Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 12 Δεκεμβρίου 2021, ΙΑ΄ Λουκᾶ (Λουκ. ιγ΄ 10-17)
Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· ἄνθρωπός τις ἐποίησε δεῖπνον μέγα καὶ ἐκάλεσε πολλούς· καὶ ἀπέστειλε τὸν δοῦλον αὐτοῦ τῇ ὥρᾳ τοῦ δείπνου εἰπεῖν τοῖς κεκλημένοις· ἔρχεσθε, ὅτι ἤδη ἕτοιμά ἐστι πάντα. καὶ ἤρξαντο ἀπὸ μιᾶς παραιτεῖσθαι πάντες. ὁ πρῶτος εἶπεν αὐτῷ· ἀγρὸν ἠγόρασα, καὶ ἔχω ἀνάγκην ἐξελθεῖν καὶ ἰδεῖν αὐτόν· ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον. καὶ ἕτερος εἶπε· ζεύγη βοῶν ἠγόρασα πέντε, καὶ πορεύομαι δοκιμάσαι αὐτά· ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον. καὶ ἕτερος εἶπε· γυναῖκα ἔγημα, καὶ διὰ τοῦτο οὐ δύναμαι ἐλθεῖν. καὶ παραγενόμενος ὁ δοῦλος ἐκεῖνος ἀπήγγειλε τῷ κυρίῳ αὐτοῦ ταῦτα. τότε ὀργισθεὶς ὁ οἰκοδεσπότης εἶπε τῷ δούλῳ αὐτοῦ· ἔξελθε ταχέως εἰς τὰς πλατείας καὶ ρύμας τῆς πόλεως, καὶ τοὺς πτωχοὺς καὶ ἀναπήρους καὶ χωλοὺς καὶ τυφλοὺς εἰσάγαγε ὧδε. καὶ εἶπεν ὁ δοῦλος· κύριε, γέγονεν ὡς ἐπέταξας, καὶ ἔτι τόπος ἐστί. καὶ εἶπεν ὁ κύριος πρὸς τὸν δοῦλον· ἔξελθε εἰς τὰς ὁδοὺς καὶ φραγμοὺς καὶ ἀνάγκασον εἰσελθεῖν, ἵνα γεμισθῇ ὁ οἶκός μου. λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι οὐδεὶς τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων τῶν κεκλημένων γεύσεταί μου τοῦ δείπνου. πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί.
1. Καλεσμένοι στὸ Δεῖπνο
Τὴ θαυμάσια παραβολὴ τοῦ Μεγάλου Δείπνου μᾶς διηγεῖται ὁ Κύριος στὴν Εὐαγγελικὴ περικοπὴ αὐτῆς τῆς Κυριακῆς: Κάποιος ἄνθρωπος ἑτοίμασε ἕνα μεγάλο καὶ ἐπίσημο βραδινὸ συμπόσιο καὶ προσκάλεσε σὲ αὐτὸ πολλοὺς ἀνθρώπους. Ὅταν λοιπὸν ἔφθασε ἡ ὥρα, ἔστειλε τὸν δοῦλο του νὰ εἰδοποιήσει τοὺς καλεσμένους ὅτι ὅλα εἶναι ἕτοιμα κι ὅτι μποροῦν νὰ προσέλθουν καὶ νὰ παρακαθίσουν στὸ τραπέζι.
Οἱ καλεσμένοι ὅμως «ἤρξαντο ἀπὸ μιᾶς παραιτεῖσθαι πάντες». Σὰν νὰ ἦταν συνεννοημένοι μεταξύ τους, περιφρόνησαν τὴν πρόσκληση τοῦ οἰκοδεσπότη προβάλλοντας δικαιολογίες γιὰ τὴν ἀπουσία τους ἀπὸ τὸ δεῖπνο. Ὁ πρῶτος προφασίσθηκε ὅτι εἶχε ἀγοράσει ἕνα χωράφι καὶ ἔπρεπε νὰ πάει νὰ τὸ δεῖ. Κάποιος ἄλλος ἀρνήθηκε λέγοντας ὅτι εἶχε ἀγοράσει πέντε ζευγάρια βόδια καὶ ἔπρεπε νὰ τὰ δοκιμάσει. Ἕνας τρίτος προέβαλε ὡς δικαιολογία τὸ ὅτι εἶχε νυμφευθεῖ πρόσφατα καὶ τοῦ ἦταν ἀδύνατο νὰ παραστεῖ στὸ δεῖπνο.
