Μεταφορτώσεις
Θέμα για τους κυκλάρχες |
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ
Εἶναι γνωστό ὅτι κάθε λογικός ἄνθρωπος ποθεῖ τόν Παράδεισο καί θέλει νά ἐπιτύχει τή σωτηρία τῆς ψυχῆς του, θέμα στό ὁποῖο ἀναφερθήκαμε στήν προηγούμενη συμμελέτη μας. Ποιός ὅμως εἶναι ὁ δρόμος πού ὁδηγεῖ στήν ἐπουράνια Βασιλεία τοῦ Θεοῦ; Ποιά ὁδό πρέπει νά βαδίζουμε καί τί νά κάνουμε, γιά νά φθάσουμε ἐκεῖ ὅπου ἐπικεντρώνονται ὅλοι οἱ πόθοι μας, στόν πάντερπνο Παράδεισο; Αὐτό θά εἶναι τό θέμα πού θά συζητήσουμε στήν παρούσα συμμελέτη, μέ βάση τόν λόγο τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου μας.
Μελέτη περικοπῆς: Ματθ. ιη΄ 1-4.
1. Γιατί ἄραγε ἔκαναν οἱ Μαθητές αὐτή τήν ἐρώτηση στόν Κύριο, τήν ὁποία θέτει ὁ πρῶτος στίχος τῆς περικοπῆς; Τί φανερώνει αὐτή ἡ ἐρώτηση; Ὅτι δέν εἶχαν ἀκόμη ἀναγεννηθεῖ οἱ Μαθητές. Δέν εἶχαν δεχθεῖ ἀκόμη τήν ἐξαγιαστική Χάρι τοῦ Παναγίου Πνεύματος, τό Ὁποῖο κατῆλθε σ’ αὐτούς ἀργότερα, κατά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Σκέπτονταν ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, καί ἄς εἶχαν ἀκούσει τόσες καί τόσες διδαχές ἀπό τόν Διδάσκαλό τους.
Καί τί ἤθελαν νά πληροφορηθοῦν; Ποιός θά ἦταν ὁ μεγαλύτερος καί ἐνδοξότερος στή Βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Πῶς παρακινήθηκαν ἄραγε γιά νά κάνουν αὐτή τήν ἐρώτηση; Κατ’ ἀρχήν ἀπό τόν ἔμφυτο πόθο τῆς φιλοδοξίας, πού ἔχουμε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι μέσα μας. Εἶναι χάρισμα τοῦ Πλάστη μας σέ ὅλους μας ὁ πόθος αὐτός. Μετά τήν πτώση ὅμως τῶν Πρωτοπλάστων ἔχασε τή φυσικότητά του τό χάρισμα αὐτό καί πλέον ὁ ἄνθρωπος ἀκολουθεῖ ἐσφαλμένους δρόμους γιά τήν ἱκανοποίησή του. Γι’ αὐτό καί δέν ἀναπαύεται τελείως καί οὐσιαστικά, ὅταν ὁ πόθος του ἐκπληρωθεῖ. Διότι ἡ δόξα τοῦ κόσμου αὐτοῦ, ἡ δόξα πού ἐπιδιώκει μέ εἰσηγήσεις τοῦ Πονηροῦ, εἶναι «σκιά δόξης», σημειώνει ὁ ἱερός Χρυσόστομος (ΕΠΕ 20, 130). Εἶναι σκιά φευγαλέα, δέν εἶναι ἡ αὐθεντική, ἡ πραγματική καί μόνιμη δόξα πού ποθεῖ ἡ ψυχή μας.
Ἀλλά καί ἀπό ἄλλο λόγο πιθανόν νά παρακινήθηκαν νά κάνουν αὐτή τήν ἐρώτηση οἱ Μαθητές. Ποιός εἶναι αὐτός; Ἐπειδή ἔβλεπαν στόν κύκλο τους νά διακρίνεται ὁ Πέτρος καί νά προτιμῶνται σέ ὁρισμένες περιστάσεις ὁ Πέτρος, ὁ Ἰωάννης καί ὁ Ἰάκωβος, νόμισαν ὅτι καί στή Βασιλεία τῶν οὐρανῶν θά ὑπάρχουν ἀνάλογες διακρίσεις καί προτιμήσεις. Ἔκριναν μέ κοσμικά κριτήρια, διότι εἶχαν μέσα τους τίς μεσσιανικές ἰδέες τῶν Ἑβραίων γιά τή Βασιλεία τοῦ Χριστοῦ, τήν ὁποία περίμεναν ὅπως «οἱ πολλοί ἐπίγειον, ἔνδοξον καί πλουσίαν» ( Ὑπόμν. Π. Ν. Τρεμπέλα).
