16. «Μνημόνευε… καί μετανόησον»

Μεταφορτώσεις

Θέμα για τους κυκλάρχες

 

ΤΡΙΩΔΙΟ – Μ. ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗ

Εἰσήλθαμε ἤδη στό Τριώδιο καί προχωροῦμε πρός τή Μ. Τεσ­σα­­ρα­κοστή, τήν κατανυκτική αὐτή περίοδο τοῦ λειτουργικοῦ μας ἔ­τους, κατά τήν ὁποία ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ σέ βα­θύ­τε­ρη μετάνοια καί θερμότερη προσευχή. Οἱ πυκνές ἱερές Ἀκο­λου­­θίες συμβάλλουν πάρα πολύ στήν πνευματική μας ζωή, στή συναίσθηση τῆς ψυχικῆς μας καταστάσεως, στή συντριβή καί τα­πεί­νωση, στήν ἀποστροφή τῆς ἁμαρτίας, στόν καλό ἀγώνα κα­τά τῶν παθῶν. Τό θέμα πού θά μελετήσουμε τώρα ἔχει σκοπό νά βοη­θήσει ὅλους μας σέ μία πιό θεάρεστη ζωή σέ αὐτή τήν ἁγία περίοδο.

Μελέτη περικοπῆς: Ἀποκ. γ΄ 1-3.

1. Τό βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως, ὅπως εἶναι γνωστό, εἶναι προφητικό. Ὁμιλεῖ συμβολικά γιά τήν κατάσταση πού ἐπικρατοῦσε τήν ἐποχή πού γράφτηκε καί στρέφει τόν φακό πρός τό μέλλον τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ κόσμου, τό ὁποῖο παρουσιάζει μέ συγ­κλονιστικές σκηνές καί ὀπτασίες. Ἡ περικοπή πού ἔχουμε ἐμπρός μας, εἶναι τμῆμα μιᾶς ἀπό τίς ἑπτά Ἐπιστολές πού ἀπέστειλε ὁ Θεός μέ τόν ἅγιο Ἰωάννη στίς ἑπτά Ἐκκλησίες τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Κάνει λόγο γιά τή μετάνοια. Εἶναι ἔντονη ἡ παρακίνηση γιά μετάνοια, ἡ ὁποία εἶναι καί τό κεντρικό ἐγερτήριο μήνυμα ὅλου τοῦ Τριωδίου. Στούς τρεῖς στίχους τῆς περικοπῆς δίνονται ἀφορμές γιά συζήτηση καί ἐμβάθυνση στήν ἔννοια τῆς μετάνοιας.

2. Ἄς δοῦμε τόν πρῶτο στίχο. Ἀπευθύνεται ὁ Θεός στόν Ἐπί­σκοπο τῶν Σάρδεων, ὡς ἐκπρόσωπο τῆς Ἐκκλησίας τῆς πόλεως αὐτῆς. Ὁμιλεῖ μέ ὅλο τό μεγαλειῶδες κύρος Του ὁ Κύριος, ὁ Ὁποῖος κατέχει τό πλήρωμα τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί κατευθύνει τούς λειτουργούς τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν. Καί τί τοῦ λέει; «οἶδα σου τά ἔργα, ὅτι ὄνομα ἔχεις ὅτι ζῇς καί νεκρός εἶ». Φοβερός πράγματι λόγος! Ὁμιλεῖ ὁ καρδιογνώστης καί κρυφιογνώστης Θεός, ὁ Ὁποῖος γνωρίζει τά πάντα. Τί φαίνεται ἀπό τή φράση αὐτή; Ὅτι ὁ Κύριος δέν ἦταν εὐχαριστημένος ἀπό τή ζωή τοῦ Ἐπισκόπου καί γενικότερα ἀπό τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας τῶν Σάρδεων. Πιθανῶς ὁ Ἐπίσκοπος νά λεγόταν Ζώσιμος ἤ Ζωτικός ἤ Ζωτίων, καί ἐνῶ τό ὄνομά του εἶχε σχέση μέ τή ζωή, ἐντούτοις τά ἔργα του ἔδειχναν ὅτι ἦταν νεκρός. Καί ἡ Ἐκκλησία τῶν Σάρδεων πιθανῶς νά εἶχε λάμψη ἐξωτερική καί πομπώδη ἐμφάνιση καί φήμη σπουδαία, στήν πραγματικότητα ὅμως τά μέλη της δέν παρουσίαζαν σημεῖα πνευ­ματικῆς ζωῆς καί εὐσέβειας.