Οἱ ἱεροὶ ἑρμηνευτὲς σημειώνουν ὅτι τὸ Μεγάλο αὐτὸ Δεῖπνο, γιὰ τὸ ὁποῖο ἔκανε λόγο ὁ Ἰησοῦς, συμβολίζει τὴ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν· τὴν ἄληκτη εὐφροσύνη καὶ μακαριότητα τοῦ Παραδείσου. Οἱ δὲ καλεσμένοι τοῦ Δείπνου συμβολίζουν πρωτίστως τοὺς Ἑβραίους, τὸν περιούσιο λαὸ τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος, παρόλο ποὺ δέχθηκε τὶς μεγάλες εὐεργεσίες του στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ἀρνήθηκε τελικὰ νὰ ἀνταποκριθεῖ στὴν πρόσκληση τοῦ Κυρίου γιὰ μετάνοια, ὥστε νὰ μπορέσει νὰ παρακαθίσει στὸ Δεῖπνο τῆς οὐράνιας Βασιλείας του.
Καλεσμένοι ὡστόσο στό Μεγάλο αὐτὸ Δεῖπνο εἴμαστε καὶ ὅλοι ἐμεῖς οἱ πιστοὶ Χριστιανοί. Μᾶς ἔχει καλέσει ὁ Κύριος νὰ κληρονομήσουμε τὴν οὐράνια Βασιλεία του, νὰ ἀπολαύσουμε τὰ ἀγαθὰ τοῦ Παραδείσου, τὴ διαρκὴ κοινωνία μαζί Του. Μᾶς ἔχει ἑτοιμάσει μεγάλο καὶ ἐπίσημο τραπέζι· αἰώνια εὐφροσύνη, οὐράνια χαρὰ ποὺ δὲν συγκρίνεται μὲ τίποτε τὸ γήινο καὶ φθαρτό. Πόσο μᾶς ἔχει τιμήσει ὁ Κύριος μὲ τὴ μεγάλη αὐτὴ πρόσκληση νὰ μετάσχουμε στὸ Δεῖπνο τῆς Βασιλείας του!
2. Οἱ «ἐκλεκτοὶ»
Ὅταν λοιπὸν ἐπέστρεψε ὁ δοῦλος, διηγήθηκε στὸν κύριό του ὅσα τοῦ εἶπαν οἱ καλεσμένοι, κι ἐκεῖνος ὀργισμένος γιὰ τὴν ἀδιαφορία τους τὸν διέταξε: «Ἔξελθε ταχέως εἰς τὰς πλατείας καὶ ρύμας τῆς πόλεως, καὶ τοὺς πτωχοὺς καὶ ἀναπήρους καὶ χωλοὺς καὶ τυφλοὺς εἰσάγαγε ὧδε». Βγὲς δηλαδὴ στοὺς δρόμους καὶ στὶς πλατεῖες τῆς πόλεως καὶ φέρε στὸ δεῖπνο ὅλους τοὺς φτωχούς, τοὺς σακάτηδες, τοὺς κουτσοὺς καὶ τοὺς τυφλούς. Ὁ δοῦλος ἔπραξε ὅπως τοῦ εἶπε ὁ κύριος· ὅμως ὑπῆρχαν κι ἄλλες κενὲς θέσεις στὸ τραπέζι. Ὁ κύριος τότε τοῦ ἔδωσε νέα ἐντολή: «Ἔξελθε εἰς τὰς ὁδοὺς καὶ φραγμοὺς καὶ ἀνάγκασον εἰσελθεῖν, ἵνα γεμισθῇ ὁ οἶκός μου». Βγὲς δηλαδὴ ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, στοὺς δρόμους καὶ στοὺς φράχτες τῶν χωραφιῶν καὶ ὅσους βρεῖς ἐκεῖ, παρακίνησέ τους ἐπίμονα, ἀκόμη κι ἂν ἐκεῖνοι διστάζουν, νὰ ἔλθουν στὸ δεῖπνο, ὥστε νὰ γεμίσει τὸ σπίτι μου.
