13. «Ὅς οὐ λαμβάνει τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκο­λουθεῖ ὀπίσω μου, οὐκ ἔστι μου ἄξιος»

Μεταφορτώσεις

Θέμα για τους κυκλάρχες

 

Δέν εἶναι σπάνιες οἱ περιπτώσεις, κατά τίς ὁποῖες συγγενικά πρόσω­πα, φίλοι, συνάδελφοι καί συνεργάτες βρίσκονται σέ ἀντιπαρά­θεση λόγῳ τῶν πολιτικῶν καί κομματικῶν πεποιθήσεών τους καί φι­­λο­­νικοῦν. Αὐτός ὅμως ὁ διχασμός, αὐτή ἡ πόλωση, προκαλεῖται καί γιά λόγους θρησκευτικούς. Συχνά ἀναστατώνονται ἄνθρωποι καί οἰκογένειες ἐξαιτίας τῆς πίστεως καί τῆς θρησκευτικῆς ζωῆς ὁρι­σμέ­νων μελῶν τῆς οἰκογένειάς τους. Εἶναι πολύ δυσάρεστες καί δύσκολεες αὐτές οἱ καταστάσεις. Τί ὅμως λέει γι’ αὐτό ὁ Ἀρχηγός τῆς Πίστεώς μας; Αὐτό θά εἶναι τό θέμα τῆς παρούσας συμμελέτης μας.

Μελέτη περικοπῆς: Ματθ. ι΄ 34-39.

1. Τί τονίζει ὁ Θεάνθρωπος στούς τρεῖς πρώτους στίχους τῆς περικοπῆς μας; Δέν φαίνεται παράδοξος ὁ λόγος Του; Πῶς καί γιατί Αὐτός, πού ἦταν καί εἶναι ἡ πηγή τῆς εἰρήνης, λέει ὅτι ἦλθε νά βάλει «μάχαιραν» καί νά διχάσει τούς ἀνθρώπους; Τί ἐννοεῖ μέ τά λόγια Του αὐτά; Ποιά εἶναι ἡ αἰτία καί ὁ ὑπεύθυνος τοῦ διχασμοῦ καί τοῦ πολέμου αὐτοῦ; Ὁ Θεός ἤ οἱ ἄνθρωποι;

Ὁ Θεός βεβαίως δέν θέλει ποτέ τό κακό. Ἐπειδή ὅμως δέν δέχονται ὅλοι ἀνεξαιρέτως οἱ ἄνθρωποι τόν λόγο Του, λέει ἐδῶ ὁ Κύριος ὅτι δέν ἐπιφέρει παντοῦ τήν εἰρήνη. «Ὑπεύθυνος διά τόν διχασμόν καί τήν διαίρεσιν ταύτην εἶναι ἡ κακία τῶν ἀνθρώπων καί οὐχί τό εὐαγγέλιον» (Ὑπόμν. Π. Ν. Τρεμπέλα).

Εἶναι δυνατόν νά εἰρηνεύουμε μέ ὅλους τούς ἀνθρώπους; Ἀσφαλῶς ὄχι. Γιατί; Διότι δέν ἐξαρτᾶται αὐτό μόνο ἀπό ἐμᾶς, ἀλλά καί ἀπό τή θέληση καί τίς διαθέσεις τῶν ἄλλων. Θυμάστε τί ἀναφέρει γι’ αὐτό ὁ θεόπνευστος Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν; «εἰ δυνατόν, τό ἐξ ὑμῶν μετά πάντων ἀνθρώπων εἰρηνεύοντες» (Ρωμ. ιβ΄ 18). Ὅπου «περί εὐσεβείας ὁ λόγος», σημειώνει ὁ ἀρχαῖος ἑρμηνευτής τῶν Γραφῶν Οἰκουμένιος, δέν εἶναι πάντοτε δυνατή ἡ εἰρηνική συνύπαρξη μέ τούς ἄλλους. Διότι τά πάθη καί τά ἁμαρτήματα ὁρισμένων γίνονται αἰτία νά μήν ἀνέχονται τούς πιστούς κοντά τους καί νά μή συζοῦν ἁρμονικά μέ αὐτούς.

