22. «Γίνεσθε ἕτοιμοι»

Μεταφορτώσεις

Θέμα για τους κυκλάρχες

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή προχωρεῖ πρός τό τέ­λος της. Ἀσφαλῶς ὅλοι μας καταθέτουμε τόν ἀγώνα πού ἀπαι­τεῖται γιά τήν πνευματική μας ὠφέλεια ἀπό τήν κατανυκτική αὐτή περίοδο τῆς λειτουργικῆς μας ζωῆς, ἔτσι ὥστε νά ἀφήσει κάτι οὐσιαστικό μέσα μας. Ἡ Μ. Τεσσαρακοστή μᾶς προετοιμάζει, λέμε συνήθως, γιά νά ἑορτάσουμε ἐπάξια τό Πάσχα. Μᾶς βοηθεῖ ὅμως πολύ περισσότερο στήν ψυχική μας προετοιμασία, ὥστε νά εἴμαστε πάντοτε ἕτοιμοι καί ὅπως μᾶς θέλει ὁ Θεός, γιά νά λάβουμε μέρος στό αἰώνιο καί πανευφρόσυνο Πάσχα τοῦ Παραδείσου, ὅταν θά ἀναχωρήσουμε ἀπό τήν παρούσα ζωή. Αὐτό ἄς μελετήσουμε τώρα.

Μελέτη περικοπῆς: Ματθ. κδ΄ 42-51.

1. Ἡ περικοπή αὐτή προέρχεται ἀπό λόγους τοῦ Κυρίου γιά τά διάφορα σημεῖα, τά ὁποῖα θά προηγηθοῦν ἀπό τήν ἡμέρα τῆς Δευτέρας Παρουσίας Του. Ἐκεῖνο δέ πού τονίζει ὁ Κύριος μέ τά λόγια Του αὐτά εἶναι κυρίως ὅτι ἡ ὥρα γιά τή μέλλουσα Κρίση εἶναι ἄγνωστη καί θά ἔλθει ξαφνικά.

Θά μποροῦσε ἴσως κάποιος νά ρωτήσει: Εἶναι καλύτερο γιά μᾶς τό ὅτι ἀγνοοῦμε τήν ὥρα καί τήν ἡμέρα αὐτή; Τί θά εἴχαμε νά ἀπαντήσουμε; (Ἄς ποῦν τά μέλη τίς σκέψεις τους). Οἱ ἱεροί Πατέρες καί οἱ ἑρμηνευτές τῆς Ἁγίας Γραφῆς λένε ὅτι εἶναι καλύτερο. Γιατί; Διότι ἡ ἀβεβαιότητα αὐτή μᾶς βοηθεῖ νά εἴμαστε πάντοτε ἕτοιμοι. Μᾶς συμφέρει ἑπομένως ψυχικά ἡ ἄγνοια τῆς ἡμέρας καί τῆς ὥρας τῆς γενικῆς Κρίσεως.

Ἐάν γνωρίζαμε ὅτι θά γίνει ἔπειτα ἀπό χίλια χρόνια, θά μᾶς κυρίευε ἡ νωθρότητα καί ἡ ἀδιαφορία. Ἐάν πάλι γνωρίζαμε ὅτι θά γίνει ἐντός τριῶν ἡμερῶν, θά παρέλυε ἡ ζωή μας καί θά κάναμε σπασμωδικές κινήσεις ἀπελπισίας, οἱ ὁποῖες ὅμως δέν θά εἶχαν σχέση μέ τήν ἀληθινή μετάνοια καί ἀρετή.

2. Γιατί ὅμως πηγαίνει ὁ νοῦς μας μόνο στή συντέλεια τοῦ κόσμου καί στό τέλος τῆς ἱστορίας τῆς ἀνθρωπότητος; Τό ἴδιο δέν ἰσχύει καί γιά τή δική μας προσωπική ἱστορία; Ποιός γνωρίζει τήν ὥρα τοῦ θανάτου του; Κανείς. Ὅπως δέ ἀναφέρει ὁ ἀείμνηστος Καθηγητής Π. Ν. Τρεμπέλας στό Ὑπόμνημα, «τά στοιχεῖα τῆς θείας κρίσεως καί τῆς ἀβεβαιότητος τῆς ὥρας τοῦ θανάτου ὁμοιάζουσιν εἰς ἑκάστην ἐποχήν πρός τά τῆς ἐσχάτης ἡμέρας καί ἡ ὥρα τοῦ θανάτου ἰσοδυναμεῖ πρός τήν ὥραν τῆς ἀναστάσεως καί τῆς κρίσεως, ὡσάν νά μή παρενετίθετο χρόνος τις».

Ἐφόσον δέν ὑπάρχει μετάνοια μετά θάνατον, θά πα­ρουσια­σ­θοῦμε στό Βῆμα τοῦ Κριτῆ Θεοῦ κατά τήν ἔνδοξη Δευτέρα Παρουσία Του μέ τήν ψυχική κατάσταση στήν ὁποία μᾶς ἐπι­σκέφθηκε ὁ θάνατος. Ἐάν σκεφθοῦμε δέ ὅτι τά ἔτη τῆς ζωῆς μας σπάνια φθάνουν τά ἑκατό, μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι δέν εἶναι ἐντελῶς ἄγνωστη ἡ ἡμέρα τῆς Δευτέρας Παρουσίας. Γιά τόν καθένα ἔρχεται τό πολύ ἑκατό ἔτη μετά τή γέννησή του.

