11. «Ὁ καιρός συνεσταλμένος ἐστίν» (Νέου έτους)

Μεταφορτώσεις

Θέμα για τους κυκλάρχες

 

ΝΕΟΥ ΕΤΟΥΣ

 

Ἀνέτειλε ἤδη τό 2022! Ἡ ἀγαθότης τοῦ Κυρίου μᾶς ἀξίωσε νά  ἀντικρίσουμε τήν ἀρχή καί αὐτοῦ τοῦ ἔτους. Ἐκεῖνος γνωρίζει ἄν θά εἴμαστε στή ζωή καί στό τέλος του. Ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μας εἶναι ἀβέβαιος. Ὁ Θεός εἶναι Ἐκεῖνος πού ρυθμίζει τή διάρκειά του. Τώρα λοιπόν πού βρισκόμαστε στίς πρῶτες ἡμέρες τοῦ νέου ἔτους καί σχεδιάζουμε ἀσφαλῶς τήν πορεία τῆς ζωῆς μας γι’ αὐτό τό ἔτος, εἶναι ὠφέλιμο νά δοῦμε τί λέει ὁ αἰώνιος καί ἀδιάψευστος θεῖος λόγος γιά τόν χρόνο τῆς ζωῆς μας.

Μελέτη περικοπς: Α΄ Κορ. ζ΄ 29-31.

  1. Τί τονίζει στό πρτο μιστίχιο το πρώτου στίχου τς περικοπς θεόπνευστος πόστολος; τι χρόνος τς ζως μας στόν παρόντα κόσμο εναι «συνεσταλμένος».

Πῶς ἑρμηνεύεται ἡ λέξη «συνεσταλμένος»; Ὅτι εἶναι συμμαζεμένος καί λιγοστός. Τό ποτάμι τοῦ χρόνου κυλᾶ γοργά. Τό κουβάρι του μαζεύεται γρήγορα. Ὁ θεόπνευστος Ψαλμωδός τοῦ 89ου Ψαλμοῦ, πού εἶναι ὁ Μωυσῆς, λέει ὅτι ἡ ζωή μας ἐδῶ εἶναι «ὡσεί χλόη», σάν τή χλόη πού βλασταίνει τό πρωί καί μαραίνεται σύντομα (στ. 5). Θυμάστε τί λέει καί ὁ Δαβίδ σ’ ἕναν του Ψαλμό; «Ἄνθρωπος ὡσεί χόρτος αἱ ἡμέραι αὐτοῦ. ὡσεί ἄνθος τοῦ ἀγροῦ, οὕτως ἐξανθήσει» (Ψαλ. ρβ΄ [102] 15). «Τά ἐνταῦθα ἄνθεσιν ἔοικεν ἐαρινοῖς» (=ἡ παρούσα ζωή μέ τά ποικίλα ἀγαθά της μοιάζει μέ τά ἀνοιξιάτικα λουλούδια), ἔλεγε καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος (PG 52, 508). Καί ὁ θεόπτης Μωυσῆς προσθέτει: «τά ἔτη ἡμῶν ὡσεί ἀράχνη ἐμελέτων». Τά χρόνια μας εἶναι γεμάτα ἀπό μάταιους κόπους, σάν τούς κόπους τῆς ἀράχνης, πού κατασκευάζει τόν εὔθραυστο καί εὐδιάλυτο ἱστό της (στ. 9).

Σέ ἄλλον δέ στίχο τοῦ Ψαλμοῦ προσδιορίζει: «αἱ ἡμέραι τῶν ἐτῶν ἡμῶν ἐν αὐτοῖς ἑβδομήκοντα ἔτη, ἐάν δέ ἐν δυναστείαις, ὀγδοήκοντα ἔτη». Καί ἡ ἑρμηνεία: «Ἀλλά καί οἱ μέρες τῶν χρόνων τῆς ζωῆς μας, ἄν ὑπολογισθοῦν ὅλες μαζί, ἀνέρχονται στά ἑβδομήντα χρόνια· κι ἄν κανείς ἔχει ἰσχυρή κράση, στά ὀγδόντα χρόνια» (στ. 10).

Καί ὁ ἀείμνηστος Καθηγητής Π. Ν. Τρεμπέλας σχολιάζει: «Πόσον στενοί καί περιωρισμένοι εἴμεθα!… Τί εἶναι ἑβδομήκοντα καί ὀγδοήκοντα ἔτη συγκρινόμενα μέ τήν αἰωνιότητα; Οὔτε μία στιγμή. Καί τί εἶναι αἱ στιγμιαῖαι πάλιν λάμψεις πού θά σημειωθοῦν κατά τήν διάρκειαν τῆς στιγμῆς αὐτῆς;»