Ἄς ἔλθουμε ὅμως τώρα στήν προσωπική μας ζωή, πού αὐτό κυρίως μᾶς ἐνδιαφέρει. Ἄραγε ὁ ἐλεγκτικός αὐτός λόγος βρίσκει ἀνταπόκριση καί στόν ἑαυτό μας; Μήπως εἴμαστε κι ἐμεῖς κατ’ ὄνομα Χριστιανοί; Μήπως δέν ζοῦμε γνήσια πνευματική ζωή στά βάθη τῆς ψυχῆς μας καί ἀρκούμαστε στήν ἐπιφάνεια καί μόνο; Μήπως παρατηρεῖται καί σ’ ἐμᾶς νεκροφάνεια λόγῳ τῆς συνήθειας, τῆς ραθυμίας καί κάποιας ἀδιαφορίας γιά τήν ψυχική μας κατάσταση; ( Ἄς ποῦν τά μέλη μας τίς σκέψεις τους, μέ προσοχή ὅμως νά μήν πέσουμε στήν κατάκριση, ἀλλά νά στραφεῖ ἡ συζήτηση μόνο στόν ἑαυτό μας).

Τί θά ἔλεγε, στ᾿ ἀλήθεια, ὁ Κύριος στόν καθένα μας; Μπο­ροῦμε ἄραγε νά ποῦμε ὅτι εἶναι πολύ εὐχαριστημένος μαζί μας Ἐκεῖνος, πού γνωρίζει καί τά ἐλατήρια τῶν πράξεών μας;

3. Ἄς ἔλθουμε καί στόν δεύτερο στίχο. Τί παρατηροῦμε ἐδῶ; Ὅτι ὁ Κύριος παρακινεῖ τόν Ἐπίσκοπο, τόν ἴδιο καί τήν Ἐκκλησία του, νά ξυπνήσει ἀπό τόν βαρύ ὕπνο τῆς ραθυμίας· νά ἀποτινάξει τήν πνευματική νάρκη, μέ τήν ὁποία ναρκώνει ὁ Πονηρός τίς ψυχές, καί νά κινηθεῖ δραστήρια γιά νά ἀποφύγει τόν πνευματικό θάνατο.

Προσθέτει μάλιστα ὁ Κύριος καί μία κρίση, ὡς πρός τή συμπεριφορά τοῦ Ἐπισκόπου καί τῆς Ἐκκλησίας αὐτῆς. Ποιά εἶναι ἡ κρίση αὐτή; «οὐ γάρ εὕρηκά σου τά ἔργα πεπληρωμένα…».

Μήπως ἡ κρίση αὐτή τοῦ Θεοῦ μᾶς δίνει ἀφορμή νά ἐξετάσουμε τά ἔργα μας, γιά νά διαπιστώσουμε ἐάν εἶναι πλήρη, ὅπως ἀκριβῶς τά θέλει ὁ Θεός; Ἀσφαλῶς ναί.

