Ἀποστολικό Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 3 Ἀπριλίου 2022, Κυριακή Δ΄ Νηστειῶν – Ἰωάννου τῆς Κλίμακος (Ἑβρ. ς΄ 13-20)
Ἀδελφοί, τῷ Ἀβραὰμ ἐπαγγειλάμενος ὁ Θεός, ἐπεὶ κατ᾿ οὐδενὸς εἶχε μείζονος ὀμόσαι, ὤμοσε καθ᾿ ἑαυτοῦ, λέγων· ἦ μὴν εὐλογῶν εὐλογήσω σε καὶ πληθύνων πληθυνῶ σε· καὶ οὕτω μακροθυμήσας ἐπέτυχε τῆς ἐπαγγελίας. ἄνθρωποι μὲν γὰρ κατὰ τοῦ μείζονος ὀμνύουσι, καὶ πάσης αὐτοῖς ἀντιλογίας πέρας εἰς βεβαίωσιν ὁ ὅρκος· ἐν ᾧ περισσότερον βουλόμενος ὁ Θεὸς ἐπιδεῖξαι τοῖς κληρονόμοις τῆς ἐπαγγελίας τὸ ἀμετάθετον τῆς βουλῆς αὐτοῦ, ἐμεσίτευσεν ὅρκῳ, ἵνα διὰ δύο πραγμάτων ἀμεταθέτων, ἐν οἷς ἀδύνατον ψεύσασθαι Θεόν, ἰσχυρὰν παράκλησιν ἔχωμεν οἱ καταφυγόντες κρατῆσαι τῆς προκειμένης ἐλπίδος· ἣν ὡς ἄγκυραν ἔχομεν τῆς ψυχῆς ἀσφαλῆ τε καὶ βεβαίαν καὶ εἰσερχομένην εἰς τὸ ἐσώτερον τοῦ καταπετάσματος, ὅπου πρόδρομος ὑπὲρ ἡμῶν εἰσῆλθεν Ἰησοῦς, κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδὲκ ἀρχιερεὺς γενόμενος εἰς τὸν αἰῶνα.
Πρὸς τὴ Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας
Τὴ σημερινὴ Δ΄ Κυριακὴ τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ἡ ἀποστολικὴ περικοπὴ ποὺ ἀκούσαμε ἀπὸ τὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολὴ προβάλλει ἐνώπιόν μας τὸν μεγάλο Πατριάρχη Ἀβραάμ· τὸν γίγαντα αὐτὸ τῆς πίστεως, ὁ ὁποῖος δέχθηκε τὶς μεγάλες ἐπαγγελίες τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τὴν ὑπομονὴ ποὺ ἔκανε, τὶς εἶδε νὰ πραγματοποιοῦνται.
1. Ἡ ὁδὸς τῆς ὑπομονῆς
Ὁ Θεὸς ὑποσχέθηκε στὸν Ἀβραὰμ ὅτι θὰ χαρίσει σ᾿ αὐτὸν καὶ στοὺς ἀπογόνους του τὸν τόπο στὸν ὁποῖο κατοικοῦσε, καὶ ὁ ὁποῖος γι᾿ αὐτὸ τὸν λόγο ὀνομάσθηκε «Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας», τῆς ὑποσχέσεως δηλαδή. Μάλιστα προκειμένου νὰ τὸν βεβαιώσει γιὰ τὴν πραγματοποίηση τῆς ὑποσχέσεως αὐτῆς, ἔδωσε ὅρκο. Κι ἐπειδὴ δὲν εἶχε κανέναν ἀνώτερό Του γιὰ νὰ ὁρκισθεῖ σ᾿ αὐτόν, ἐπικαλέσθηκε τὸν Ἑαυτό του. Ὁ Ἀβραὰμ πίστεψε ἀπόλυτα στὴν ἐπαγγελία τοῦ Θεοῦ καί, παρόλο ποὺ τὰ χρόνια περνοῦσαν χωρὶς νὰ ἀποκτᾶ ἀπογόνους, δὲν κλονίσθηκε· ἔκανε ὑπομονή. «Καὶ οὕτω μακροθυμήσας ἐπέτυχε τῆς ἐπαγγελίας». Ἔφθασε πλέον σὲ βαθὺ γῆρας καὶ συνέχισε νὰ περιμένει μὲ ὑπομονή, ὥσπου πέτυχε ἐν μέρει τὴν ἐκπλήρωση τῆς ὑποσχέσεως τοῦ Θεοῦ. Ἀπέκτησε δηλαδὴ ἀπὸ τὴ Σάρρα τὸν Ἰσαάκ, ἀπὸ τὸν ὁποῖο προῆλθε τὸν ἔθνος τῶν Ἑβραίων.
Ἡ ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ ὡστόσο δὲν ἀναφερόταν σὲ κάποια ἐπίγεια πατρίδα. Ἡ ἐπίγεια «Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας» προτύπωνε τὴν οὐράνια πατρίδα, τὴν ἀληθινὴ «Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας», τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁποία χάρισε Ἐκεῖνος στὸν μεγάλο Πατριάρχη γιὰ τὴ θαυμαστὴ ὑπομονὴ ποὺ ἐπέδειξε.