3. Χρησιμοποιεῖ στή συνέχεια ὁ Κύριος καί δύο παρομοιώ­σεις, γιά νά τονίσει τήν ἀνάγκη μιᾶς συνεχόμενης ἐγρηγόρσεως ἐν ὄψει τοῦ θανάτου μας. Ποιά εἶναι ἡ πρώτη παρομοίωση; Ἡ ἀγρύπνια καί ἡ προσοχή πού πρέπει νά ἔχει κάποιος, προκειμένου νά περισώσει τά ἀγαθά του ἀπό ἀπρόσμενη εἰσβολή κάποιου κλέφτη.

Μέ τήν παρομοίωση αὐτή εἶναι σάν νά ἐλέγχει ἔμμεσα τούς ράθυμους στά πνευματικά ἀνθρώπους, γράφει ὁ ἱερός Χρυσόστομος. Γιατί; Διότι «οὐδέ ὅσην περί χρημάτων σπουδήν πεποίηνται οἱ προσδοκῶντες τόν κλέπτην, οὐδέ τοσαύτην οὗτοι τῆς ἑαυτῶν ψυχῆς» (ΕΠΕ 12, 54). Δέν δείχνουν δηλαδή οὔτε τόσο ἐνδιαφέρον γιά τή σωτηρία τῆς ψυχῆς τους – ἡ ὁποία εἶναι ἀνώτερη ἀπό ὅλα τά ἀγαθά τοῦ κόσμου – ὅσο δείχνουν ἄλλοι γιά τήν ἀσφάλεια τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν τους ἀπό κλοπή.

Καί πῶς καταλήγει ἡ παρομοίωση αὐτή τῆς ἀγρύπνιας γιά τήν ψυχή μας μέ τήν ἀγρύπνια γιά τήν ἀσφάλεια τῶν ἀγαθῶν μας; Μέ τήν προτροπή τοῦ Κυρίου: «γίνεσθε ἕτοιμοι, ὅτι ᾗ ὥρᾳ οὐ δοκεῖτε ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται» (στίχ. 44).

Τί σημαίνει ἡ προτροπή «γίνεσθε ἕτοιμοι»; Ὅτι πρέπει νά εἴμαστε πάντοτε ἕτοιμοι ψυχικά, διότι δέν γνωρίζουμε τήν ὥρα τοῦ θανάτου μας. Μήπως ὅμως αὐτό δημιουργεῖ ἄγχος μέσα μας καί μᾶς πιέζει ψυχικά; (Ἀφοῦ ποῦν τά μέλη τίς σκέψεις τους, προσθέτουμε). Δέν μᾶς ζητεῖ μέ τήν παρακίνηση αὐτή ὁ Κύριος κάτι τό ἔκτακτο καί ἄγνωστο, ἀλλά αὐτό πού ἀποτελεῖ τόν σκοπό καί τόν προορισμό τῆς ζωῆς μας. Νά μή λησμονοῦμε δηλαδή ὅτι πλασθήκαμε μέ σκοπό τό «καθ’ ὁμοίωσιν» (Γεν. α΄ 26) καί ὅτι πρέπει νά ἐπιδιώκουμε τόν ἁγιασμό μας, χωρίς τόν ὁποῖο δέν μποροῦμε νά βρεθοῦμε στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ (βλ. Ἑβρ. ιβ΄ 14). Αὐτός πού ἀγωνίζεται νά ζεῖ «διαπαντός ἐν ἀρετῇ» (ἱερός Χρυσόστομος, ΕΠΕ 12, 54) εἶναι πάντοτε ἕτοιμος. Ὁ ἐνάρετος ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος μέ τή Χάρι τοῦ Θεοῦ φροντίζει νά τηρεῖ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί νά ἐκπληρώνει τά καθήκοντά του ὡς πιστός Χριστιανός πρός Αὐτόν, καί πρός τούς συνανθρώπους του, καί πρός τόν ἑαυτό του, δέν εἶναι ποτέ ἀνέτοιμος. Ἐμπιστεύεται τή ζωή του στά πατρικά, πανάγαθα καί παντοδύναμα χέρια τοῦ Θεοῦ. Ἀγωνίζεται ἀλλά καί προσεύχεται, ὥστε νά εἶναι «χριστιανά τά τέλη τῆς ζωῆς» του καί «ἀνεπαίσχυντα», γιά νά ἔχει καί «καλήν ἀπολογίαν» ἐνώπιον τοῦ Δίκαιου Κριτοῦ.

