2. «Μή κρίνετε, ἵνα μή κριθῆτε»

 

Μεταφορτώσεις

Θέμα για τους κυκλάρχες

 

Στή συνέχεια τῆς «ἐπί τοῦ ὄρους ὁμιλίας» Του ὁ Κύριος ἔρχεται σέ ἕνα θέμα τῆς καθημερινῆς ζωῆς, στό ὁποῖο ὅλοι μας, ἄλλος λιγότερο καί ἄλλος περισσότερο, βρίσκουμε ἔνοχο τόν ἑαυτό μας. Πρόκειται γιά τό συνηθισμένο ἀλλά καί μεγάλο ἁμάρτημα τῆς κατακρίσεως, τό ὁποῖο δέν λείπει, ὡς ἐπί τό πλεῖστον, ἀπό τό περιεχόμενο τῆς τακτικῆς ἐξομολογήσεώς μας ἐνώπιον τοῦ Πνευματικοῦ μας. Καί μόνη ἡ κατάκριση, λένε οἱ ἱεροί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, μπορεῖ νά κλείσει ἐνώπιόν μας τήν πύλη τοῦ Παραδείσου.

Μελέτη περικοπῆς: Ματθ. ζ´ 1-6.

1. Ὅταν λέει ὁ Κύριος «μή κρίνετε», ἀπαγορεύει ἄραγε τήν κριτική ἱκανότητα τοῦ νοῦ μας, τήν ὁποία Ἐκεῖνος μᾶς χάρισε; Ἀσφαλῶς ὄχι. «Ἀπαγορεύει ὄχι πᾶσαν κρίσιν – διότι ἡ κρίσις, τό νά κρίνῃ ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἡ πλέον φυσική ἐνέργεια τοῦ λογικοῦ – ἀλλά τήν κατάκρισιν, τήν καταλαλιάν» (π. Σεραφείμ). Εἶναι σάν νά μᾶς λέει: «μή κρίνετε ἄνευ γνώσεως, ἀγάπης ἤ ἀνάγκης. Ὁ κύων ὅμως πρέπει νά λογίζεται ὡς κύων καί ὁ χοῖρος ὡς χοῖρος» (Π. Ν.Τρεμπέλας). Δέν θά παύσει νά λειτουργεῖ ἡ κριτική μας ἱκανότητα ὀρθά, οὔτε θά φθάσουμε στήν ἀδιαφορία καί τόν ἀμοραλισμό τῆς ἐποχῆς μας, ὁ ὁποῖος δέν κάνει διάκριση μεταξύ καλοῦ καί κακοῦ, ἠθικοῦ καί ἀνήθικου. Ἄλλο ἡ κρίση καί ἄλλο ἡ κατάκριση.

