Ἀνεπηρέαστοι ἀπὸ τὸν κόσμο

Ἀποστολικό Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 6 Φεβρουαρίου 2022, ΙΖ΄ Κυριακῆς (Β΄ Κορ. ς΄16 – ζ΄1)

Ἀδελφοί, ὑμεῖς ἐστε ναὸς Θεοῦ ζῶντος, καθὼς εἶπεν ὁ Θεὸς ὅτι ἐνοικήσω ἐν αὐτοῖς καὶ ἐμπεριπατήσω, καὶ ἔσομαι αὐτῶν Θεός, καὶ αὐτοὶ ἔσονταί μοι λαός. διὸ ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καὶ ἀφορίσθητε, λέγει Κύριος, καὶ ἀκαθάρτου μὴ ἅπτεσθε, κἀγὼ εἰσδέξομαι ὑμᾶς, καὶ ἔσομαι ὑμῖν εἰς πατέρα, καὶ ὑμεῖς ἔσεσθέ μοι εἰς υἱοὺς καὶ θυγατέρας, λέγει Κύριος παν­τοκράτωρ. Ταύτας οὖν ἔχοντες τὰς ἐπαγγελίας, ἀγαπητοί, ­καθαρίσωμεν ἑαυτοὺς ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ σαρκὸς καὶ πνεύματος, ἐπιτελοῦντες ἁ­­­γιω­σύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ.

Ἀνεπηρέαστοι ἀπὸ τὸν κόσμο

Τὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα ποὺ ἀ­κού­σαμε σήμερα εἶναι ἀπὸ τὴ Β΄ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Στὴν Κόρινθο ἦταν ἀρκετὰ δια­δεδομένη ἡ εἰδωλολατρία, ἡ διαφθορὰ καὶ ἡ ἀνηθικότητα. Οἱ Χριστιανοὶ τῆς πόλεως ἀντιμετώπιζαν ἔτσι καθημερινὰ τὸν κίνδυνο νὰ παρασυρθοῦν σὲ εἰδω­λο­λατρικὲς συνήθειες καὶ νὰ παρεκκλί­νουν τελικὰ ἀπὸ τὴν ὀρθὴ πίστη. Γι᾿ αὐτὸ ὁ θεῖος Ἀπόστολος, ὁ ἱδρυτὴς τῆς Ἐκ­κλησίας τῆς Κορίνθου, τοὺς ἐφιστᾶ τὴν προσοχὴ μὲ ὅσα τοὺς γράφει.

1. Παιδιὰ τοῦ Θεοῦ

Ἀδελφοί μου, τοὺς λέει, ἐσεῖς ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας εἶστε ναὸς τοῦ ζωντανοῦ, τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Ἄλλωστε, ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἀκόμη, ὁ Θεὸς εἶχε ὑποσχεθεῖ στοὺς Ἰσραηλίτες: Θὰ κατοικήσω μέσα σας καὶ θὰ περπατήσω ἀνάμεσά σας. Θὰ εἶμαι Θεὸς δικός σας κι ἐσεῖς θὰ εἶσθε ὁ περιούσιος λαός μου. Γι᾿ αὐτὸ φύγετε μακριὰ ἀπὸ τοὺς ἀπίστους καὶ διαχωρίστε τὴ θέση σας ἀπὸ αὐτούς. Μὴν ἀναπτύσσετε στενὲς σχέσεις μαζί τους, οὔτε νὰ ἀγγίζετε ὁτιδήποτε ἀκάθαρτο.

Αὐτὰ προτρέπει ὁ Κύριος στὴν Πα­λαιὰ Διαθήκη, μιλώντας μὲ τὸ στόμα τῶν Προφητῶν καὶ ἀναγγέλλοντας στὴ συνέχεια τὴν ἀμοιβὴ γιὰ ὅσους τηρήσουν τὴν ἐντολή του. Τότε, λέει, Ἐγὼ θὰ σᾶς δεχθῶ μὲ πατρικὴ στοργή: «Κἀγὼ εἰσδέξομαι ὑμᾶς, καὶ ἔσομαι ὑμῖν εἰς πατέρα, καὶ ὑμεῖς ἔσεσθέ μοι εἰς υἱοὺς καὶ θυγατέρας». Θὰ γίνω δηλαδὴ Πατέρας σας. Θὰ σᾶς προστατεύω καὶ θὰ σᾶς εὐεργετῶ. Κι ἐσεῖς θὰ εἶσθε γιοί μου καὶ κόρες μου· τὰ ἀγαπημένα παιδιά μου.

Αὐτὰ τονίζει ὁ παντοκράτωρ Κύριος. Δὲν τὰ ὑπόσχεται δὲ μόνο στοὺς Ἰσραη­λίτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἢ στοὺς Κορινθίους μέσῳ τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Τὰ ὑπόσχεται ὁ ἀγαθὸς Πατέρας μας καὶ σὲ ὅλους ἐμᾶς τοὺς πιστούς του, τοὺς Χριστιανούς. Μᾶς ὑπόσχεται ὅτι θὰ μᾶς ἔχει παιδιά του ἀγαπημένα, ὅτι θὰ μᾶς χαρίζει τὴν ἀνύστακτη προστασία του, τὶς ἀτίμητες δωρεές του, τὴν πλούσια εὐλογία του. Τί τιμὴ καὶ εὐτυχία γιὰ τὸν ἀδύναμο ἄνθρωπο, νὰ ἔχει Πατέρα καὶ συμπαραστάτη του τὸν παντοδύναμο Θεό!