Εἶναι καλό νά ἔχουμε εἰρήνη μέ ὅλους ἀνεξαιρέτως τούς ἀν­θρώπους; Ἀσφαλῶς ὄχι. «Οὐ γάρ πανταχοῦ ὁμόνοια καλόν», τονίζει ὁ ἱερός Χρυσόστομος (ΕΠΕ 10, 492). Δέν εἶναι ἐπαινετή πάντοτε ἡ ὁμόνοια. Πῶς τό ἀντιλαμβανόμαστε αὐτό; Ὁμονοοῦν κάποτε μεταξύ τους καί οἱ ληστές, οἱ κακοποιοί, οἱ τρομοκράτες, οἱ ἔκφυλοι, γιά νά διαπράττουν ἀπό κοινοῦ τά ἄνομα ἔργα τους. Μπορεῖ ὅμως νά ἐπαινέσει κάποιος τήν ὁμόνοιά τους; Εἶναι προτιμότερη ἡ διάσπαση αὐτῆς τῆς ὁμόνοιας.

Καί ὅπως δέν συμβιβάζεται ποτέ τό φῶς μέ τό σκοτάδι, παρόμοια καί ἡ φωτεινή ζωή τῶν πιστῶν δέν εἶναι δυνατόν νά ταυτισθεῖ μέ τή σκοτεινή ζωή τῶν ἀπίστων. Τί λέει γι’ αὐτό πάλι ὁ θεῖος Παῦλος; «Μή γίνεσθε ἑτεροζυγοῦντες ἀπίστοις. τίς γάρ μετοχή δικαιοσύνῃ καί ἀνομίᾳ; τίς δέ κοινωνία φωτί πρός σκότος;» (Β΄ Κορ. ς΄ 14). Καί ἡ ἑρμηνεία τοῦ στίχου: «Μή συνάπτετε στενόν σύνδεσμον πρός τούς ἀπίστους, μέ τούς ὁποίους δέν ἠμπορεῖτε νά ἀποτελέσητε ταιριαστό ζευγάρι, ὥστε νά ἐμβαίνετε εἰς τόν ἴδιον ζυγόν μαζί τους. Διότι ποῖος συνεταιρισμός ἠμπορεῖ νά ὑπάρχῃ μεταξύ δικαιοσύνης καί ἀνομίας; Ποία δέ ἐπικοινωνία μεταξύ φωτός καί σκότους;»

Γιατί ἄραγε λέει καί μέ τόση σαφήνεια μάλιστα ὁ Κύριος ὅτι ἦλθε νά βάλει μάχαιρα, δηλαδή πόλεμο καί διάσπαση; Πρῶτα γιά νά μᾶς προετοιμάσει, ὥστε νά μήν αἰφνιδιαζόμαστε, ἐάν τυχόν πρόσωπα φιλικά ἤ τοῦ πολύ στενοῦ περιβάλλοντός μας λαμβά­νουν στάση ψυχρή ἤ καί πολύ ἐχθρική ἀπέναντί μας λόγῳ τῶν θρη­σκευ­τι­κῶν μας πεποιθήσεων. Ἀλλά καί γιά νά μᾶς βοηθήσει νά ὑπερνι­κή­σουμε τόν πειρασμό, πού βάζει μέσα μας συνήθως ὁ Πονηρός, ὁ ὁποῖος μᾶς παρακινεῖ νά τά ἔχουμε καλά μέ ὅλους. Ἡ εἰσήγησή του αὐτή, ἡ φαινομενικά ὡραία, εἶναι νάρκη, ἡ ὁποία μπορεῖ νά ἀνατινά­ξει τήν πνευματική μας ὑπόσταση. Μή λησμονοῦμε ὅτι «ἐγκρύπτεται μέγας κίνδυνος ἐν τῇ συνάψει στενῶν σχέσεων οἰκειότητος καί φιλίας μετ’ ἀνθρώπων πονηρῶν καί ἀπίστων, ἀκόμη δέ καί ψυχρῶν καί ἀδιαφόρων. Διότι εἶναι εὐκολώτερον οἱ πονηροί νά συμπαρασύρουν εἰς τάς ὁδούς καί συνηθείας αὐτῶν τούς ἀγαθούς, παρά οἱ ἀγαθοί νά ἐπιδράσουν ἐπί τῶν διεφθαρμένων» (Π. Ν. Τρεμπέλας, Σχόλια στή Β΄ Κορ. ς΄ 14).

