14. «Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καί πεφορ­τισμένοι, κἀγώ ἀναπαύσω ὑμᾶς»

Μεταφορτώσεις

Θέμα για τους κυκλάρχες

 

Εἶναι γνωστό ὅτι ἀρκετοί ἄνθρωποι νομίζουν καί διακηρύσσουν ὅτι ἡ ζωή ἡ χριστιανική εἶναι βαρύς ζυγός καί προξενεῖ κόπο ἀβά­σταχτο· ὅτι τό Εὐαγγέλιο εἶναι νόμος πιεστικός καί ἀνεφάρμο­στος, καί μάλιστα στούς καιρούς μας. Καί μέ τήν πρόφασή τους αὐ­τή ἀ­­πο­φεύγουν νά ὑπακοῦν στίς ἐντολές τοῦ Εὐαγγελίου καί νά ἀνα­­πτύσσουν οὐσιαστικές σχέσεις μέ τόν Κύριο μέσῳ τῶν ἱε­ρῶν Μυ­στη­ρίων τῆς Ἐκκλησίας Του. Προτιμοῦν τήν ἄνετη χωρίς δε­σμεύ­­σεις ζωή. Ποιά ὅμως εἶναι ἡ ἀλήθεια; Ἔχουν δίκιο ὅσοι τά ὑπο­στηρίζουν αὐτά; Αὐτό θά εἶναι τό θέμα τῆς παρούσας συμμελέτης μας.

Μελέτη περικοπῆς: Ματθ. ια΄ 28-30.

1. Ἄς προσέξουμε κατ’ ἀρχήν τόν πρῶτο στίχο τῆς περικοπῆς μας. Τί διαπιστώνουμε εὐθύς ἐξαρχῆς; Ὅτι εἶναι μία πρόσκληση, ἡ ὁποία ἀπευθύνεται σέ ὅλους ἀνεξαιρέτως «τούς κοπιῶντας καί πεφορτισμένους» ἀνθρώπους. Τί φανερώνει ἐκ πρώτης ὄ­ψεως ἡ πρόσκληση αὐτή; Τό ἐνδιαφέρον καί τήν ἀγάπη Αὐτοῦ πού προσκαλεῖ.

Δέν μένει ἀδιάφορος ὁ Κύριος γιά τούς βεβαρυμένους καί κουρα­σμένους ἀνθρώπους. Θέλει νά τούς βοηθήσει καί νά τούς ἀπαλλάξει ἀπό τά βάρη τους. Ποθεῖ νά τούς ἐλαφρώσει ἀπό τά φορτία τους. Δέν προσκαλεῖ γιά νά βοηθηθεῖ καί νά διακονηθεῖ ὁ Ἴδιος, ἀλλά γιά νά βοηθήσει καί νά κάνει εὐκολότερη τήν πορεία τῆς ζωῆς τῶν ἀνθρώπων. Σᾶς καλῶ, σχολιάζει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, «οὐκ ἐπειδή δέομαι (=χρειάζομαι) ὑμῶν τῆς δόξης, ἀλλ’ ἐπειδή δέομαι (=ἐπιθυμῶ, ἐνδιαφέρομαι) ὑμῶν τῆς σωτηρίας» (ΕΠΕ 10, 610). Δέν σᾶς καλῶ γιά νά μέ δοξάσετε, ἀλλά γιά νά σᾶς σώσω.

Τί ἐννοεῖ μέ τίς λέξεις «κοπιῶντες καί πεφορτισμένοι;» Μᾶς βοηθάει ἡ ἑρμηνεία νά τίς κατανοήσουμε. Μέ τίς λέξεις αὐτές χα­ρακτηρίζονται οἱ ἄνθρωποι οἱ φορτωμένοι ἀπό τά βάρη τῆς ἁμαρτίας καί ἀπό τά φορτία τῶν θλίψεων τῆς ζωῆς, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἀπαράκλη­τοι, δέν ἔχουν δηλαδή τήν παράκληση, τήν παρηγοριά πού χαρίζει ὁ ἀγαθός Παράκλητος, τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, σέ ὅσους πιστεύουν καί βαπτίζονται στό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί ἐντάσσονται στήν Ἐκκλησία Του.