Δὲν εἴμαστε ὀρφανοί, λοιπόν. Ἔχουμε Πατέρα, ποὺ μᾶς ἀγαπᾶ ­περισσότερο ἀπὸ ὅσο οἱ ἐπίγειοι γονεῖς τὰ παιδιά τους. Εἶναι πιὸ στοργικὸς κι ἀπὸ τὴν πλέον φιλόστοργη μητέρα. Ἡ βεβαιότητα δὲ αὐτὴ ἀνακουφίζει κάθε ταραγμένη ψυχή, ἰδιαιτέρως μάλιστα στὴν ἐποχή μας, ποὺ χαρακτηρίζεται ἀπὸ φόβο καὶ ἔντονη ἀνασφάλεια.

2. Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ

Γιὰ νὰ λάβουμε ὅμως τὴν υἱοθεσία ἀπὸ τὸν Θεὸ Πατέρα μας καὶ νὰ γίνουμε παιδιά του, εἶναι ἀπαραίτητη καὶ ἡ δι­κή μας συμβολή. Σὲ αὐτὸ στρέφει τὴν προσοχή μας στὴ συνέχεια τῆς περι­κοπῆς ὁ ἀπόστολος Παῦλος. «Καθαρί­σωμεν ἑαυτοὺς ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ σαρκὸς καὶ πνεύματος, ἐπιτελοῦντες ἁ­γιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ», μᾶς προτρέ­πει. Ἂς καθαρίσουμε, δηλαδή, τοὺς ἑαυτούς μας ἀπὸ κάθε τι ποὺ μολύνει τὸ σῶμα καὶ τὸ πνεῦμα μας. Ἂς ἀποφεύγουμε κάθε σκέψη καὶ ἐπιθυμία ποὺ μολύνει τὴν ψυχή μας καὶ κάθε ἐφάμαρτη ἐνέργεια καὶ πράξη, ποὺ καθιστᾶ ἀκάθαρτο τὸ σῶμα μας. Ἂς τελειοποιούμαστε στὴν ἀρετή, ἂς προαγόμαστε στὴν ἁγιότητα. Σ᾿ αὐτὸ θὰ μᾶς βοηθήσει πολὺ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ.

Ὁ θεῖος Ἀπόστολος μᾶς παρουσιάζει ἐδῶ ἕνα πολὺ σημαντικὸ στοιχεῖο τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα κάθε πιστοῦ· μᾶς ὁμιλεῖ γιὰ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ. Τονίζει μάλιστα ὅτι ὁ θεῖος αὐτὸς φόβος μᾶς προάγει στὴν ἁγιότητα. Εἶναι δηλαδὴ τὸ μέσο, ὁ τρόπος γιὰ νὰ ἐπιτελέσουμε τὸν ὕψιστο αὐτὸ σκοπὸ τῆς ὑπάρξεώς μας. Ἀσφαλῶς, ὅταν ἀναφέρεται στὸν φόβο τοῦ Θεοῦ, δὲν ἐννοεῖ κάποιον δουλικὸ τρόμο ἀπέναντί Του, ἀλλὰ ἕνα βαθὺ σεβασμό, ἕνα ἱερὸ δέος, καθὼς βρίσκεται πάντοτε ἐνώπιόν μας ὁ Κύριος τοῦ παν­τός.

Ὁ πιστὸς ποὺ ἔχει τὸν φόβο τοῦ Θε­οῦ, συναισθάνεται τὴν ἁπανταχοῦ πα­ρουσία του, δοξολογεῖ τὴ θεία μεγαλοσύνη του καὶ συντρίβεται αἰσθανόμε­νος τὴ δική του μικρότητα. Ἀγωνίζεται δὲ νὰ μὴν παραβεῖ τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου καὶ νὰ τηρεῖ μὲ ἀκρίβεια τὶς ἅγιες ­ἐντολές του. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ τὸν συγκρατεῖ τελικὰ ἀπὸ τὴν ἁ­μαρτία. Ἀποτελεῖ ἕνα νοητὸ τεῖχος, ποὺ θωρακίζει πνευματικὰ τὴν ψυχή του καὶ τὴν κρατεῖ σὲ ἐγρήγορση πνευμα­τική.

Αὐτὸ τὸν θεῖο φόβο ἂς καλλιεργοῦμε κι ἐμεῖς, μὲ τὴν αἴσθηση τῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου ἐνώπιόν μας, ὥστε νὰ παραμένουμε ἀνεπηρέαστοι ἀπὸ τὸ ὁρμητικὸ ρεῦμα τῆς διαφθορᾶς καὶ τῆς ἀνηθικότητας, ποὺ ὑπάρχει στὴν ἐποχή μας, καὶ νὰ προαγόμαστε στὴν ἀρετή.