Ἀποστολικό Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 23 Ἰανουαρίου 2022, ΛΑ΄ Κυριακῆς (Α΄ Τιμ. α΄ 15-17)
Τέκνον Τιμόθεε, πιστὸς ὁ λόγος καὶ πάσης ἀποδοχῆς ἄξιος, ὅτι Χριστὸς Ἰησοῦς ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον ἁμαρτωλοὺς σῶσαι, ὧν πρῶτός εἰμι ἐγώ· ἀλλὰ διὰ τοῦτο ἠλεήθην, ἵνα ἐν ἐμοὶ πρώτῳ ἐνδείξηται Ἰησοῦς Χριστὸς τὴν πᾶσαν μακροθυμίαν, πρὸς ὑποτύπωσιν τῶν μελλόντων πιστεύειν ἐπ’ αὐτῷ εἰς ζωὴν αἰώνιον. Τῷ δὲ βασιλεῖ τῶν αἰώνων, ἀφθάρτῳ, ἀοράτῳ, μόνῳ σοφῷ Θεῷ, τιμὴ καὶ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων· ἀμήν.
Ὑπόδειγμα ταπεινοφροσύνης καὶ εὐγνωμοσύνης
Στὸν ἐκλεκτὸ μαθητή του Τιμόθεο ἀπευθύνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος τὰ θεόπνευστα λόγια, ποὺ ἀκούσαμε στὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα· στὸν προσφιλὴ συνεργάτη του, τὸν ὁποῖο εἶχε ἐγκαταστήσει Ἐπίσκοπο στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἐφέσου. Τοῦ γράφει προκειμένου νὰ τὸν συμβουλέψει πῶς νὰ συμπεριφέρεται μεταξὺ τῶν πιστῶν καὶ τί νὰ προσέχει. Τοῦ ἐμπιστεύεται μάλιστα καὶ ἐμπειρίες ἀπὸ τὴν προσωπική του ζωή, ποὺ φανερώνουν τὸ πλούσιο ἔλεος καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Κυρίου πρὸς κάθε ἁμαρτωλό.
1. Ὁ χειρότερος τῶν ἁμαρτωλῶν
Ἡ περικοπὴ ξεκινᾶ μὲ ἕνα λόγο τοῦ θείου Ἀποστόλου, ποὺ ὁπωσδήποτε ἀκούγεται παράδοξος. Πρόσεξε καλά, παιδί μου Τιμόθεε, τοῦ τονίζει. Δέξου μὲ τὴν ψυχή σου τὸν λόγο ποὺ θὰ σοῦ πῶ, διότι εἶναι λόγος ἀξιόπιστος: «Χριστὸς Ἰησοῦς ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον ἁμαρτωλοὺς σῶσαι, ὧν πρῶτός εἰμι ἐγώ». Δηλαδή, ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς ἦλθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ σώσει τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἀνθρώπους. Ἀπὸ ὅλους δὲ αὐτοὺς τοὺς ἁμαρτωλοὺς ὁ χειρότερος εἶμαι ἐγώ.
Θαυμάζουμε πράγματι τὴν ὁμολογία αὐτὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Ὄχι μόνο συγκαταλέγει τὸν ἑαυτό του μεταξὺ τῶν ἁμαρτωλῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ ἐπιπλέον τὸν θεωρεῖ ὡς τὸν πρῶτο τῶν ἁμαρτωλῶν, δηλαδὴ ὡς τὸν χειρότερο, τὸν τελευταῖο, τὸν ἔσχατο ἀπὸ ὅλους.
Ἀκούγοντας κάποιος τὴν παραδοχὴ αὐτή, ἴσως νὰ προβληματισθεῖ: Πῶς εἶναι δυνατὸν ὁ μέγας Παῦλος, ὁ πρωτοκορυφαῖος Ἀπόστολος, ὁ ἀκάματος ἐργάτης καὶ κήρυκας τοῦ Εὐαγγελίου, αὐτὸς ποὺ τόσο κακοπάθησε καὶ τόσα μαρτύρια ὑπέστη γιὰ τὴ δόξα τοῦ Χριστοῦ, νὰ ὑποβιβάζει τόσο πολὺ τὸν ἑαυτό του; Μήπως εἶναι κάποια ὑπερβολικὴ ἔκφραση, ἕνα σχῆμα λόγου; Ὄχι, δὲν εἶναι κάποια ὑπερβολή, ἀλλὰ ἔκφραση τῆς βαθιᾶς ταπεινοφροσύνης του. Συναισθάνεται τὴν ἁμαρτωλότητά του. Θυμᾶται ὅτι ὑπῆρξε φανατικὸς ἐχθρὸς τοῦ Χριστοῦ, διώκτης τῶν Χριστιανῶν καὶ συντρίβεται. Πιστεύει ἑπομένως βαθύτατα ὅτι εἶναι ὁ χειρότερος τῶν ἁμαρτωλῶν, γι᾿ αὐτὸ καὶ τονίζει στὸν Τιμόθεο ὅτι ὁ λόγος του αὐτὸς εἶναι ἀληθινὸς καὶ ἀξιόπιστος.