Ἄραγε ὑπάρχουν τέτοιοι βαρυφορτωμένοι ἄνθρωποι στίς ἡμέρες μας; Ἀσφαλῶς. Ἕνα βλέμμα γύρω μας τό ἐπιβεβαιώνει. Δέν εἶναι λίγοι οἱ ἄνθρωποι πού ζοῦν χωρίς εἰρήνη καί χαρά, χωρίς παρηγοριά καί ἐλπίδα. «Ἕνας κόσμος πού ζῇ σέ μιά ἄλλη, ὅλο πίκρες καί πόνους ζωή», ὅπως λέει καί τό παλαιό χριστιανικό τραγούδι. Ἄνθρωποι πού μένουν μακριά ἀπό τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, πού δέν μελετοῦν τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, πού δέν προσεύχονται καί γι’ αὐτό σηκώνουν τόν βαρύ σταυρό τῆς ζωῆς χωρίς τή Χάρι καί τή βοήθεια τοῦ Κυρίου. Φορτωμένοι μέ τά ἁμαρτήματα καί τά πάθη τους, πού ταλαιπωροῦν τήν ψυχή τους ἀλλά καί τήν οἰκογένειά τους καί κάνουν ἀφόρητη τή συμβίωση καί συνεργασία. Ἡ ἁμαρτία, ὅπως τό ὁμολογοῦν κάποτε σέ ὧρες εἰλικρίνειας οἱ δοῦλοι της, εἶναι βαρύ, βαρύτατο φορτίο.

Ἀλλά καί οἱ θλίψεις, πού δέν εἶναι σπάνιες στή ζωή μας, πιέζουν καί δημιουργοῦν καταθλιπτική ἀτμόσφαιρα μέσα μας καί γύρω μας. Μπορεῖ νά ἔχουμε κι ἐμεῖς μιά τέτοια ἐμπειρία.

Καί τί ὑπόσχεται μέ τήν πρόσκλησή Του ὁ Θεάνθρωπος; Ἀνάπαυση, παρηγοριά: «κἀγώ ἀναπαύσω ὑμᾶς», βεβαιώνει. «Ἐν ἀδείᾳ (=εἰς ἄνεση) καταστήσω πάσῃ», σχολιάζει ὁ ἱερός Χρυ­σό­στομος (ΕΠΕ 10, 610). Πῶς ἀντιλαμβάνεσθε αὐτή τήν ἀνά­παυση πού χαρίζει ὁ Ἰησοῦς Χριστός καί πῶς αὐτή μᾶς χαρί­ζεται; Πρόκειται γιά τό ξαλάφρωμα τῆς συνειδήσεως, γιά τήν ἀπαλλαγή ἀπό τίς ὀδυνηρές τύψεις της, γιά τήν ἀποφόρτιση ἀπό τό πιεστικό βάρος τῆς ζωῆς τῆς ἁμαρτίας. Γιά ἕνα αἴσθημα ψυχικῆς ἀνακουφίσεως καί λυτρώσεως ἀπό τό ἄγχος, τήν ἀνησυχία καί τήν ταραχή.

Τό αἰσθάνονται καί τό ζοῦν αὐτό ὅσοι ἐξομολογοῦνται εἰλικρινά καί μεταλαμβάνουν θεάρεστα τά Ἄχραντα Μυστήρια. Νιώθουν νά φεύγει ἕνα μεγάλο βάρος ἀπό ἐπάνω τους. Ἀνοίγει ἐμπρός τους ἕνας εὐρύς ὁρίζοντας, ἐνῶ ἕως τότε ὅλα ἦταν καί φαίνονταν «στενά πάντοθεν». Ἔχουν πλέον νέα διάθεση γιά τή ζωή καί πορεύονται μέ συνοδοιπόρο τήν ἐλπίδα καί τήν ἐμπιστοσύνη στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Αἰσθάνονται τή γλυκύτητα τῆς παρουσίας Του στήν καρδιά τους, στήν οἰκογένειά τους, στήν ἐργασία τους καί παραμένουν πάντοτε εἰρηνικοί καί ἀναπαυμένοι, ἀκόμη καί μέσα στίς δυσκολίες (βλ. καί Ψαλ. κβ΄ [22]).