2. Πῶς αἰτιολογεῖ ὁ Κύριος τήν ἐντολή τῆς ἀποφυγῆς τῆς κατακρίσεως;
α) Μέ τό ὅτι θά κριθοῦμε κι ἐμεῖς, πού κατακρίνουμε τούς ἄλλους. Ἀπό ποιούς; Ἀπό τούς συνανθρώπους μας, οἱ ὁποῖοι βλέπουν τή ζωή μας καί παρατηροῦν τήν ὅλη συμπεριφορά μας, τά λόγια μας, τά ἔργα καί τίς ἐνέργειές μας. Κυρίως ὅμως κατά τή Δευτέρα Παρουσία ἀπό τόν παντογνώστη καί δικαιοκρίτη Θεό, ὁ Ὁποῖος γνωρίζει μέχρι λεπτομερειῶν τή ζωή μας.
Θά κριθοῦμε μάλιστα, προσθέτει ὁ Κύριος, μέ τόν ἴδιο αὐστηρό τρόπο μέ τόν ὁποῖο κατακρίνουμε ἐμεῖς τούς ἄλλους. Ὅση ἀκρίβεια ἀπαιτεῖς ἀπό τόν ἄλλο, σχολιάζει ὁ ἑρμηνευτής Ζιγαβηνός, τόση ἀκρίβεια ὡς πρός τή συμπεριφορά σου θά σοῦ ζητήσει ὁ Θεός. Τόση ἀκρίβεια καί ἁγιότητα ἐπίσης θά ζητήσουν ἀπό σένα καί οἱ συνάνθρωποί σου. Εἶναι αὐτό νόμος δικαιοσύνης (βλ. καί Ἰακ. β´ 13).
Ἐάν ἑπομένως δέν θέλουμε νά γευθοῦμε τήν πικρία πού προκα­λεῖ στήν ψυχή ἡ κατάκριση εἰς βάρος μας, ἡ ἀσφαλής ὁδός εἶναι ἡ ὑπόδειξη τοῦ Κυρίου περί ἀποφυγῆς τῆς κατακρίσεως. Καί ἐάν ὅλοι μας τηρούσαμε αὐτή τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου, θά ἤμασταν πράγματι εἰρηνικοί καί εὐτυχεῖς. Δέν θά ἐπέτρεπε ὁ δίκαιος Κύριος νά ὑποφέρουμε ἀπό ἄδικες κρίσεις εἰς βάρος μας. Θά μᾶς ἔδινε καί τή Χάρι Του, ὥστε νά μένουμε ἤρεμοι καί εἰρηνικοί ὅταν τυχόν κακόβουλοι ἄνθρωποι θά στρέφονταν ἐναντίον μας.
β) Ποιά ἄλλη αἰτιολογία τῆς ἐντολῆς γιά ἀποφυγή τῆς κα­τακρίσεως ἀναφέρει ὁ Κύριος; Τί σημαίνουν οἱ στίχοι 3 καί 4;
Ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ὡς «σάρκα φοροῦντες» καί τόν ἁμαρτωλό κόσμο «οἰκοῦντες», εἴμαστε ἁμαρτωλοί, συναμαρτωλοί. Δέν ἀπο­κλείε­ται μάλιστα νά ἔχουμε ἐμεῖς πού κατακρίνουμε τούς ἄλλους μεγαλύτερα ἁμαρτήματα ἀπό ἐκείνους καί κανένα ἐλαφρυντικό τῶν πράξεών μας. Τά δικά μας νά εἶναι σάν δοκάρι στό μάτι μας καί τοῦ ἄλλου σάν λεπτό ξυλαράκι.
Ἡ κατάκριση ἑπομένως φανερώνει ἔλλειψη αὐτογνωσίας, ὑπο­κρισία καί ἀσπλαχνία. Ὑπάρχουν μάλιστα ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι «παρουσιάζονται ὡς δῆθεν ἠθικῶς εὐαίσθητοι… πού δέν ἀνέχονται δῆθεν τά ἄτοπα καί… ἐνῶ αὐτοί σύρουν μεγάλας καί βαρείας ἁ­μαρτίας, τάς ὁποίας ἐν γνώσει καί ἐκ προθέσεως ἔπραξαν, καί ὅμως οἱ τοιοῦτοι τολμοῦν νά κατακρίνουν τά ἐλάχιστα σφάλματα τῶν ἄλλων, τά ὁποῖα ἐκεῖνοι ἔπραξαν ἀπό ἄγνοιαν ἤ συναρπαγήν, ὅπως κατά λάθος μπαίνει εἰς τό μάτι μας τό ξυλαράκι» (π. Σεραφείμ).
Σέ πολλά σημεῖα ἡ Ἁγία Γραφή τονίζει τήν ἀλήθεια ὅτι ὅλοι εἴμαστε ἁμαρτωλοί καί ὅτι ὁ καθένας θά δώσει λόγο στόν Θεό γιά τά δικά του ἁμαρτήματα. Ἐνθυμεῖσθε κανένα ρητό; «Τίς καυχήσεται ἁγνήν ἔχειν τήν καρδίαν; ἤ τίς παρρησιάσεται καθαρός εἶναι ἀπό ἁμαρτιῶν;» (Παρ. κ´ 9). «Πολλά πταίομεν ἅπαντες» (Ἰακ. γ´ 2). «Ἕκαστος τό ἴδιον φορτίον βαστάσει» (Γαλατ. Ϛ´ 5) «Ἕκαστος ἡμῶν περί ἑαυτοῦ λόγον δώσει τῷ Θεῷ» (Ρωμ. ιδ´ 12).
Ὅταν λοιπόν σκεπτόμαστε σοβαρά αὐτή τήν ἀλήθεια, θά ἀποφεύγουμε νά κατακρίνουμε τούς ἄλλους. Διότι θά δώσουμε λόγο ὄχι μόνο γιά τά ἁμαρτήματά μας, ἀλλά καί γιά τήν κατάκριση πού διαπράττουμε ἐξετάζοντας τά ἁμαρτήματα τῶν ἄλλων. Καί δέν εἶναι ἀπίθανο οἱ ἄλλοι, τούς ὁποίους ἐμεῖς κατακρίνουμε, νά ἔχουν μετανοήσει γιά τά ἁμαρτήματά τους καί νά βροῦν ἔλεος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ἐμεῖς νά κατακριθοῦμε.
γ) Μήπως ἀποτελεῖ τρίτη αἰτιολογία τῆς ἐντολῆς γιά ἀπο­φυγή τῆς κατακρίσεως ἡ ἀναφορά τῆς λέξεως «ἀδελφός» καί μάλιστα τρεῖς φορές; Ἀσφαλῶς. Τί θέλει νά πεῖ μέ αὐτό ὁ Κύριος; Ὅτι ὁ ἄλλος, τόν ὁποῖο κατακρίνουμε, δέν εἶναι ξένος, εἶναι ἀδελφός μας. Κάτι ἀνάλογο ἔλεγε καί ὁ θεοφώτιστος Ψαλμωδός: «Καθήμενος κατά τοῦ ἀδελφοῦ σου κατελάλεις» (Ψαλ. μθ´ 20). Ὁ δέ ἱερός Χρυσόστομος γράφει ὅτι «ὁ κατηγορῶν (ὁ κατακρίνων) ἀδελ­φικά κρέα ἔφαγε» (=κατέφαγε τόν ἀδελφό του) (ΕΠΕ 32, 34). Εἴμαστε ἀδελφοί ὡς τέκνα τοῦ ἴδιου οὐράνιου Πατέρα, ὡς βα­πτισμένοι στό ὄνομά Του καί ὡς ἀδελφοί τοῦ πρωτότοκου Ἀδελφοῦ μας Ἰησοῦ, ὡς μέλη τῆς ἴδιας οἰκογένειας τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία.
Ποιό τό χρέος μας ὡς ἀδελφῶν; Δέν εἶναι ὑποχρέωσή μας ἡ ἀγάπη μεταξύ μας καί ἡ συγκάλυψη τῶν τυχόν σφαλμάτων τοῦ ἀδελφοῦ μας; Ποιός λογικός ἄνθρωπος διαπομπεύει τόν ἀδελφό του καί ἐξευτελίζει τήν οἰκογένειά του;