Θά πρέπει νά προσθέσουμε καί τό ἑξῆς: Θυμόμαστε διαρ­­κῶς τόν θάνατό μας; Ἀσφαλῶς ὄχι. Ἡ ἀγάπη καί ἡ πανσοφία τοῦ Θεοῦ ρύθμισαν ἔτσι τά πράγματα, ὥστε νά ἀπασχολούμαστε μέ τά ἔργα μας, τήν οἰκογένειά μας κ.λπ., χωρίς νά παρουσιάζεται διαρκῶς ἐμπρός μας ἡ ἀπειλή τοῦ θανάτου. Κυλάει φυσιολογικά ἡ ζωή μας καί σάν νά φεύγει ἡ σκέψη τοῦ θανάτου. Μᾶς τόν ὑπενθυμίζουν μόνο οἱ θάνατοι τῶν γνωστῶν καί οἰκείων μας. Ἐφόσον δέ ἀγωνιζόμαστε νά «εὐαρεστῶμεν ἐνώπιον» τοῦ Κυρίου καί νά εἴμαστε «ἄμεμπτοι», ὅπως τό ζήτησε ὁ Κύριος ἀπό τόν Ἀβραάμ (βλ. Γεν. ιζ΄ 1), δέν κυριευόμαστε ἀπό ἄγχος. Ἐλπί­ζουμε στό ἄπειρο ἔλεός Του.

4. Νά δοῦμε καί τή δεύτερη παρομοίωση πού χρησιμο­ποιεῖ ὁ Κύριος, γιά νά τονίσει τήν ἔννοια τῆς ἀδιάκοπης ἐγρηγόρσεως, ἐν ὄψει τῆς αἰώνιας σωτηρίας μας. Δέν ἀφορᾶ μόνο τούς ἐκκλησιαστικούς ἡγέτες, στούς ὁποίους ἐμπιστεύεται ὁ Κύριος ὁρισμένα ἔργα Του. «Δύναται νά ἔχῃ καί γενικωτέραν ἐφαρμογήν ἡ παραβολή» (Π. Ν. Τρεμπέλας). Ἡ παρομοίωση αὐτή μᾶς ὑπενθυμίζει καί τό κατανυκτικό ἐκεῖνο τροπάριο, πού ψάλλουμε τίς πρῶτες ἡμέρες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος. Ἀπό τό ἕνα μέρος ὁ «μακάριος» δοῦλος, «ὅν εὑρήσει γρηγοροῦντα» ὁ Κύριος, καί ἀπό τό ἄλλο ὁ «ἀνάξιος» δοῦλος, «ὅν εὑρήσει ραθυμοῦντα».

Ὁ πρῶτος δοῦλος εἶναι «πιστός… καί φρόνιμος». «Ἀμφό­τερα ἀπαιτεῖ», γράφει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, «φρόνησιν καί πίστιν. Καί γάρ ἡ ἁμαρτία ἀπό ἀνοίας γίνεται» (ΕΠΕ 12, 58). Πῶς ἐφαρμόζεται αὐτό ὡς πρός τή φροντίδα πού πρέπει νά ἔχουμε γιά τήν ὥρα τῆς Κρίσεως; Πρέπει νά εἶναι ἄμυαλος κανείς, γιά νά ἁμαρτάνει ἀσύστολα καί νά μή σκέπτεται ὅτι θά ἔλθει ἡ ὥρα τῆς λογοδοσίας στή ζωή του γιά ὅσα τοῦ χάρισε ὁ Θεός.

Στόν καθένα μας δώρισε ὁ Κύριος ὁρισμένα χαρίσματα καί θά ἔλθει ἡ ὥρα, κατά τήν ὁποία θά ζητήσει λόγο γιά τό πῶς τά διαχειρισθήκαμε. Κάτι ἀνάλογο μᾶς τονίζει καί ἡ Παραβολή τῶν ταλάντων, τήν ὁποία μᾶς ὑπενθυμίζει ἐπίσης ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα πού πλησιάζει (βλ. Ματθ. κε΄ 14-30).

Πόσο πράγματι ἀνέκφραστη εὐτυχία θά νιώσουμε, ἄν βρεθοῦμε τήν ὥρα τοῦ θανάτου ἕτοιμοι καί ἀκούσουμε ἔτσι τόν λόγο Κυρίου: «εὖ δοῦλε ἀγαθέ καί πιστέ!… εἴσελθε εἰς τήν χαράν τοῦ Κυρίου σου»! Καί ἀντιθέτως, ποιά ἡ συμφορά μας, ἐάν λόγῳ τῆς ραθυμίας μας βρεθοῦμε ἀνέτοιμοι καί ὁδηγηθοῦμε ἐκεῖ, ὅπου ἐπικρατεῖ «ὁ κλαυθμός καί ὁ βρυγμός τῶν ὀδόντων»! Ὁ Θεός νά μᾶς φυλάξει ἀπό μιά τέτοια φοβερή κατάληξη. Ἄς κάνουμε ὅμως κι ἐμεῖς τήν πρέπουσα ἑτοιμασία. Γι’ αὐτό ἄς ἠχεῖ ζωηρά μέσα μας τό παράγγελμα τοῦ Κυρίου «γίνεσθε ἕτοιμοι».

ΣΥΝΘΗΜΑ: «Γίνεσθε ἕτοιμοι» (Ματθ. κδ΄ 44).