2. Ἄς ἔλθουμε τώρα στόν ἑπόμενο στίχο. Δέν φαίνεται παράδοξο ὅτι ὁ Κύριος μιλάει καί πάλι γιά ζυγό;

Ὁ Μωσαϊκός νόμος, ὅπως τόν ἑρμήνευαν καί τόν ἐπέβαλλαν οἱ Φαρισαῖοι καί οἱ νομοθέτες τοῦ Ἰσραήλ, ἦταν ζυγός βαρύτατος, φορ­τίο ἀσήκωτο. Τό εἶπε ὁ Κύριος πρίν ἀπό τά φοβερά ἐκεῖνα «οὐαί», πού ἀπηύθυνε πρός τούς Φαρισαίους. Θυμάστε τί εἶπε: «δεσμεύουσι φορτία βαρέα καί δυσβάστακτα καί ἐπιτιθέασιν ἐπί τούς ὤμους τῶν ἀνθρώπων, τῷ δέ δακτύλῳ αὐτῶν οὐ θέλουσι κινῆσαι αὐτά» (Ματθ. κγ΄ 4). Ἡ ἐφαρμογή τῶν ἑρμηνευτικῶν διατάξεων τοῦ Νόμου ταλαιπωροῦσε πολύ τόν λαό. Οἱ ἴδιοι ὅμως οἱ Φαρισαῖοι ἔβρισκαν τρόπους νά ἀπαλλάσσονται ἀπό τήν ὑποχρέωση τῆς ἐφαρμογῆς τους. «Ὁ Χριστός ἐκάλει πρός ἑαυτόν τόν ἁπλοῦν τοῦτον λαόν, τόν στενάζοντα ὑπό τό φορτίον τῆς θρησκείας, ὡς ἐδιδάσκετο αὕτη ἀπό τούς Φαρισαίους» ( Ὑπόμν. Π. Ν. Τρεμπέλα).

Ἀπό αὐτό λοιπόν τόν ζυγό ἀπάλλαξε μέ τή νέα νομοθεσία Του ὁ Κύριος τόν λαό. Δέν κήρυξε ὅμως ἀνομία καί ἀσυδοσία. Ὅρισε καί Αὐτός νόμους. Καί οἱ νόμοι, ἐφόσον ἐπιβάλλουν ὁρισμένες ὑποχρεώσεις, εἶναι ὁπωσδήποτε ζυγός. Ἄλλος ὅμως εἶναι ὁ ζυγός πού ἐπέβαλλαν οἱ Φαρισαῖοι καί ἄλλος ὁ ζυγός τοῦ Εὐαγγελίου. Οἱ νόμοι τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀπορρέουν ἀπό τήν «ἀγαπῶσα» καρδία Του καί ἀποβλέπουν στή βοήθεια τῶν ἀνθρώπων. Δέν ὁμοιάζει Ἐκεῖνος μέ τούς νομοθέτες τοῦ Ἰσραήλ πού ἦταν σκληροί, ἀγέρωχοι καί ἀλαζόνες καί καταπίεζαν τούς ὄχλους. Ὁ νέος Νομοθέτης εἶναι «πρᾶος καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ» καί συμπαθεῖ αὐτούς στούς ὁποίους ἐπιβάλλει – ἐπ᾿ ἐλευθερίᾳ – τόν τέλειο Νόμο Του. Τό αἰσθάνονται αὐτό ὅσοι Τόν γνωρίζουν καλύτερα καί συνδέονται μαζί Του καί γι’ αὐτό σκύβουν κάτω ἀπό τόν ζυγό τοῦ Νόμου τοῦ Εὐαγγελίου Του μέ χαρά. Αὐτή δέ ἡ εὐδιάθετη ὑπακοή στίς ἐντολές τοῦ Εὐαγγελίου καί ἡ εἰλικρινής προσπάθεια γιά τήν ἐφαρμογή τους χαρίζει τήν ἀνάπαυση, γιά τήν ὁποία εἴπαμε προηγουμένως.

Ἀξίζει ὅμως νά προσέξουμε κάπως βαθύτερα τόν χαρακτηρισμό πού κάνει ὁ Κύριος γιά τόν Ἑαυτό του. Τί λέει; «μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ ὅτι πρᾶός εἰμι καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ».

Παρουσιάζεται ἐδῶ ὁ Κύριος ὡς Διδάσκαλος πού καλεῖ τούς Μαθητές Του νά διδαχθοῦν ἀπό τό παράδειγμά Του. Καί ποιό μά­θημα τούς ζητάει νά μάθουν ἀπό Αὐτόν; Τό μάθημα τῆς πραότητος καί ταπεινοφροσύνης. Συνδυάζονται αὐτές οἱ ἀρετές; Μάλιστα, καί κατά τρόπο ἄριστο καί ἀπολύτως ἀναγκαῖο. Μπορεῖ νά ὑπάρξει πραότητα χωρίς ταπείνωση; Ποτέ. Ἡ ταπείνωση εἶναι ἡ ὑποδομή, ἡ πραότητα εἶναι ἡ ἐκδήλωση καί ἔκφραση τοῦ ἐσωτερικοῦ ψυχικοῦ πλούτου τῆς ταπεινῆς καρδιᾶς.