Πῶς λοιπόν θά γνωρίσουμε καλύτερα καί βαθύτερα τήν ψυ­χική μας κατάσταση; Ὅπως ἀσφαλῶς εἶναι γνωστό, ὁ ἀείμνηστος πατήρ Εὐσέβιος Ματθόπουλος, στό ἐξαίρετο σύγ­γραμμά του «Ὁ Προορισμός τοῦ ἀνθρώπου», ἀφιερώνει εἴκοσι σελίδες γιά τό θέμα τῆς αὐτογνωσίας. Ἀναφέρει πολλές εἰδικές περιπτώσεις, ἀπό τίς ὁποῖες μποροῦμε νά γνωρίζουμε ἐάν εἶναι θεάρεστη ἡ συμπεριφορά μας. Ὡς πρός τόν τρόπο καί τήν τακτική πού πρέπει νά ἀκολουθήσουμε γι’ αὐτό, γράφει τά ἑξῆς: «Λέγομεν λοιπόν, ὅτι δύναται ὁ Χριστιανός νά γνωρίσῃ ἑαυτόν, προσέχων εἰς τούς λόγους τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί εἰς ἑαυτόν. Θά προσέχῃ εἰς τούς λόγους τῆς Ἁγίας Γραφῆς, διότι ἐν αὐτῇ ἐκτός τῶν ἄλλων ἀληθειῶν ἐκτίθενται καί πάντα ὅσα φωτίζουν καί ὁδηγοῦν τόν ἄνθρωπον εἰς τό νά λάβῃ ἀληθῆ γνῶσιν τοῦ ἑαυτοῦ του. Ἐν αὐτῇ ἐκτίθενται καί πάντα (τά)… περί τῆς πνευματικῆς καί ἠθικῆς καταστάσεως τοῦ ἀνθρώπου.

Εἰς ἑαυτόν δέ θά προσέχῃ, διότι διά τῆς ἐν ἑαυτῷ προσοχῆς καί ἐξετάσεως θά βλέπῃ τήν ἑαυτοῦ κατάστασιν, τῆς συνειδήσεως αὐτοῦ μαρτυρούσης…» (σελ. 146-162) (βλ. καί Ψαλ. ιη΄ 13-14).

Ἡ αὐτοεξέταση πού γίνεται ὄχι μέ προχειρότητα καί ἐπιπο­λαιότητα, ἀλλά μέ σοβαρότητα καί αὐστηρότητα στόν ἑαυτό μας εἶναι ἐντελῶς ἀπαραίτητη γιά τήν ἀληθινή μετάνοια καί γιά τήν εἰλικρινή ἐξομολόγησή μας. Μᾶς ὁδηγεῖ σέ συναίσθηση τῆς πνευματικῆς μας καταστάσεως καί μᾶς παρακινεῖ νά συντρίψουμε τόν κλοιό τῆς ἁμαρτίας. Χαρακτηριστική εἶναι ἐδῶ ἡ ἑξῆς γνώμη τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου: «Καθ’ ἑκάστην ἡμέραν ἑαυτούς εὐ­θύνας ἀπαιτῶμεν καί ρημάτων καί βλεμμάτων καί δίκας ἑαυτούς εἰσπραττώμεθα (νά κρίνουμε καί νά καταδικάζουμε καί νά τι­μω­ροῦμε τόν ἑαυτό μας), ἵνα τῆς ἐκεῖθεν κολάσεως ἑαυτούς ἐλευθερώσωμεν» (ΕΠΕ 4, 558).

4. Ἄς δοῦμε καί τόν τρίτο στίχο τῆς περικοπῆς μας. Τί παρατηροῦμε ἐδῶ; Κατ’ ἀρχήν πρακινεῖ τόν Ἐπίσκοπο καί τήν ὅλη Ἐκκλησία του νά θυμηθεῖ πῶς ἄρχισε τήν πνευματική ζωή, μέ ποιό ζῆλο καί μέ πόση θερμότητα καρδιᾶς ἔλαβε τήν ἀπόφαση νά πιστεύσει καί νά ἀφοσιωθεῖ στόν Κύριο. Κάτι ἀνάλογο λέει ὁ Κύριος καί στήν Ἐπιστολή πρός τόν Ἐπίσκοπο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἐφέσου (βλ. Ἀποκ. β΄ 1-5).