3. Τί συνιστᾶ ἔμμεσα ὁ 5ος στίχος; Πῶς ἀντιλαμβάνεσθε τό νόημά του; Τί σημαίνει ἰδιαιτέρως ἡ λέξη «ὑποκριτά», πού χρησιμοποιεῖ ὁ Κύριος; Ὅτι χρειάζεται αὐτοεξέταση γιά νά γνωρίσουμε ποιά ἐλατήρια μᾶς κινοῦν σέ κατάκριση. Μήπως θέλουμε νά κρύψουμε κάτι; Τότε μπορεῖς νά κρίνεις τόν ἄλλο, ὅταν εἶσαι καθαρός ἀπό ἁμαρτήματα. Δέν ἀπαγορεύεται ὁ ἔλεγχος τῶν πράξεων τῶν ἄλλων, ὅταν ὑπάρχει ἡ προϋπόθεση τῆς εἰλικρινοῦς ἀγάπης καί ὅταν δέν γίνεται ἀπό ὑποκριτικό ἐνδιαφέρον γιά τόν ἄλλο. Ἑπομένως συνιστᾶται ἡ στροφή πρός τόν ἑαυτό μας. Ἡ κάθαρση τῶν ἐλατηρίων, μέ τά ὁποῖα παρατηροῦμε καί κρίνουμε τίς ἐνέργειες τῶν ἄλλων. Ἐάν δέν θέλουμε νά ταπεινώσουμε τόν ἄλλο μέ τίς κρίσεις μας γι᾿ αὐτόν, γιά νά ὑψωθοῦμε ἐμεῖς καί φανοῦμε ἐνάρετοι, τότε δέν διαπράττουμε κατάκριση. Ἐάν προσευχόμαστε γιά τά σφάλματά του καί πονοῦμε γι᾿ αὐτά εἰλικρινά, καί πάλι δέν κατακρίνουμε. Ἡ θεραπεία δηλαδή τοῦ πάθους τῆς κατακρίσεως ἐπέρχεται μέ «τήν στροφήν πρός τόν ἑαυτόν μας καί τήν ἐργασίαν διά τήν διόρθωσιν τοῦ ἑαυτοῦ μας» (π. Σεραφείμ). Ἡ στροφή αὐτή θά παρουσιάσει ἐνώπιόν μας πλῆθος ἀτελειῶν καί ἁμαρτημάτων. Καί ἐάν θελήσουμε εἰλικρινά νά διορθωθοῦμε ἐμεῖς, δέν θά μᾶς μένει χρόνος γιά νά ἀσχολούμαστε μέ τό τί κάνει ὁ ἕνας καί ὁ ἄλλος. Οὔτε θά κατακρίνουμε, οὔτε θά ἀκοῦμε κατακρίσεις τῶν ἄλλων εἰς βάρος τρίτων (βλ. καί Ψαλ. λζ´ 14, ρ´ 5).