Εἶναι ἀνάγκη νά τό γνωρίζουμε αὐτό καί νά μήν παρασυρόμαστε ἀπό διάφορες ἰδέες. Ἐδῶ μιλάει ὁ Κύριος, ἡ Αὐτοαλήθεια, καί δέν χωρεῖ καμία ἀμφισβήτηση. Μή μᾶς ἐντυπωσιάζει, οὔτε νά στε­νο­χωρούμαστε, ἐάν οἱ ἄλλοι στρέφονται ἐναντίον μας γιά τίς θρησκευ­τικές μας πεποιθήσεις, ἐάν ἐπιχειροῦν νά ἐμποδίσουν τήν πνευματική μας ζωή κλπ. Ἐμεῖς ἄς μένουμε εἰρηνικοί καί ἄς τούς ἀγαπᾶμε, προσευχόμενοι γιά τόν φωτισμό καί τή μετάνοιά τους. Ἄς ἔχουμε δέ κατά νοῦν καί αὐτό πού ἔλεγε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος: «Κρείτ­των πόλεμος ἐπαινετός εἰρήνης χωριζούσης Θεοῦ» (ΕΠΕ 1, 176). Εἶναι καλύτερα νά ἔχουμε ψυχρές ἤ καί ἐχθρικές σχέσεις μέ κάποιους, παρά νά ἔχουμε μαζί τους εἰρήνη, ἡ ὁποία ὅμως μᾶς χωρίζει ἀπό τόν ἅγιο Θεό.

2. Ἄς προσέξουμε ὅμως καί τούς ὑπόλοιπους στίχους τῆς περικοπῆς μας.

Τί διακηρύσσει ἐδῶ ὁ Κύριος; Ὅτι πάνω ἀπό κάθε ἀγάπη βρίσκεται καί πρέπει νά βρίσκεται ἡ ἀγάπη πρός Αὐτόν. Τό λέει αὐτό καί σέ σχέση μέ τά προηγούμενα; Ἀσφαλῶς. Ἐφόσον ἕνεκα τῆς πίστεως σ’ Ἐκεῖνον εἶναι ἐνδεχόμενο νά διασπασθοῦν καί τά μέλη μιᾶς οἰκογένειας, τονίζει ὅτι ἡ πρός τούς συγγενεῖς ἀγάπη δέν πρέπει νά ἐπηρεάσει τή στάση τῶν πιστῶν καί νά μειώσει τήν ἀγάπη τους πρός Αὐτόν.

Μήπως φαίνεται πολύ ὑπερβολικό αὐτό πού ζητάει ἐδῶ ὁ Κύριος; Ἄν τό κρίνουμε ἀνθρώπινα, ἴσως φαίνεται ὑπερβολικό. Ὅταν ὅμως σκεφθοῦμε ὅτι Ἐκεῖνος ἔφερε στή ζωή καί τούς γονεῖς μας καί τούς ἄλλους οἰκείους μας καί ἐμᾶς τούς ἴδιους· ὅτι μᾶς ἀγάπησε μέ ἀγάπη ἀνέκφραστη μέ τό νά σταυρωθεῖ «ὑπέρ καί ἀντί ἡμῶν» στόν Γολγοθᾶ· ὅτι ἑτοίμασε γιά τήν αἰώνια εὐτυχία μας τήν οὐράνια Βασι­λεία Του· ὅτι ζοῦμε διαρκῶς μέσα στίς ἄπειρες εὐεργεσίες Του, κατα­νοοῦμε ὅτι ἡ πρώτη ἀγάπη μας, ὡς ἐκδήλωση τῆς εὐγνωμοσύνης μας, πρέπει νά στρέφεται πρός Ἐκεῖνον. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος σημειώνει ὅτι ἐπειδή μᾶς χάρισε μεγάλα ἀγαθά, «μεγάλην ἀπαιτεῖ καί τήν ὑπακοήν καί τήν διάθεσιν» καί τήν ἀγάπη μας (ΕΠΕ 10, 498).

Ὁ π. Εὐσέβιος Ματθόπουλος στό πνευματικότατο σύγγραμμά του «Ὁ Προορισμός τοῦ ἀνθρώπου» γράφει ὅτι «ἡ πρός τόν Θεόν ἀγάπη καί ὑπακοή εἶναι ἀνωτέρα πάσης ἄλλης ἀγάπης καί ὑπακοῆς καί τῶν γονέων καί τῶν συγγενῶν… Διά τοῦτο ὀφείλει ὁ Χριστιανός παντοῦ καί πάντοτε νά προτιμᾷ τήν τοῦ Θεοῦ ἀγάπην, θυσιάζων ἀπέναντι τῆς πρός τόν Θεόν ὑπακοῆς καί ἀγάπης πᾶσαν ἄλλην ἀγάπην… Καί εἶναι δικαία, δικαιοτάτη ἡ θυσία πάσης ἄλλης ἀγάπης ἀπέναντι τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, διότι ὁ Θεός εἶναι ἀπείρως ἀνώτερος πάντων… καί διότι ὁ Θεός τοιοῦτον ἄπειρον ὕψος ἔχων ἠγάπησε τόν ἄνθρωπον ἀγάπην ὑψίστην καί τελείαν θυσιάσας ὑπέρ τῆς σωτηρίας αὐτοῦ αὐτόν τόν Μονογενῆ αὐτοῦ Υἱόν» (§ 83).