Ἄραγε ἡ ἀνάμνηση τῆς ἀρχῆς τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς συμβάλλει στή μετάνοια; Ἀσφαλῶς. Διότι συνήθως, ἐάν δέν προσέξουμε, μαραίνεται ὁ ζῆλος μας. Καί τί θυμόμαστε; Μέ πόση λαχτάρα προσευχόμασταν τότε· μέ πόση συντριβή καί μετάνοια ἐξομολογούμασταν· μέ ποιά λαχτάρα πλησιάζαμε τά Ἄχραντα Μυστήρια· μέ πόση προθυμία ἀκούγαμε καί μελετούσαμε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ· μέ ποιά αὐταπάρνηση λαμβάναμε μέρος σέ ἔργα φιλανθρωπίας· μέ ποιά παρρησία μιλούσαμε γιά τόν Κύριο στούς ἄλλους. Ἡ ἀνάμνηση αὐτή τοῦ παρελθόντος μας καί ἡ σύγκρισή του μέ τό παρόν μας θά γίνεται ἰσχυρός μοχλός γιά βαθιά μετάνοια καί ἄνοδο ψυχική.

Καί ὁ Θεός προσθέτει: «καί τήρει καί μετανόησον». Εἶναι αὐτό ἰσχυρή παρακίνηση γιά μετάνοια. «Μετανόησον». Δηλαδή; Ἄλλαξε νοοτροπία. Ἀπόφευγε καθετί τό ἔνοχο καί ἀπαράδεκτο γιά τόν Θεό. Ἐφάρμοζε ὅσα ἄκουσες σχετικά μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Πῶς ἀντιλαμβάνεσθε τήν ἔννοια τῆς μετάνοιας; Ἡ μετάνοια ἔχει ἀμφίδρομη κίνηση. Καί πρός τό παρελθόν καί πρός τό παρόν καί τό μέλλον. Ὁ Μέγας Βασίλειος ἔλεγε σχετικά: «Τοῖς μετανοοῦσιν οὐκ ἀρκεῖ πρός σωτηρίαν ἡ ἀναχώρησις μόνη τῶν ἁμαρτημάτων, χρεία δέ αὐτοῖς καί καρπῶν ἀξίων τῆς μετανοίας» (PG 31, 701). Καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς προσθέτει: «Μετάνοια δέ ἐστι τό μισῆσαι τήν ἁμαρτίαν καί ἀγαπῆσαι τήν ἀρετήν καί ἐκκλῖναι ἀπό τοῦ κακοῦ καί ποιῆσαι τό ἀγαθόν» (ΕΠΕ 11, 492).

Ὑπάρχει καί κάποια προειδοποίηση στόν στίχο αὐτό, πού συμβάλλει καί αὐτή στή μετάνοια. Ποιά εἶναι ἡ προειδοποίηση; «ἥξω ἐπί σέ ὡς κλέπτης». Πῶς κατανοεῖτε αὐτή τήν προει­δοποίηση; Πρέπει νά ἐπισπεύσουμε τή μετάνοιά μας, διότι ἐπι­κρέμαται καί ἡ ἀπειλή τοῦ θανάτου. Ἐάν μᾶς βρεῖ ἡ ἀβέβαιη ὥρα τοῦ θανάτου ἀμετανόητους, ἤ χωρίς νά ἔχουμε ὁλοκληρώσει τή μετάνοιά μας καί χωρίς νά ζοῦμε «ἐν μετανοίᾳ», ἡ συμφορά μας θά εἶναι ἀνεπανόρθωτη. Ἐφόσον δέ εἶναι ἄγνωστη ἡ ὥρα τοῦ θανάτου μας, πρέπει νά εἴμαστε ἕτοιμοι ἀνά πᾶσα στιγμή, ὥστε νά ἀναχωρήσουμε μετανοημένοι καί ἐξομολογημένοι ἀπό τήν παρούσα ζωή, γιά νά εἶναι καλή καί εὐπρόσδεκτη ἡ ἀπολογία μας ἐνώπιον τοῦ φοβεροῦ βήματος τοῦ Θεοῦ.

ΣΥΝΘΗΜΑ: «Μνημόνευε… καί μετανόησον» (Ἀποκ. γ΄ 3).