4. Πῶς συνδέεται μέ τό θέμα μας περί κατακρίσεως ὁ 6ος στίχος; Τί λέει ἡ ἑρμηνεία του; Ὅτι ναί μέν δέν πρέπει νά κα­τα­κρίνουμε, ἀλλά δέν πρέπει νά εἴμαστε καί ἀφελεῖς. Ἄλλο ἡ κατάκριση καί ἄλλο ἡ διάκριση. Πρέπει νά διακρίνουμε πρόσωπα καί πράγματα καί νά μήν ἀμνηστεύουμε τά πάντα. Αὐτόν πού κυλιέται σάν χοῖρος στόν βόρβορο τῆς ἀκολασίας καί ἁμαρτάνει μέ συναίσθηση καί μέ ἱκανοποίηση, δέν θά τόν θεωροῦμε κα­θαρό. Θά τόν βλέπουμε ὡς ἀκάθαρτο καί θά κάνουμε ὅ,τι μᾶς εἶναι δυνατόν μέ ἀγάπη, γιά νά καθαρισθεῖ. Χρειάζεται ὅμως καί ἐν προκειμένῳ σύνεση. Γι᾿ αὐτό λέει ἐδῶ ὁ Κύριος, «μή βάλητε τούς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων». Δέν μποροῦν νά δεχθοῦν οἱ ἀσεβεῖς τά ἅγια. Εἶναι πιθανόν νά τά καταπατήσουν, νά τά διακωμωδήσουν καί νά τά βλασφημήσουν. Χρειάζεται εἰδική Χάρις Θεοῦ καί πολλή προσευχή καί ταπείνωση, γιά νά ἐπιδράσει ἕνας καλός λόγος σέ κάποιον ἀσεβή. Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά ἐκείνους οἱ ὁποῖοι «ὡς ἄλλοι κῦνες ζοῦν βίον ἀσεβῆ καί ἀναίσχυντον» (Π. Ν. Τρεμπέλας). «Ἀνθρώπους πού ἁμαρτάνουν θανασίμως καί διαπράττουν βλασφημίαν κατά τοῦ Πνεύματος» (π. Σεραφείμ), θά τούς ἀγαποῦμε βεβαίως καί θά θέλουμε τή μετάνοιά τους καί θά συμβάλλουμε μέ κάθε τρόπο στή διόρθωσή τους. Ὡσότου ὅμως μετανοήσουν, θά τούς βλέπουμε ὅπως πράγματι εἶναι, δηλαδή σάν ἀσεβεῖς καί σάν ἀσθενεῖς, ἀπό τούς ὁποίους χρειάζεται προσοχή γιά νά μή μᾶς μεταδώσουν τό νόσημά τους. Καί δέν θά παύουμε νά προσευχόμαστε μέ ταπεινοφροσύνη καί γι᾿ αὐτούς.

ΣΥΝΘΗΜΑ: «Μή κρίνετε, ἵνα μή κριθῆτε» (Ματθ. ζ´ 1).