Μήπως καταργεῖ μέ αὐτό ὁ Κύριος τήν ἀγάπη πρός τούς οἰκείους μας; Ὄχι! Ἀλλά ἱεραρχεῖ τά πράγματα καί δίνει τήν προτεραιότητα στήν ἀγάπη πρός Ἐκεῖνον. Δέν λέει ἄλλωστε νά μισοῦμε τούς συγγενεῖς μας, προκειμένου νά ἀγαπᾶμε Ἐκεῖνον. Ἀκόμη καί ὅταν μᾶς ἐχθρεύονται οἱ συγγενεῖς μας, ἐμεῖς ὀφείλουμε νά τούς ἀ­γαπᾶμε.

3. Εἶναι ἐφικτό, κατορθωτό, αὐτό πού ζητάει ὁ Κύριος; Ἀ­σφαλῶς ναί! Δέν θά τό ζητοῦσε ἄλλωστε, ἐάν ἦταν ἀκατόρθωτο. Ἔ­χουμε πολλά παραδείγματα Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας (π.χ. τῆς ἁγίας Βαρβάρας) πού προτίμησαν νά θανατωθοῦν γιά τήν πίστη καί τήν ἀγάπη τους πρός τόν Χριστό, θυσιάζοντας τή φυσική ἀγάπη καί τό φίλτρο πρός τούς γονεῖς καί τά τέκνα τους. Ἀποδείχθηκαν ἄξιοι τῆς ἀγάπης τοῦ Κυρίου, ἄξιοι μαθητές Του.

Μία τέτοια βεβαίως ἀγάπη ἔχει τίς δυσκολίες της. Γι’ αὐτό καί μιλάει περί σταυροῦ ὁ Κύριος στούς δύο τελευταίους στίχους. Πῶς ἐννοεῖτε τούς στίχους αὐτούς, τούς σχετικούς μέ τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό; Εἶναι δύσκολο, εἶναι καθημερινή ἄρση σταυροῦ τό νά ζεῖς κοντά σέ συγγενεῖς οἱ ὁποῖοι σέ ἐχθρεύονται γιά τήν πίστη σου καί τή χριστιανική σου ζωή καί νά προτιμᾶς τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό ἀντί τῆς ἀγάπης πρός αὐτούς. Δέν εἶναι εὔκολη ὑπόθεση. Ἀπαιτεῖ γενναία καί ἡρωική ψυχή.

Γιά νά εὐαρεστεῖ κάποιος πλήρως ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ σέ ἀνάλο­γες περιστάσεις, πρέπει νά εἶναι ἀποφασισμένος νά πονέσει, νά ὑπο­φέρει καί νά θανατωθεῖ ἀκόμη πρός χάριν τῆς ἀγάπης τοῦ Κυρίου. Ἐάν δέν ἔχει αὐτή τή διάθεση καί ἐάν θελήσει νά ζήσει χωρίς δυσκολίες καί ταλαιπωρίες γιά τήν πίστη του ἐδῶ στόν παρόντα κόσμο, θά χάσει τήν αἰώνια καί μακαρία ζωή τοῦ Παραδείσου. Ἐνῶ ὁ σταθερός στήν πίστη του Χριστιανός, ὁ ὁποῖος εἶναι ἕτοιμος νά «ὑποστῇ καί θάνατον, εἶναι πολλῷ εὐτυχέστερος τοῦ ἀποστάτου, ὅστις διαφεύγει αὐτόν» ( Π. Ν. Τρεμπέλας).

Ἄς παρακαλοῦμε τόν Κύριο νά μᾶς χαρίζει γενναῖο φρόνημα, ὥστε νά Τόν ἀγαπᾶμε πάνω ἀπ’ ὅλα, θυσιάζοντας τά πάντα γιά τήν ἀγάπη Του.

ΣΥΝΘΗΜΑ: «Ὅς οὐ λαμβάνει τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκο­λουθεῖ ὀπίσω μου, οὐκ ἔστι μου ἄξιος» (Ματθ. ι΄ 38).