πίστη καί προτρέπουν καί ἐνισχύουν στήν ἀρετή καί παρηγοροῦν στούς πειρασμούς. 4 Ἐκεῖνος πού χαρισματικά μιλάει γλῶσσες, αἰσθάνεται βέβαια τήν ἐπενέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία θερμαίνει καί ἐμπνέει τό ἐσωτερικό του· ἀλλά ἡ ἐπε­νέργεια αὐτή οἰκοδομεῖ μόνο τόν ἑαυτό του. Ἐκεῖνος ὅμως πού προφητεύει καί διδάσκει τίς ἀλήθειες τῆς πίστεως, οἰκοδομεῖ ὁλόκληρη τή σύναξη τῶν πιστῶν. 5 Ἀφοῦ λοιπόν τό θέλετε ἐσεῖς, τό θέλω κι ἐγώ νά μιλᾶτε ὅλοι σας γλῶσσες· περισσότερο ὅμως θέλω νά προφητεύετε. Διότι ἀνώτερος ὡς πρός τήν ὠφέλεια πού προσφέρει στούς ἀδελφούς εἶναι ἐκεῖνος πού προφητεύει καί διδάσκει παρά ἐκεῖνος πού μιλάει γλῶσσες· ἐκτός ἐάν ὁ ἴδιος διερμηνεύει καί ἐξηγεῖ τά ὅσα λέει, ὥστε ἡ σύναξη τῶν πιστῶν νά κατανοεῖ αὐτά πού λέει, κι ἔτσι νά οἰκοδομεῖται καί νά ὠφελεῖται.