18. Πόσο ἐκτιμήσαμε τόν «πολύτιμο μαργαρίτη»;

Μεταφορτώσεις

Θέμα για τους κυκλάρχες

 

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

Στήν προηγούμενη συμμελέτη μας εἴδαμε τίς δύο μικρές Παρα­βο­λές τοῦ Κυρίου γιά τόν «κόκκο τοῦ σινάπεως» καί τή «ζύμη» καί πήραμε σπουδαῖα μηνύματα γιά τή ζωή μας. Στήν παρούσα συμμελέτη θά δοῦμε ἄλλες δύο μικρές Παραβολές: τοῦ «κρυμμένου θησαυροῦ» καί τοῦ «πολύτιμου μαργαρίτη». Μέ αὐτές τονίζει ὁ Κύριος τήν ἀξία καί τή σπουδαιότητα τῶν ἀνεκτίμητων καί ἀνυ­πολόγιστων πνευματικῶν θησαυρῶν πού ἔχει Ἐκεῖνος καί τούς προσφέρει σέ ὅσους τούς ἀναζητοῦν. Θέμα ἐνδιαφέρον γιά κάθε λογικό καί συνετό ἄνθρωπο.

Μελέτη περικοπῆς: Ματθ. ιγ΄ 44-46.

1. Ἄς δοῦμε κατ’ ἀρχήν τήν Παραβολή τοῦ «κρυμμένου θη­σαυ­ροῦ». Ποιός εἶναι αὐτός ὁ «κρυμμένος θησαυρός»; Ἡ ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου καί ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, πού ὑπάρχουν στήν Ἐκκλησία Του σάν σέ ἄλλο ἀγρό.

Γιατί παρομοιάζονται μέ θησαυρό; Διότι χαρίζουν τήν εὐ­τυχία καί τήν αἰώνια σωτηρία, πράγμα τό ὁποῖο εἶναι ἀγαθό ἀσύγκριτα ἀνώτερο ἀπό ὅλου τοῦ κόσμου τά ἀγαθά. «Πᾶν τίμιον οὐκ ἄξιον αὐτῆς ἐστί», λέει ὁ Σοφός τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀναφερόμενος στή σοφία μέ τήν ὁποία σοφίζει τούς πιστούς ὁ Θεός γιά τή σωτηρία τους. Ὁτιδήποτε πολύτιμο ὑπάρχει στόν κόσμο εἶναι πολύ κατώτερο στήν ἀξία ἀπό αὐτήν (Παρ. γ΄ 13-15).

Πῶς γίνεται ἡ ἀνακάλυψη αὐτοῦ τοῦ θησαυροῦ; Ὁ ἱερός Χρυσόστομος γράφει ὅτι, ἐάν «μή ψυχήν… ἔχῃς μεμεριμνημένην καί ζητοῦσαν, οὐχ εὑρίσκεις» (ΕΠΕ 10, 840). Χρειάζεται δηλαδή φροντίδα, ἀναζήτηση καί κόπος γιά νά ἀνακαλυφθεῖ ὁ «κρυμμένος θησαυρός». Αὐτό δέν κάνουν καί ὅσοι ἀναζητοῦν ἔπειτα ἀπό κάποιες πληροφορίες κρυμμένους θησαυρούς στό ὕπαιθρο; Αὐτοί πού ἀδιαφοροῦν γιά τά ἀγαθά πού περικλείονται στήν Ἐκκλησία, στό ἱερό Εὐαγγέλιο, τά ἱερά Μυστήρια καί τίς ἱερές Ἀκολουθίες κ.λπ. ἤ αὐτοί πού μένουν μόνο στήν ἐπιφάνεια, στούς ἐξωτερικούς τύπους, καί δέν σκάβουν, δέν προχωροῦν βαθύτερα στήν οὐσία τῆς Πίστεως, εἶναι ἑπόμενο ὅτι δέν θά ἀνακαλύψουν τόν θησαυρό πού περικλείεται στήν Ἐκκλησία.

Τί ἔκανε ὁ ἄνθρωπος, μόλις ἀνακάλυψε τόν «κρυμμένο θησαυρό»; Πούλησε χαρούμενος καί μέ ἐνθουσιασμό ὅσα εἶχε καί ἔσπευσε νά ἀγοράσει τό γρηγορότερο τόν ἀγρό, στόν ὁποῖο ὑπῆρχε ὁ θησαυρός, ὥστε νά γίνει κτῆμα του. Ἔσπευσε νά προλάβει, γιά νά μήν τόν χάσει. «Τοῦτο δεικνύει τήν ἀγωνιώδη του ἀπόφασιν νά ἀποκτήσῃ ἀντί πάσης θυσίας τόν ἀγρόν μετά τοῦ θησαυροῦ του. Τοῦτο εἶναι τό κεντρικόν σημεῖον τῆς ὡραίας ταύτης καί διδακτικῆς παραβολῆς» (Ὑπόμν. Π. Ν. Τρεμπέλα).