Ὁ Ἰησοῦς κλείνει τελικῶς τὴν Παραβολὴ μὲ τὴ θλιβερὴ διαβεβαίωση ὅτι κανένας ἀπὸ ἐκείνους ποὺ κλήθηκαν πρῶτοι καὶ ἀρνήθηκαν τὴν πρόσκληση τοῦ οἰκοδεσπότη δὲν θὰ ἀπολαύσει τὸ Δεῖπνο του. «Πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί». Διότι πολλοὶ προσκαλοῦνται σὲ αὐτό, λίγοι ὅμως εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἀποδεικνύονται ἄξιοι τῆς τιμητικῆς προσκλήσεως ποὺ τοὺς γίνεται καὶ εὐφραίνονται ἀπὸ τὰ ἀγαθὰ τοῦ Μεγάλου Δείπνου.
Οἱ πρῶτοι καλεσμένοι ἀπέρριψαν τὴν πρόσκληση τοῦ οἰκοδεσπότη· ἀδιαφόρησαν. Οἱ θέσεις τοῦ δείπνου ὅμως δὲν ἔμειναν κενές. Τὸ σπίτι γέμισε ἀπὸ ἀνθρώπους περιφρονημένους, φτωχούς, ἀσθενεῖς καὶ ἄπορους. Στὴν πρόσκληση τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁποία περιφρόνησαν, ὅπως εἴδαμε, οἱ Ἑβραῖοι, ἀνταποκρίθηκαν πολλοὶ εἰδωλολάτρες, ποὺ ἀκολούθησαν τὸν Χριστὸ καὶ ἀποτέλεσαν τὸν νέο περιούσιο λαὸ τοῦ Θεοῦ.
Εἴπαμε ὅμως ὅτι καὶ σ᾿ ἐμᾶς τοὺς Χριστιανοὺς ἔχει ἀπευθύνει τὴν ἴδια πρόσκληση ὁ Κύριος. Ἔχουμε κι ἐμεῖς τὴν εὐκαιρία νὰ γευθοῦμε τὰ πλούσια ἀγαθὰ τοῦ Δείπνου. Ἂς ἐξετάσουμε λοιπὸν τὸν ἑαυτό μας: Μήπως κι ἐμεῖς κάποτε ἀπορρίπτουμε τὴν πρόσκλησή του; Μήπως μένουμε δεμένοι μὲ τὶς ἐπίγειες ὑποθέσεις μας, αἰχμάλωτοι στὶς πρόσκαιρες ἀπολαύσεις, δέσμιοι τῶν παθῶν μας καὶ περιφρονοῦμε τελικὰ τὸν οὐράνιο προορισμό μας;
Πλησιάζουν τὰ Χριστούγεννα. Σὲ λίγες ἡμέρες θὰ δοῦμε τὸν ἄπειρο Θεὸ νὰ γίνεται ἄνθρωπος. Δὲν ἀρκεῖται στὸ νὰ στείλει κάποιον δοῦλο. Ἔρχεται ὁ Ἴδιος ὁ Οἰκοδεσπότης, ὁ Βασιλεὺς Κύριος γιὰ νὰ μᾶς προσκαλέσει στὴ χαρὰ τῆς Βασιλείας του. Ἂς μὴ χάσουμε τὴν εὐκαιρία. Ἂς ἐνδιαφερθοῦμε γιὰ τὴν αἰώνια ἀξία τῆς ψυχῆς μας κι ἂς δεχθοῦμε τὸ θεῖο κάλεσμά του, γιὰ νὰ εἰσέλθουμε στὴν οὐράνια Βασιλεία του.