Τὴν ἴδια ὑπόσχεση ἔχει δώσει καὶ σ᾿ ἐμᾶς ὁ Κύριος. Ἡ ἴδια «Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας» μᾶς περιμένει, ἡ ἄληκτη μακαριότητα τοῦ Παραδείσου· ἡ αἰώνια εὐφροσύνη τοῦ Οὐρανοῦ· ἡ ἀνέσπερη ἡμέρα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Γιὰ νὰ τὴν κληρονομήσουμε ὅμως, εἶναι ἀπαραίτητο νὰ κάνουμε κι ἐμεῖς ὑπομονὴ στὴν παρούσα ζωή: Νὰ ὑπομένουμε καρτερικὰ τὶς δυσκολίες ποὺ μᾶς βρίσκουν, τὶς δοκιμασίες ποὺ μᾶς ταλαιπωροῦν, τὶς θλίψεις ποὺ μᾶς παιδεύουν. Νὰ κάνουμε ὑπομονὴ μέσα στὴν οἰκογένεια, νὰ ἀντιμετωπίζουμε μὲ ὑπομονὴ τὶς ἀδικίες ἀπὸ τοὺς συναδέλφους, νὰ ὑπομένουμε τὴν ἐπίπονη ἀσθένεια ποὺ ἐπιτρέπει ὁ Θεός. Δὲν εἶναι πάντοτε εὔκολο αὐτό, εἶναι ὅμως σωτήριο. Διότι ἡ ὑπομονὴ εἶναι ὁ ἀσφαλέστερος δρόμος γιὰ νὰ φθάσουμε στὴν ἀληθινὴ «Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας», τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
2. Ἡ ἄγκυρα τῆς ἐλπίδας
Οἱ ἄνθρωποι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὁρκίζονταν στὸν Θεό, προκειμένου νὰ βεβαιώσουν τὴν ἀλήθεια τῶν λόγων τους. Ἀντίστοιχα κι ὁ Θεός, γιὰ νὰ δείξει ὅτι ἦταν ἀμετάκλητες οἱ ὑποσχέσεις του, ἔδειξε συγκατάβαση καὶ δέχθηκε νὰ μεσολαβήσει ὅρκος στὰ λόγια του. Ἔτσι ὥστε μὲ τὰ δύο αὐτά, δηλαδὴ μὲ τὴν ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν ὅρκο του, «ἰσχυρὰν παράκλησιν ἔχωμεν οἱ καταφυγόντες κρατῆσαι τῆς προκειμένης ἐλπίδος· ἣν ὡς ἄγκυραν ἔχομεν τῆς ψυχῆς ἀσφαλῆ τε καὶ βεβαίαν». Νὰ παίρνουμε δηλαδὴ θάρρος καὶ δύναμη ἐμεῖς ποὺ καταφεύγουμε σ᾿ Αὐτὸν καὶ νὰ κρατοῦμε στέρεη τὴν ἐλπίδα μας ὅτι θὰ κληρονομήσουμε τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Αὐτὴ τὴν ἐλπίδα τὴν ἔχουμε σὰν σταθερὴ καὶ ἀμετακίνητη ἄγκυρα τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία εἰσέρχεται στὸ «ἐσώτερον τοῦ καταπετάσματος», στὸν ἱερότερο χῶρο τοῦ Οὐρανοῦ, ἐκεῖ ὅπου εἰσῆλθε ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ὡς πρόδρομος καὶ μεσίτης πρὶν ἀπὸ ἐμᾶς, γιὰ νὰ μᾶς ἀνοίξει τὸν δρόμο. Ἔτσι ἀναδείχθηκε ὁ Κύριος Ἀρχιερέας ὄχι προσωρινός, ἀλλὰ αἰώνιος σὰν τὸν Μελχισεδέκ.
Εἶναι πολὺ χαρακτηριστικὴ ἡ εἰκόνα ποὺ χρησιμοποιεῖ στὸ τέλος τῆς περικοπῆς ὁ θεῖος Ἀπόστολος. Μᾶς λέει μὲ ἁπλὰ λόγια ὅτι ἡ παρούσα ζωή μας μοιάζει μὲ θαλάσσιο ταξίδι, ποὺ ἔχει προορισμό του τὸ ἀσφαλὲς λιμάνι τοῦ Οὐρανοῦ, τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Στὸ ταξίδι αὐτὸ ὑπάρχουν στιγμὲς ποὺ τὸ πλοῖο κλυδωνίζεται ἀπὸ τὰ κύματα, δηλαδὴ ἀπὸ τὶς ἀντιξοότητες καὶ τὶς δυσκολίες τῆς ζωῆς, ἀπὸ τοὺς πειρασμούς, καὶ τότε εἶναι ἀπαραίτητη στὸ πλοῖο ἡ ἄγκυρα. Γιὰ ἐμᾶς τοὺς πιστοὺς ἡ ἄγκυρα αὐτὴ εἶναι ἡ ἐλπίδα μας στὸν Κύριο καὶ στὶς ἀδιάψευστες ὑποσχέσεις του. Ἡ δὲ ἄγκυρα τῆς ἐλπίδας μας δὲν ἔχει τοποθετηθεῖ σὲ ἀσταθὴ θαλάσσιο πυθμένα, ἀλλὰ στὸ πιὸ στέρεο καὶ ἀκλόνητο σημεῖο τοῦ Οὐρανοῦ, στὸν θρόνο τοῦ Κυρίου.
Στὸν Κύριο λοιπὸν ἂς εἶναι στερεωμένη ἡ ἐλπίδα μας καὶ τότε, ὅσες θύελλες καὶ καταιγίδες κι ἂν συναντήσουμε, δὲν κινδυνεύουμε νὰ ναυαγήσουμε. Μὲ ἀσφάλεια θὰ διασχίζουμε τὸ πέλαγος τῆς ζωῆς, ἔχοντας τὴ βεβαιότητα ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς θὰ μᾶς ἀξιώσει νὰ φθάσουμε στὸν οὐράνιο προορισμό μας καὶ θὰ μᾶς χαρίσει τὰ ἀγαθὰ τῆς ἐπαγγελίας του, τὰ ἄφθαρτα ἀγαθὰ τοῦ Παραδείσου.