Πῶς ἀντιλαμβάνεσθε τήν ἐνέργειά του αὐτή, ἐάν τή μετα­φέρουμε στήν ἀνακάλυψη τοῦ πνευματικοῦ θησαυροῦ; Πῶς ἐνεργεῖ ὁ ἄνθρωπος πού ἀνακαλύπτει τόν θησαυρό τῆς Πίστεως;

«Κάθε Χριστιανός πού κατενόησεν ὁποῖος πλοῦτος ἀνεκτί­μητος καί ὁποία εὐτυχία ἀπερίγραπτος κρύπτεται εἰς τήν θρησκείαν τοῦ Χριστοῦ, αἰσθάνεται τήν ἀνάγκην νά τήν κάμῃ κτῆμα του. Μέ προσοχήν καί ἐπιμέλειαν παρακολουθεῖ τόν ἑαυτόν του, φοβούμενος μήπως τά μάταια τοῦ κόσμου τούτου θέλγητρα, ἤ ὁ μέγας κλέπτης τῶν ψυχικῶν θησαυρῶν, ὁ Σατανᾶς, τοῦ κλέψουν τήν χάριν καί τήν ἀλήθειαν, τήν ὁποίαν θέλει νά κάμῃ διαρκές καί μόνιμον κτῆμα του. Χαίρει δέ, διότι τοιοῦτον θησαυρόν εὐτυχίας πρόκειται νά κατέχῃ, χαράν τοιαύτην, τήν ὁποίαν κανείς ἐξ ὅσων κατέκτησαν ὑλικούς θησαυρούς ᾐσθάνθη. Τό αἴσθημα αὐτό τῆς χαρᾶς τό γνωρίζουν ἐκ πείρας ὅλοι οἱ Χριστιανοί, ὅσοι ἦσαν πρῶτα εἰς τήν ἄγνοιαν, καί αἴφνης ὁ Θεός τούς ἐφώτισεν νά γνωρίσουν τήν ἀλήθειαν καί νά ζήσουν τήν ἀληθῶς χριστιανικήν ζωήν» (π. Σεραφείμ Παπακώστα, «Αἱ παραβολαί τοῦ Κυρίου», σελ. 73).

Τίποτε ἄλλο πλέον δέν ἑλκύει τήν καρδιά τοῦ πιστοῦ, ὁ ὁ­ποῖος ἀνακάλυψε καί ἐκτίμησε τόν θησαυρό τῆς ἀλήθειας καί τῆς Χάριτος τοῦ Χριστοῦ. Θυσιάζει τά πάντα γιά χάρη του.

Τί ἔλεγε ὁ ἀπ. Παῦλος, ὅταν πίστεψε στόν Χρι­στό; Ὅταν γεύθηκε ἐκ πείρας τή γλυκύτητα καί τήν εὐτυχία πού χαρίζει ὁ Κύριος σέ ὅσους συνδέονται μαζί Του; Τά πάντα «ἡγοῦμαι σκύβαλα εἶναι ἵνα Χριστόν κερδήσω» (Φιλιπ. γ΄ 8). Ὅλα, καί τά πλέον ἐντυπωσιακά ἀγαθά τοῦ κόσμου, εἶναι σάν σκουπίδια ἐμπρός στό «ὑπερέχον τῆς γνώσεως Χριστοῦ Ἰησοῦ». Ὁ ἄνθρωπος πού ἀντιλαμβάνεται, κατά τό δυνατόν, ποιός πλοῦτος πνευματικός περικλείεται στήν ἐν Χριστῷ μυστηριακή ζωή καί ποιά μακαριότητα ἀναμένει τόν πιστό στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, κάνει τό πᾶν, γιά νά μή χάσει τόν ἀμύθητο αὐτό πλοῦτο (βλ. καί Ἐφεσ. α΄ 15-23).

2. Ἄς ἔλθουμε ὅμως καί στήν Παραβολή τοῦ «πολύτιμου μαρ­γαρίτη», ἡ ὁποία συγγενεύει μέ τήν προηγούμενη. Ἡ μόνη διαφορά ἀπό τήν Παραβολή τοῦ «κρυμμένου θησαυροῦ» εἶναι ὅτι ἐδῶ λέει ὁ Κύριος ὅτι ὁ ἔμπορος ἀναζητοῦσε νά βρεῖ καλούς μαργαρίτες καί προτίμησε τελικά τόν πιό πολύτιμο ἀπό ὅλους, πράγμα πού δέν ὑπάρχει στήν περίπτωση τοῦ «κρυμμένου θησαυροῦ».