Εἶναι λοιπόν δυνατόν νά ὁρίζει ἕνας τέτοιος Νομοθέτης σκληρούς καί ἀσυμπαθεῖς νόμους; Καί δέν εἶναι φυσικό νά ἀναπαύεσαι, ὅταν σχετίζεσαι μέ Αὐτό τόν Νομοθέτη καί νά τηρεῖς τίς ἐντολές Του;

3. Ἄς προσέξουμε καί τόν τρίτο στίχο τῆς περικοπῆς. Ἀρχίζει μέ τό αἰτιολογικό «γάρ». Γιατί; Τί δικαιολογεῖ ἐδῶ ὁ Κύριος; Τή διαβεβαίωσή Του ὅτι αὐτός πού θά τηρεῖ καί θά ἐφαρμόζει τόν Νόμο τοῦ Εὐαγγελίου Του, θά ἀναπαυθεῖ ὁπωσδήποτε ψυχικά. Καί τί λέει; Σᾶς τοποθετῶ βεβαίως σάν ἄλλο ζυγό τό Εὐαγγέλιό μου καί σᾶς φορτώνω μέ ὁρισμένες ὑποχρεώσεις. Ὁ ζυγός μου ὅμως αὐτός εἶναι «χρηστός», δηλαδή εὐεργετικός καί ὠφέλιμος, τό δέ φορτίο τό ὁποῖο τοποθετῶ στούς ὤμους σας εἶναι «ἐλαφρόν», δέν εἶναι δυσβάστακτο.

Πῶς ἐννοοῦμε σήμερα τά λόγια αὐτά, ἀνεξάρτητα μέ τή σχέση τους πρός τούς Φαρισαίους; Ὅτι οἱ ἐντολές τοῦ Κυρίου δέν μᾶς καταπιέζουν· «αἱ ἐντολαί αὐτοῦ βαρεῖαι οὐκ εἰσίν», γράφει καί ὁ Μαθητής τῆς ἀγάπης (Α΄ Ἰω. ε΄ 3). Ἀντιθέτως μᾶς βοηθοῦν νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τά βάρη, μέ τά ὁποῖα φορτώνει τά θύματά του ὁ Πονηρός. Σκεφθεῖτε πόσο ταλαιπωροῦνται κάποτε οἱ ἄνθρωποι πού δουλεύουν στά πάθη τους. Πόσο ἀξιοθρήνητα ζοῦν ὅσοι ἀρνοῦνται τόν ζυγό τοῦ Εὐαγγελίου καί δένονται στό ἅρμα τοῦ Σατανᾶ! Πίσω ἀπό τά γέλια τῆς ἀσύδοτης ζωῆς τῆς ἁμαρτίας κρύβεται συνήθως πόνος καί ταλαιπωρία. Τό τονίζει μέ ἀδιάψευστο τρόπο ὁ αἰώνιος καί ἀλάθητος λόγος τοῦ Θεοῦ: «θλῖψις καί στενοχωρία ἐπί πᾶσαν ψυχήν ἀνθρώπου τοῦ κατεργαζομένου τό κακόν», ἐνῶ ἀντιθέτως «δόξα καί τιμή καί εἰρήνη παντί τῷ ἐργαζομένῳ τό ἀγαθόν» (Ρωμ. β΄ 9-10).

Ἄς τά σκεπτόμαστε λοιπόν σοβαρότερα τά θέματα αὐτά. Καί ἄς δεχόμαστε εὐχαρίστως ἐπάνω μας τόν ἐλαφρύ ζυγό τοῦ Εὐαγγελίου, ὁ ὁποῖος μᾶς χαρίζει καί στήν παρούσα ζωή εἰρήνη καί ἀνάπαυση καί μᾶς ὁδηγεῖ μέ ἀσφάλεια στήν αἰώνια ἀνάπαυση τῶν οὐρανῶν.

ΣΥΝΘΗΜΑ: «Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καί πεφορ­τισμένοι, κἀγώ ἀναπαύσω ὑμᾶς» (Ματθ. ια΄ 28).