Τί διδασκόμαστε, ἀρνητικά, ἀπό τήν ἐρώτηση αὐτή τῶν Μαθητῶν; Ὅτι, χωρίς τή Χάρι τοῦ Παναγίου Πνεύματος, τά πάντα εἶναι ἀτελή καί τά ἐνδιαφέροντά μας εἶναι εὐτελή, κατώτερα, γήινα καί κοσμικά. Χωρίς τή Χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ πορεία τῆς ζωῆς μας εἶναι ἐσφαλμένη, καθώς μετά τήν πτώση τοῦ Ἀδάμ καί τῆς Εὔας, ξεφύγαμε καί οἱ ἐπιδιώξεις μας εἶναι πλέον μολυσμένες ἀπό τό κακό.
2. Πῶς ἀπάντησε ὁ Κύριος στήν ἐρώτηση τῶν Μαθητῶν; Τί λένε οἱ στίχοι 3-4;
Ἀρχικά βλέπουμε ὅτι δέν τούς ἤλεγξε, διότι γνώριζε τήν πνευματικότητά τους καί ἀκόμη ὅτι ἦταν ἐπηρεσμένοι ἀπό τό πνεῦμα τῶν συγχρόνων τους. Τούς παιδαγώγησε ὅμως ὡς ἄριστος Παιδαγωγός καί χρησιμοποίησε ἐποπτική διδασκαλία, γιά νά τούς βοηθήσει νά βροῦν μόνοι τους τήν ἀπάντηση στήν ἐρώτησή τους. Ἀπάντησε ἐπακριβῶς στήν ἐρώτησή τους; Ὄχι. Ἐκεῖνοι ρώτησαν ἐάν θά ὑπάρχουν διακρίσεις στή Βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Καί Αὐτός τούς ὑπέδειξε ἁπλά τόν τρόπο, μέ τόν ὁποῖο θά εἰσέλθουν στή Βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Τόνισε μέ τόν τρόπο αὐτό ὅτι σ’ ἐκείνη τή Βασιλεία μποροῦν νά εἶναι ὅλοι μεγάλοι καί ἔνδοξοι, ἀρκεῖ νά ἔχουν τήν προϋπόθεση αὐτοῦ τοῦ μεγαλείου. Ποιά εἶναι ἡ προϋπόθεση; Νά στραφοῦν καί νά μοιάσουν ψυχικά στά μικρά παιδιά.
Γιατί ἄραγε εἶπε ὅτι μόνο ὅσοι γίνουν «ὡς τά παιδία», θά εἰσέλθουν στή Βασιλεία τῶν οὐρανῶν καί θά δοξάζονται σ’ αὐτήν; Ποιές ἀρετές ἔχει τό παιδί; Ἔχει τήν ἀθωότητα καί καθαρότητα, τήν ἐμπιστοσύνη στούς λόγους τοῦ Θεοῦ, στίς συμβουλές τῶν γονέων του καί τῶν μεγαλυτέρων του. Τό ἀπονήρευτο καί ἄδολο στίς διαθέσεις καί στά ἐλατήριά του, τήν ἀμνησικακία καί τήν εὔκολη καί ἄμεση συγχωρητικότητα σ’ αὐτούς πού τό ἔβλαψαν κ.λπ. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος προσθέτει ὅτι τό παιδί δέν ἔχει δοξομανία «καί τήν μεγίστην κέκτηται ἀρετήν, τήν ἀφέλειαν καί τό ἄπλαστον καί ταπεινόν» (ΕΠΕ 11, 328). Δέν κυριεύεται δηλαδή καί δέν κινεῖται ἀπό τή βασανιστική κενοδοξία, οὔτε κατέχεται ἀπό ἀλαζονεία. Ἔχει τήν κορυφαία ἀρετή τῆς ταπεινοφροσύνης.
Κυρίως γιά τήν ἀρετή τῆς ταπεινοφροσύνης φαίνεται ὅτι παρουσίασε ὁ Κύριος ὡς πρότυπο τό παιδί στούς Μαθητές Του. Πῶς τό ἀντιλαμβάνεσθε αὐτό ἀπό τό συμπέρασμα πού ἀναφέρει ὁ 4ος στίχος; Ποιό εἶναι τό συμπέρασμα; «ὅστις οὖν ταπεινώσει ἑαυτόν ὡς τό παιδίον, οὗτός ἐστιν ὁ μείζων ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν». Μέ αὐτό ἔδινε ἀπάντηση στήν ἐρώτησή τους καί ἦταν σάν νά τούς ἔλεγε: Δέν θά ὑπάρχουν διακρίσεις ἐκεῖ, σάν αὐτές πού παρατηροῦνται στόν κόσμο, διότι δέν θά εἶναι ἕνας ἤ δύο αὐτοί πού θά ἐπιτύχουν στή ζωή τους νά γίνουν ταπεινοί «ὡς τά παιδία». Ὅλοι οἱ τρισευδαίμονες κάτοικοι τοῦ Παραδείσου θά ἔχουν γίνει προηγουμένως ταπεινοί καί δέν θά ἀσχολοῦνται μέ θέματα διακρίσεως καί δόξας. Θά ἱκανοποιοῦνται ἀπολύτως μέ τή δόξα πού τούς χάρισε ὁ Θεός, μέ τό ὅτι τούς ἀξίωσε νά γίνουν κληρονόμοι καί μακάριοι πολίτες τῆς Βασιλείας Του.
