Ἀποστολικό Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 6 Μαρτίου 2022, Τυροφάγγου (Ρωμ. ιγ΄ 11 – ιδ΄ 4)
Ἀδελφοί, νῦν ἐγγύτερον ἡμῶν ἡ σωτηρία ἢ ὅτε ἐπιστεύσαμεν. ἡ νὺξ προέκοψεν, ἡ δὲ ἡμέρα ἤγγικεν. ἀποθώμεθα οὖν τὰ ἔργα τοῦ σκότους καὶ ἐνδυσώμεθα τὰ ὅπλα τοῦ φωτός. ὡς ἐν ἡμέρᾳ εὐσχημόνως περιπατήσωμεν, μὴ κώμοις καὶ μέθαις, μὴ κοίταις καὶ ἀσελγείαις, μὴ ἔριδι καὶ ζήλῳ, ἀλλ᾿ ἐνδύσασθε τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ τῆς σαρκὸς πρόνοιαν μὴ ποιεῖσθε εἰς ἐπιθυμίας. Τὸν δὲ ἀσθενοῦντα τῇ πίστει προσλαμβάνεσθε, μὴ εἰς διακρίσεις διαλογισμῶν. ὃς μὲν πιστεύει φαγεῖν πάντα, ὁ δὲ ἀσθενῶν λάχανα ἐσθίει. ὁ ἐσθίων τὸν μὴ ἐσθίοντα μὴ ἐξουθενείτω, καὶ ὁ μὴ ἐσθίων τὸν ἐσθίοντα μὴ κρινέτω· ὁ Θεὸς γὰρ αὐτὸν προσελάβετο. σὺ τίς εἶ ὁ κρίνων ἀλλότριον οἰκέτην; τῷ ἰδίῳ Κυρίῳ στήκει ἢ πίπτει· σταθήσεται δέ· δυνατὸς γάρ ἐστιν ὁ Θεὸς στῆσαι αὐτόν.
Ἡ ὥρα τῆς μεγάλης μάχης
Σὰν ἰαχὴ πολέμου ἀκούγονται τὰ θεόπνευστα λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ποὺ ἀναγνώσθηκαν στὴν ἀποστολικὴ περικοπὴ τῆς Κυριακῆς αὐτῆς ἀπὸ τὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολή. Ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ὅρισε νὰ ἀκούγεται τὴν ἡμέρα αὐτὴ τὸ πολεμικὸ αὐτὸ σάλπισμα, διότι εἰσερχόμαστε πλέον στὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Τεσσαρακοστή, ποὺ εἶναι περίοδος ἐντατικότερου πνευματικοῦ ἀγώνα καὶ πολέμου μὲ τὰ πάθη καὶ τὶς ἀδυναμίες μας, προκειμένου νὰ ὁδηγηθοῦμε κατὰ τὸ δυνατὸν καθαροὶ στὰ Ἄχραντα Πάθη καὶ στὴ λαμπροφόρα Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
1. «Τὰ ὅπλα τοῦ φωτὸς»
Ὁ θεῖος Ἀπόστολος προτρέπει τοὺς Ρωμαίους Χριστιανοὺς νὰ ἀφήσουν τὴν ἀμέλεια καὶ μὲ θερμὸ ζῆλο νὰ ἐνδιαφερθοῦν γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς τους. Ἡ ἡμέρα τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου, ποὺ θὰ σημάνει τὴ σωτηρία τῶν πιστῶν, ὅλο καὶ πλησιάζει, τοὺς γράφει. Ἡ νύχτα τῆς παρούσας ζωῆς προχώρησε, ἐνῶ ἡ ἡμέρα τῆς ἄλλης ζωῆς, τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, σὲ λίγο ἀνατέλλει. Κι ἂν ἀκόμη δὲν προλάβουμε νὰ δοῦμε τὴν ἔνδοξη Δευτέρα Παρουσία, ὁ Κύριος θὰ ἔλθει στὸν καθένα μας κατὰ τὴν ἡμέρα τοῦ θανάτου του. Ἂς ἀποθέσουμε λοιπὸν σὰν νυχτερινὰ ἐνδύματα τὰ ἔργα τῆς ἁμαρτίας, ποὺ γίνονται στὸ σκοτάδι, κι ἂς ἐνδυθοῦμε σὰν ἄλλη πανοπλία τὰ φωτεινὰ ἔργα τῆς ἀρετῆς. «Ἐνδυσώμεθα τὰ ὅπλα τοῦ φωτός», τονίζει.