Τί σημαίνει ἡ ἐπισήμανση αὐτῆς τῆς διαφορᾶς; Ὅτι βρῆκε μέν διάφορους μαργαρίτες, ἀλλά «δέν ἀνεπαύετο ἐφ’ ὅσον δέν εὕρισκε τόν ἕνα, τόν ἀληθῶς πολύτιμον. Εὑρῆκεν, ὡς ἐν παραδείγματι τόν πλοῦτον, τόν ὁποῖον οἱ πολλοί νομίζουν μαργαρίτην καλόν, ἀλλ’ ἀντελαμβάνετο ὅτι δέν ἠμπορεῖ νά ἱκανοποιήσῃ τήν ψυχήν τοῦ ἀνθρώπου. Εὑρῆκε τήν δόξαν τήν κοσμικήν, τάς γνώσεις τάς ἀνθρωπίνας, τάς ἡδονάς τάς σαρκικάς… πράγματα πού θεωροῦν πολλοί μαργαριτάρια» (π. Σεραφείμ Π., ὅ.π., σελ. 75). Διαπίστωνε ὅμως τελικά ἀπό προσωπική πείρα ὅτι δέν ἱκανοποιοῦσαν τήν ψυχή του αὐτοί οἱ μαργαρίτες. Καί ἀναζητοῦσε κάτι ἄλλο, κάτι καλύτερο καί ἀνώτερο.

Κάτι σχετικό τονίζει μέ τρόπο ποιητικό καί ὑπέροχο ὁ Χριστιανός ποιητής Γ. Βερίτης στό ἐξαίρετο ποίημά του «Ζη­τῶντας τό φῶς». Ὁρισμένοι στίχοι του εἶναι χαρακτηριστικοί γιά τήν ἀναζήτηση αὐτή πού κάνουν οἱ ἄνθρωποι, προκειμένου νά βροῦν αὐτό πού ποθεῖ ἡ ψυχή τους:

«Τί ζητᾶμε; Φῶς, διαβάτη!
Εἶν’ ὁ πόθος ὁ βαθύς
κάθε ἀνθρώπινης ψυχῆς.
Σάν ποιό νἄν’ τό μονοπάτι,
πού στό Φῶς θέ νά μᾶς φέρῃ;
Ἄχ! κανείς μας δέν τό ξέρει.
Φῶς ζητᾶμε, Φῶς διαβάτη,
πήραμ’ ἕνα γιδοστράτι
καί χυθήκαμε στά σκότη,
ἀπ’ τήν πρώτη μας τή νιότη».

Τί σημαίνουν αὐτά ὡς πρός τήν ἀναζήτηση καί τήν εὕρεση τοῦ «πολύτιμου μαργαρίτη»; Ὅτι ἡ πίστη στόν Χριστό, ἡ γνωριμία καί ἡ σύνδεση μαζί Του, μέ τόν λόγο Του, τήν προσευχή καί ἰδιαιτέρως μέ τά ζωοποιά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας Του, εἶναι ἡ ἀνακάλυψη τοῦ «πολύτιμου μαργαρίτη», πού εἶναι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός. Αὐτός εἶναι «τῶν ἐφετῶν ἡ ἀκρότης», λέει ἕνας ὕμνος τῆς Ἐκκλησίας μας. Τό ἀνώτατο ἀπό ὅλα ὅσα ποθεῖ ἡ ψυχή μας. Τό ὕψιστο ἀγαθό. «Ὁ ὑπέρ πάντα πλοῦτον καί λίθον πολύτιμον πολυτιμότερος μαργαρίτης, ὁ δημιουργῶν καί εἰς τήν παροῦσαν ζωήν χαράν καί εἰρήνην καί εἰς τήν μέλλουσαν ἀπόλυτον εὐτυχίαν» (π. Σεραφείμ). Τίποτε ἄλλο δέν ἱκανοποιεῖ ἀπόλυτα τήν ψυχή μας.

Ἄς διερωτηθοῦμε: Ἐμεῖς ἀνακαλύψαμε πράγματι τόν «πολύτιμο μαργαρίτη»; Ἡ παρουσία μας στόν Κύκλο εἶναι ἀσφαλῶς καταφατική ἀπάντηση. Ἔχουμε ὅμως ἐκτιμήσει ὅσο πρέπει τήν ἀξία του; Αὐτό ἐξαρτᾶται ἀπό τή βαθιά γνωριμία μαζί Του. Ἄς ἱκετεύουμε τόν Κύριο νά μᾶς βοηθήσει, ὥστε νά Τόν γνωρίσουμε καλύτερα, γιά νά μᾶς φωτίζει, νά μᾶς εἰρηνεύει, νά μᾶς ὁδηγεῖ στήν αἰώνια εὐτυχία. Καί ἄς ψάλλουμε ἐκ ψυχῆς πρός Αὐτόν: «Ἡ καρδία μου πρός Σέ, Λόγε, ὑψωθήτω, καί οὐδέν θέλξει με τῶν τοῦ κόσμου τερπνῶν, πρός χαμαιζηλίαν».

ΣΥΝΘΗΜΑ: Πόσο ἐκτιμήσαμε τόν «πολύτιμο μαργαρίτη»;