3. Ἄς προσέξουμε ὅμως ἀκόμη καλύτερα τό συμπέρασμα αὐτό καί ἄς μελετήσουμε βαθύτερα τήν ἀρετή αὐτή τῆς ταπεινοφροσύνης ὡς προϋποθέσεως γιά τήν ἀπόκτηση τῆς εὐτυχίας τῶν οὐρανῶν. Γιατί ἄραγε εἶναι ἐντελῶς ἀπαραίτητη ἡ ἀρετή τῆς ταπεινοφροσύνης γιά τήν εἴσοδό μας στόν Παράδεισο τοῦ οὐρανοῦ; Διότι ὁ ἐγωισμός καί ἡ ὑπερηφάνεια ἦταν ἐκεῖνα πού ἔγιναν αἰτία γιά νά ἐκδιωχθοῦμε ἀπό τόν Παράδεισο τῆς Ἐδέμ καί νά ἀποξενωθοῦμε ἀπό τόν Θεό. Ὁ παλαιός Ἀδάμ παρασύρθηκε ἀπό τήν ἐγωιστική εἰσήγηση τοῦ πονηροῦ Ἑωσφόρου καί δέν ὑπάκουσε στήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ, μέ ἀποτέλεσμα νά χάσει τήν «κοινωνία» μέ τόν Θεό. Ὁ νέος Ἀδάμ, Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, «ἐταπείνωσεν ἑαυτόν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου» στό θέλημα τοῦ οὐρανίου Πατρός καί μᾶς «προσήγαγε» πρός τόν Θεό Πατέρα· μᾶς ἔφερε καί πάλι κοντά Του καί ἄνοιξε ἐνώπιόν μας τόν αἰώνιο Παράδεισο (βλ. Ἐφεσ. β΄ 18, Φιλιπ. β΄ 5-11).
Θυμάστε ποιά ἀρετή μακαρίζει πρώτη στούς «Μακαρισμούς» ὁ Κύριος; Τήν ταπεινοφροσύνη. «Μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν», εἶπε (Ματθ. ε΄ 3). Ἡ ταπείνωση σάν ἄλλος μαγνήτης ἑλκύει τή Χάρι τοῦ Θεοῦ, μέ τήν ὁποία ἀποκτᾶται κάθε ἀρετή. Ὁ ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης γράφει ὅτι ἡ ταπείνωση εἶναι «τροφός τῶν ἀρετῶν …εὐσεβείας κεφάλαιον καί ἀρχή καί τέλος» (PG 97, 1256). «Ταπεινώσεως ἄνευ, ἐνάρετος οὐκ ἔσται ὁ ἀγωνιζόμενος», γράφει καί ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής (PG 90, 1409). Ὁ δέ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς προσθέτει ὅτι ἡ ταπείνωση εἶναι «γεννητική καί συνεκτική ἁπάσης ἀρετῆς» (ΕΠΕ 8, 410). Οὔτε καθαρότητα καί ἀθωότητα παιδική μποροῦμε νά ἀποκτήσουμε χωρίς ταπείνωση, οὔτε ἀγάπη, ἀνεξικακία καί συγχωρητικότητα, οὔτε ἀφελότητα καί ἀδολότητα καρδιᾶς καί προθέσεων. Χωρίς αὐτές ὅμως τίς ἀρετές, τούς καρπούς δηλαδή τῆς ταπεινώσεως, δέν ἀνοίγει ἐμπρός μας ὁ Παράδεισος.
Εἶναι ἐπιτακτική λοιπόν ἀνάγκη νά γίνουμε σάν τά νήπια, ὡς πρός τήν κακία, σύμφωνα καί μέ τήν παραγγελία τοῦ ἀποστόλου Παύλου «τῇ κακίᾳ νηπιάζετε» (Α΄ Κορ. ιδ΄ 20). Νά ἀγωνιζόμαστε ὥστε νά μήν ἔχουμε πείρα τῆς κακίας καί τῆς ἁμαρτίας, ὅπως δέν ἔχουν τά ἀθῶα παιδιά. Μόνο μέ αὐτή τήν ὁδό θά ἀπολαύσουμε τήν ἀμάραντη δόξα τοῦ οὐρανοῦ, τήν ὁποία θά ἔχουμε αἰώνια, χωρίς τόν φόβο νά τήν ὑποκλέψει κάποιος ἄλλος. Ἐκεῖ ὅλοι θά εἶναι πολύ δοξασμένοι καί τρισευτυχισμένοι.
ΣΥΝΘΗΜΑ: «Ἐάν μή… γένησθε ὡς τά παιδία, οὐ μή εἰσέλθητε εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. ιη΄ 3).