Ὅπως συμπεριφέρεται κανεὶς τὴν ἡμέρα, ποὺ τὰ βλέμματα τῶν ἀνθρώπων τὸν παρακολουθοῦν, ἔτσι κι ἐμεῖς ἂς συμπεριφερόμαστε, μὲ εὐπρέπεια καὶ σεμνότητα· ὄχι μὲ ἄσεμνα φαγοπότια καὶ μεθύσια, οὔτε μὲ αἰσχρὲς πράξεις καὶ ἀσέλγειες, οὔτε μὲ φιλονικίες καὶ ζήλειες. Μὴ φροντίζετε πλέον γιὰ τὴ σάρκα, πῶς νὰ ἱκανοποιεῖτε τὶς παράνομες ἐπιθυμίες της. Ἀντίθετα, φορέστε σὰν ἔνδυμα τῆς ψυχῆς σας τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, ὥστε στὴν ὅλη ζωή σας νὰ ὁμοιάζετε μ᾿ Ἐκεῖνον.
Πράγματι, τὰ λόγια τοῦ θείου Ἀποστόλου ἀκούγονται σὰν νὰ θέλει νὰ μᾶς προετοιμάσει γιὰ κάποια πολεμικὴ σύρραξη. Ἐνδυθεῖτε, μᾶς συστήνει, τὴ θεϊκὴ πανοπλία τοῦ φωτός, δηλαδὴ τὰ ἔργα τῆς ἀρετῆς: τὴν πίστη, τὴ μετάνοια, τὴν ἀγάπη, τὴν προσευχή, τὴν ἐλεημοσύνη, τὴν ἐγκράτεια, τὴ νηστεία. Αὐτὰ εἶναι τὰ πανίσχυρα ὅπλα τοῦ Χριστιανοῦ. Μὲ αὐτὰ τὰ ὅπλα πολεμεῖ τοὺς δαίμονες, ταπεινώνει τὰ πάθη του, μένει ἐλεύθερος ἀπὸ τὶς ἀπαιτήσεις τοῦ κόσμου.
Δὲν ἀρκεῖ συνεπῶς μόνο ἡ ἀποφυγὴ τῆς ἁμαρτίας. Εἶναι ἀπαραίτητη καὶ ἡ καλλιέργεια τῆς ἀρετῆς στὸν πνευματικό μας ἀγώνα. Ἡ ἁγία περίοδος τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ἰδιαίτερα προσφέρεται γι᾿ αὐτὸ μὲ τὶς συχνὲς ἱερὲς Ἀκολουθίες, τοὺς κατανυκτικοὺς ὕμνους, τὰ ἱερὰ ἀναγνώσματα, μὲ τὴ νηστεία ποὺ ἔχει ὁρίσει ἡ Ἐκκλησία μας, μὲ τὴ βαθιὰ μετάνοια, στὴν ὁποία μᾶς καλεῖ. Ἂς πιάσουμε λοιπὸν τὰ ὅπλα κι ἂς ὁρμήσουμε στὴ μάχη!