Μήπως ατή λήθεια προκαλε θυμία καί κάποια μελαγχολία; Εναι νεπίκαιρο νά συζητήσουμε τό θέμα ατό στήν ρχή το νέου τους; Ὄχι! ἀντίθετα μᾶς προσγειώνει, ὥστε νά μήν «πετᾶμε στά σύννεφα». Μᾶς ὑπενθυμίζει μία πραγματικότητα, τήν ὁποία πρέπει νά ἔχουμε πάντοτε στόν νοῦ καί νά τή λαμβάνουμε σοβαρά ὑπόψη, γιά νά ρυθμίζουμε ἀνάλογα τά διάφορα θέματα τῆς ζωῆς μας. Ὅ,τι ἔχουμε καί ὀφείλουμε νά πράξουμε γιά τή σωτηρία μας, θά τό πράξουμε μέσα σ’ αὐτή τή σύντομη ζωή μας. Γι’ αὐτό δέν ἐπιτρέπεται ραθυμία καί νωθρότητα. «Οἱ καιροί οὐ μενετοί», ἔλεγαν καί οἱ ἀρχαῖοι.

Τό ὅτι εἴμαστε βραχύβιοι δέν ἐμποδίζει τήν ἀθάνατη ψυχή μας νά στρέφεται καί νά πετᾶ πρός τήν αἰωνιότητα. Ἡ ἀξία μας ὡς ἀνθρώπων δέν μετριέται μέ τά ἔτη τῆς ζωῆς μας, ἀλλά μέ τήν ἀρετή μας.

  1. Γιατί τονίζει πόστολος τό «συνεσταλμένον» το χρόνου τς ζως μας; Τί θέλει νά μς διδάξει μ’ ατό; Φαίνεται αὐτό ἀπό τό δεύτερο ἡμιστίχιο τοῦ 29ου στίχου καί ἀπό ὅλο τόν 30ό στίχο. Ὑπενθυμίζει ὅτι δέν πρέπει νά προσκολλᾶται ἡ καρδιά μας στά παρόντα. Ἀναφέρει τήν οἰκογενειακή ζωή, τίς θλίψεις καί τά εὐχάριστα τῆς ζωῆς γενικά, καθώς καί τίς ἀγορές πού κάνουν συνήθως οἱ ἄνθρωποι, καί λέει ὅτι ὅλα αὐτά εἶναι προσωρινά καί ρευστά. «Ἐνταῦθα καί τά ἀγαθά καί τά χαλεπά τέλος ἔχει καί τοῦτο τάχιστον» (ἱερός Χρυσόστομος, ΕΠΕ 28, 786).

ποτιμ μήπως μέ σα λέει δ τήν οκογενειακή ζωή; σφαλς χι. Ἁπλῶς τονίζει ὅτι καί ἡ χαρά αὐτῆς τῆς ζωῆς εἶναι προσωρινή καί «εἶναι ἑπόμενον τό θαλερόν ἄνθος τῆς σημερινῆς οἰκογενειακῆς εὐτυχίας πολύ γρήγορα νά μαρανθῇ» (Ὑπόμν. Π. Ν. Τρεμπέλα).

Τί προκύπτει ς συμπέρασμα πό τή διαπίστωση τι καί τά θλιβερά τς ζως μας εναι προσωρινά; Ὅτι δέν πρέπει ν’ ἀπελπιζόμαστε ποτέ. «Δέν πρέπει νά ἀπογοητευώμεθα… ἐάν θλίψεις, ὁσονδήποτε βαρεῖαι, καταλάβωσιν ἡμᾶς. Προσωριναί εἶναι αὗται. Ὅπως τόν χειμῶνα διαδέχεται τό ἔαρ, οὕτω καί εἰς τάς θλιβεράς τῆς ζωῆς μας περιόδους ἐπακολουθοῦν συνήθως καί καιροί ἀναψυχῆς» (Π. Ν. Τρεμπέλας).

Ποιό συμπέρασμα ξάγεται πό τό τι καί τά εχάριστα εναι προσωρινά; Ὅτι δέν πρέπει νά ἐξαπατώμεθα καί νά νομίζουμε ὅτι θά ἀπολαμβάνουμε αἰωνίως τά εὐχάριστα τῆς γῆς. Οὔτε νά τρέφουμε ἐγωιστικό φρόνημα, πού γεννᾶται συνήθως ὅπου ὑπάρχει ἄνεση, πλοῦτος, εὐημερία καί ἐπιτυχία στήν κοινωνική ζωή, στήν ἐπαγγελματική καί ἐπιστημονική. Οἱ χαίροντες «ἄς μή παραφέρωνται εἰς μέθην ὑπό τῆς εὐτυχίας των καί ἄς ἔχουν πάντοτε ὑπ’ ὄψιν ὅτι ἐνδέχεται πολύ συντόμως νά εὑρεθοῦν σύροντες καί αὐτοί πρῶτοι τόν πένθιμον χορόν» (Π. Ν. Τρεμπέλας).