Μᾶς ἐλέγχει ὁπωσδήποτε ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ἐμεῖς, ἀλήθεια, τί ἐντύπωση ἔχουμε γιὰ τὸν ἑαυτό μας; Τί φρόνημα καλλιεργοῦμε; Θυμόμαστε, ὁμολογοῦμε τὰ ἁμαρτήματά μας, ἢ μήπως τὰ ἀμνηστεύουμε, τὰ δικαιολογοῦμε καὶ τὰ καλύπτουμε; Ἂς τὸ καταλάβουμε καλά: Μόνο ἡ ταπείνωση γεννᾶ τὴν ὀρθὴ ἀντίληψη τοῦ ἑαυτοῦ μας· μόνο ἡ ταπείνωση μᾶς ἀνεβάζει καὶ μᾶς ἑνώνει μὲ τὸν Θεό.
2. Ἡ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος συντρίβεται γιὰ τὶς ἁμαρτίες του. Αὐτὸ ὅμως δὲν τὸν ὁδηγεῖ σὲ ἀπελπισία. Ἀντίθετα, γίνεται πηγὴ εὐγνωμοσύνης καὶ δοξολογίας γιὰ τὸ ἔλεος καὶ τὴ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ, ὅπως φαίνεται καὶ στὴ συνέχεια τῆς περικοπῆς: «Διὰ τοῦτο ἠλεήθην, ἵνα ἐν ἐμοὶ πρώτῳ ἐνδείξηται Ἰησοῦς Χριστὸς τὴν πᾶσαν μακροθυμίαν, πρὸς ὑποτύπωσιν τῶν μελλόντων πιστεύειν ἐπ᾿ αὐτῷ εἰς ζωὴν αἰώνιον». Παρὰ τὴν ἀναξιότητά μου, δηλαδή, μὲ ἐλέησε περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον ὁ Θεός. Μοῦ ἔδειξε τὴ μακροθυμία του καὶ τὴν ἀγαθότητά του, πρωτίστως γιὰ νὰ μὲ σώσει. Ἀλλὰ καὶ γιὰ ἕναν ἀκόμη λόγο: γιὰ νὰ τονίσει μὲ τὸ παράδειγμά μου σὲ κάθε ἁμαρτωλό, ποὺ ζητεῖ τὴ σωτηρία του, ὅτι ὁ Θεὸς συγχωρεῖ. Κανένας λοιπὸν ἂς μὴν ἀπογοητεύεται, διότι κοντὰ στὸν Χριστὸ ἀκόμη καὶ οἱ χειρότεροι ἁμαρτωλοὶ κληρονομοῦν τὴν αἰώνια ζωὴ καὶ σωτηρία.
Ὁ θεῖος Ἀπόστολος συναισθάνεται τὴν ἀγαθότητα καὶ τὴ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ καὶ συγκλονίζεται. Δοξάζει ἔτσι μὲ τὴν καρδιά του τὸν Κύριο καὶ Τὸν εὐγνωμονεῖ γιὰ τὸ πλούσιο ἔλεός του. «Δόξα καὶ τιμὴ καὶ προσκύνηση ἀξίζει στὸν Βασιλιὰ τῶν αἰώνων», ἀναφωνεῖ στὸ τέλος τῆς περικοπῆς. «Δόξα καὶ τιμὴ στὸν ἄφθαρτο καὶ ἀόρατο, στὸν ἕνα καὶ μόνο σοφὸ Θεό, ποὺ εἶναι ὁ Κύριος καὶ Δημιουργὸς ὅλων τῶν κτισμάτων, ποὺ ἔγιναν μέσα στοὺς αἰῶνες».
Ἐξετάζοντας κι ἐμεῖς τὸν ἑαυτό μας, ὁπωσδήποτε θὰ διακρίνουμε πάθη, ἁμαρτίες καὶ μικρότητες. Θὰ θεωρήσουμε ἴσως ὅτι εἴμαστε ἀνάξιοι τοῦ θείου ἐλέους. Ἡ συναίσθηση αὐτὴ ὅμως ἂς μὴ γεννᾶ μέσα μας ἀπογοήτευση, διότι κοντὰ στὸν Χριστὸ ἀκόμη καὶ οἱ χειρότεροι ἁμαρτωλοὶ μποροῦν νὰ κληρονομήσουν τὴν αἰώνια ζωή· νὰ γίνουν Ἅγιοι. Ἀρκεῖ νὰ καταφεύγουμε μὲ πίστη καὶ μετάνοια σ᾿ Ἐκεῖνον, κάθε φορὰ ποὺ διακρίνουμε τὴ μικρότητά μας, καὶ νὰ ζητοῦμε τὸ δικό του ἔλεος. Τότε, παρὰ τὴν ἀναξιότητά μας, ὁ μακρόθυμος Κύριος θὰ συνεχίζει νὰ μᾶς ἐλεεῖ, νὰ μᾶς εὐεργετεῖ ἀκατάπαυστα καὶ νὰ μᾶς χορηγεῖ πλούσια τὰ ἀγαθά του, ὅπως ἔκανε καὶ στὸν πρώην διώκτη Σαῦλο, τὸν ὁποῖο ἀνέδειξε μεγάλο Ἅγιο καὶ κορυφαῖο Ἀπόστολο τῆς Ἐκκλησίας του.