2. Μὲ συμπάθεια στὶς ἀδυναμίες τῶν ἄλλων
Στὴ συνέχεια τῆς περικοπῆς ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς ὑποδεικνύει πῶς νὰ ἀντιμετωπίζουμε τὶς ἀδυναμίες τῶν ἀδελφῶν μας: Ὑπάρχουν μερικοὶ Χριστιανοί, γράφει, ποὺ εἶναι ἀδύναμοι στὴν πίστη καὶ θεωροῦν ὅτι ἐξαρτᾶται ἡ σωτηρία τους ἀπὸ τὴ διάκριση τῶν φαγητῶν καὶ τῶν ἡμερῶν. Αὐτοὺς νὰ τοὺς δέχεσθε μὲ συμπάθεια καὶ καλοσύνη, χωρὶς νὰ ἐπικρίνετε τὶς ἰδέες τους. Ἄλλος πιστεύει ὅτι μπορεῖ νὰ φάει ἀπ᾿ ὅλα τὰ φαγητά, ἐνῶ ἄλλος, ποὺ εἶναι πιὸ ἀδύναμος στὴν πίστη, τρώει μόνο λαχανικά, ἀπὸ τὸν φόβο μήπως μολυνθεῖ τρώγοντας τὰ ὑπόλοιπα. Ἐκεῖνος ποὺ τρώει ἀπ᾿ ὅλα, ἂς μὴν περιφρονεῖ καὶ ἐξευτελίζει ἐκεῖνον ποὺ δὲν τρώει. Κι αὐτὸς ποὺ δὲν τρώει ἀπ᾿ ὅλα, ἂς μὴν κατακρίνει ἐκεῖνον ποὺ τρώει, διότι κι αὐτὸν τὸν προσέλαβε ὁ Θεὸς στὴν Ἐκκλησία του.
«Σὺ τίς εἶ ὁ κρίνων ἀλλότριον οἰκέτην;» Ποιός, δηλαδή, εἶσαι ἐσὺ ποὺ κατακρίνεις ξένο δοῦλο; Ὁ Θεὸς εἶναι ὁ Κύριός του κι ὄχι ἐσύ. Ἐνώπιον τοῦ Κυρίου του στέκεται ἢ πέφτει πνευματικά. Νὰ γνωρίζεις δὲ ὅτι, ἐνῶ ἐσὺ τὸν κατακρίνεις, αὐτὸς θὰ σταθεῖ στερεὸς στὴν πίστη. Διότι ὁ Θεὸς ἔχει τὴ δύναμη νὰ τὸν ἀνορθώσει καὶ νὰ τὸν στερεώσει.
Οἱ λόγοι αὐτοὶ τοῦ Ἀποστόλου ἴσως ἐλέγχουν κάποιους ἀπὸ ἐμᾶς, ποὺ παρασυρόμαστε συνήθως στὴν κατάκριση, στὴν καταλαλιὰ καὶ στὸ κουτσομπολιό, ὅταν βλέπουμε τὶς ἀδυναμίες τῶν συνανθρώπων μας. Ἔχουμε ὅμως τέτοιο δικαίωμα; Μᾶς κατέστησε κάποιος δικαστὲς καὶ ἐπικριτὲς τῶν ἄλλων; Ἕνας εἶναι ὁ Κριτής: ὁ Θεός. Ἐκεῖνος γνωρίζει τὰ βαθύτερα κίνητρα τῆς κάθε πράξεώς μας, τὰ μύχια τῆς καρδιᾶς μας καὶ θὰ μᾶς κρίνει κατὰ τὴ Δευτέρα Παρουσία του, ὄχι μόνο μὲ δικαιοσύνη, ἀλλὰ καὶ μὲ ἀγάπη.
Τὴν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ποὺ ἀνοίγεται μπροστά μας, εἶναι προτιμότερο νὰ στρέψουμε τὰ μάτια μας στὸν ἑαυτό μας, ὥστε νὰ ἐντοπίσουμε τὰ δικά μας ἁμαρτήματα καὶ νὰ ζητήσουμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ συγχώρησή τους. Ἂν δὲ κάποτε διακρίνουμε καὶ κάποια λάθη τῶν συνανθρώπων μας, ἂς τὰ ἀντιμετωπίζουμε μὲ συμπάθεια καὶ ἀγάπη.