Ποιό εναι τό συμπέρασμα πού προκύπτει γι’ ατούς πού γοράζουν μέ τή διαπίστωση τι λα εναι προσωρινά; Ὅτι δέν πρόκειται νά πάρουν μαζί τους κατά τήν ἀναχώρησή τους γιά τό αἰώνιο ταξίδι τίποτε ἀπό αὐτά πού ἀγοράζουν. Θά μείνουν ὅλα ἐδῶ στή γῆ. Καί ἑπομένως δέν πρέπει νά κυριεύονται ἀπό ἄγχος γιά τήν ἀπόκτησή τους καί νά νομίζουν ὅτι θά εἶναι αἰώνιοι ἰδιοκτῆτες.

  1. Νά προσέξουμε καί τόν 31ο στίχο. Τί διαπιστώνουμε δ; Παραγγέλλει μήπως τό Πνεμα το Θεο νά πάψουμε νά ζομε καί νά ργαζόμαστε στόν κόσμο; Ὄχι βεβαίως. Ἀλλά τί λέει; Ἀφοῦ γνωρίζουμε ὅτι ὅλα τά τοῦ κόσμου εἶναι ρευστά, νά τά χρησιμοποιοῦμε ὅπως πρέπει. «Εἰς δέον τοῖς οὖσι χρησώμεθα» (ἱερός Χρυσόστομος, ΕΠΕ 19, 450). Νά μή δίνουμε στοῦ κόσμου τά ἀγαθά μεγαλύτερη ἀξία καί σημασία ἀπό αὐτήν πού ἔχουν. Ἐπιτρέπει ὁ Θεός τή χρήση, ἀπαγορεύει τήν κατάχρηση.

Πότε κάνουμε κατάχρηση τν γαθν το κόσμου;

«Ὅταν χρησιμοποιῶμεν τά ἀγαθά του οὐχί πρός τόν σκοπόν διά τόν ὁποῖον ἐδόθησαν, ἤτοι πρός δόξαν τοῦ Θεοῦ καί πρός εὐεργεσίαν τοῦ πλησίον… ὅταν ὁ πλοῦτος τοῦ κόσμου ἀντί νά γίνεται δοῦλος εἰς τάς χεῖρας μας μεταβάλλεται εἰς κύριον εἴδωλόν μας καί καταλαμβάνῃ εἰς τάς καρδίας μας ὅλον τόν χῶρον ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος ἀνήκει εἰς τόν Θεόν» (Π. Ν. Τρεμπέλας).

Πς δικαιολογε πόστολος τά σα λέει περί τς πλς χρήσεως τν πραγμάτων το κόσμου; Μέ τήν τελευταία φράση του: «παράγει γάρ τό σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου». «Περνᾶ καί φεύγει διαρκῶς σάν σκιά τό ἐξωτερικό φαινόμενο τοῦ κόσμου τούτου». Ποιός λογικός ἄνθρωπος τρέχει πίσω ἀπό τίς σκιές; Ὅλα δέ τά τοῦ κόσμου εἶναι «σκιά, κἄν δόξαν εἴπῃς, κἄν δυναστείαν, κἄν εὐδοκίμησιν, κἄν πλοῦτον, κἄν τρυφήν, κἄν ὁτιοῦν ἕτερον βιωτικόν» (ἱερός Χρυσόστομος, ΕΠΕ 20, 132).

Καθώς κυλᾶ ὁ χρόνος, παρασύρει μέ τή ροή του καί τά φθαρτά ἀγαθά τοῦ κόσμου. Γι’ αὐτό ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος συνιστᾶ: «Μή θαυμάσῃς μηδέν, ὅ μή παραμένει, μή παρίδῃς (=παραβλέψεις, ἀδιαφορήσεις) ὅ μένει, μηδέ περισφίγξῃς μηδέν ὅ διαρρεῖ κρατούμενον» (=μήν προσπαθήσεις νά σφίξεις καί νά κρατήσεις νερό στή χούφτα σου) (ΕΠΕ 5, 230).

Ὅλοι συμφωνοῦμε ἀσφαλῶς μέ τή διαπίστωση τῆς προσωρινότητος τῶν ἀγαθῶν τοῦ κόσμου αὐτοῦ ἀλλά καί μέ τό σύντομο τῆς παρούσας ζωῆς μας. Ἄς ἀγωνιζόμαστε λοιπόν νά ἀξιοποιοῦμε ὅπως θέλει ὁ Θεός τόν «συνεσταλμένον» αὐτό χρόνο τῆς ζωῆς μας μέ ἔργα ἀγάπης καί ἀρετῆς, πού μένουν αἰωνίως (βλ. Α΄ Ἰω. β΄ 17). Τότε ὁ λίγος αὐτός χρόνος τῆς ζωῆς μας ἀποκτᾶ μεγάλη σημασία καί ἀξία. Ἡ ζωή μας γίνεται προθάλαμος τῆς αἰωνιότητος καί τά λίγα χρόνια μας ἀνταλλάσσονται μέ τήν ἀτελεύτητη αἰωνιότητα στήν τρισευδαίμονη Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

 

ΣΥΝΘΗΜΑ: «Ὁ καιρός συνεσταλμένος στίν» (Α΄ Κορ. ζ΄ 29).