Μεταφορτώσεις
Θέμα για τους κυκλάρχες |
Εἴδαμε ἤδη τόν πρῶτο κρίκο τῆς χρυσῆς ἁλυσίδας τῶν Μακαρισμῶν, τήν ταπεινοφροσύνη καί πτωχεία τοῦ πνεύματος. Ἐρχόμαστε τώρα στόν δεύτερο Μακαρισμό, στόν ὁποῖο φαίνεται ἀκόμη καλύτερα ἡ διαφορά τῶν κοσμικῶν κριτηρίων ἀπό τά κριτήρια τοῦ Θεοῦ ὡς πρός τή μακαριότητα τοῦ ἀνθρώπου.
Μελέτη περικοπῆς· Ματθ. ε´ 4.
1. Ποιούς μακαρίζει ἐδῶ ὁ Κύριος; Τούς πενθοῦντες. Αὐτούς πού ἔχουν πένθος καί λύπη. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος γράφει ὅτι ὁ Θεάνθρωπος τούς θεωρεῖ μακάριους, ἐνῶ ἀντιθέτως «ἅπαντες αὐτούς ταλανίζουσι» (ΕΠΕ 9, 470). Οἱ ἄνθρωποι δηλαδή τούς θεωροῦν ἀξιολύπητους καί ἀξιοθρηνήτους καί τούς οἰκτίρουν, τούς ὑποτιμοῦν καί κάποτε καί τούς περιγελοῦν.
Ὁ κόσμος πού «γελᾷ καί καγχάζει καί μωρολογεῖ καί… αἰσχρολογεῖ… καί ἀκολασταίνει καί προσπαθεῖ νά γεμίσῃ τό τρύπιο πιθάρι τῶν ἡδονῶν» (π. Σεραφείμ), δέν μπορεῖ νά ἐννοήσει τή βαθύτερη ἔννοια, ἡ ὁποία περικλείεται στό πένθος, γιά τό ὁποῖο μιλᾶ ἐδῶ ὁ Κύριος. Ὁ κόσμος μακριά ἀπό τόν Θεό ζεῖ ἐγκλωβισμένος στά ἀσφυκτικά δεσμά τῆς διαστροφῆς, πού ἐπέφερε ἡ ἁμαρτία στή ζωή μας μετά τήν εἰσβολή της στόν Παράδεισο τῆς Ἐδέμ.
2. Ποιούς λοιπόν πενθοῦντες μακαρίζει ὁ Κύριος; Αὐτούς πού ἔχουν πένθος γιά τόν θάνατο προσφιλοῦς τους προσώπου; Ἤ μήπως μιλᾶ γιά κάποιο ἄλλο πένθος, στό ὁποῖο περιλαμβάνεται, κατά κάποιον τρόπο, καί τό πένθος γιά τόν θάνατο; Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέει ὅτι ἐδῶ ὁ Κύριος μακαρίζει «τούς τά ἁμαρτήματα πενθοῦντας τά ἑαυτῶν» (ὅ.π.). Ὁ δέ Ἑρμηνευτής τῶν Γραφῶν Ζιγαβηνός σημειώνει ὅτι «πενθοῦντας λέγει οὐ τούς ἁπλῶς πενθοῦντας ἀλλά τούς ὑπέρ ἁμαρτημάτων».
Γιατί εἴπαμε ὅτι μπορεῖ νά περιληφθεῖ ἐδῶ καί τό πένθος γιά τόν θάνατο; Διότι καί ὁ θάνατος εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας, εἶναι ὁ πικρότατος καρπός τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, πού θλίβει τούς πάντες. Ἡ ἁμαρτία, ἔλεγε ὁ Μέγας Βασίλειος, εἶναι «πένθους ἀξία καί ὀδυρμῶν ἀσιγήτων» (ΕΠΕ 7, 234). Αὐτή μᾶς ἔφερε τόν σωματικό θάνατο· αὐτή εἶναι δυνατόν νά μᾶς ὁδηγήσει καί στόν ψυχικό θάνατο, τόν αἰώνιο δηλαδή χωρισμό ἀπό τήν πηγή τῆς ζωῆς καί τῆς μακαριότητος πού εἶναι ὁ Θεός.
3. Συνδέεται ἄραγε ὁ πρῶτος μέ τόν δεύτερο Μακαρισμό; Ἀμεσότατα! Πῶς καί γιατί; Ὅταν κανείς διαπιστώνει ὅτι εἶναι πτωχός σέ ἀρετές καί συναισθάνεται τίς πολλές ἐλλείψεις του, εἶναι ἑπόμενο νά λυπᾶται, νά πενθεῖ. Φυσικό ἀποτέλεσμα τῆς συναισθήσεως τῆς πνευματικῆς ἀδυναμίας καί ἀσθένειας καί πτωχείας μας «εἶναι ἡ λύπη καί ἡ συντριβή τῆς μετανοούσης καρδίας. Ταύτην τήν λύπην, τήν λύπην τῆς μετανοίας, ἡ ὁποία κατεργάζεται ‘‘σωτηρίαν ἀμεταμέλητον’’, σωτηρίαν δηλαδή ἀσφαλῆ καί μόνιμον, ταύτην μακαρίζει ὁ Κύριος» (π. Σεραφείμ).
4. Εἶναι ὅμως δυνατόν νά πενθεῖ κανείς διαρκῶς γιά τίς ἁμαρτίες του; Ἡ λέξη «πενθοῦντες» εἶναι σέ χρόνο ἐνεστώτα πού σημαίνει διάρκεια. Πῶς συμβιβάζεται ὅμως τό πένθος αὐτό γιά τίς ἁμαρτίες μας μέ τή θεόπνευστη προτροπή «χαίρετε ἐν Κυρίῳ πάντοτε· πάλιν ἐρῶ χαίρετε» (Φιλιπ. δ´ 4) πού ἐκφέρεται καί αὐτή σέ χρόνο ἐνεστώτα; Πῶς ὑποστηρίζεται ὅτι ὁ Χριστιανισμός εἶναι ἡ θρησκεία τῆς χαρᾶς, ὅταν μᾶς ζητεῖ νά πενθοῦμε διαρκῶς; (Ἄς ποῦν τά μέλη τίς σκέψεις τους καί κατόπιν προσθέτουμε)·
Τό πένθος γιά τό ὁποῖο γίνεται λόγος ἐδῶ δέν εἶναι αὐτό πού θεωρεῖ ὡς πένθος ὁ κόσμος. Εἶναι πένθος πνευματικό, βαθύ, ψυχικό, τό ὁποῖο οἱ ἱεροί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας ὀνομάζουν «χαροποιόν πένθος». Πένθος πού προκαλεῖ καί χαρίζει χαρά καί εὐφροσύνη. Εἶναι τό πένθος τῆς μετάνοιας γιά τίς ἁμαρτίες μας. Ἡ δέ μετάνοια δέν εἶναι ἁπλῶς μία πράξη, ἕνα ἐπεισόδιο καί γεγονός τῆς ζωῆς μας, ἀλλά τρόπος ζωῆς. Ἡ μετάνοια, ἔλεγε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, εἶναι «καί ἀρχή καί τέλος τῆς τῶν Χριστιανῶν πολιτείας» (ΕΠΕ 11,492). Εἶναι δηλαδή διαρκής κατάσταση, διότι εἴμαστε ἁμαρτωλοί καί ἔχουμε πολλές ἐλλείψεις συγκρινόμενοι μέ αὐτό πού εἶναι ὁ Θεός καί μέ αὐτό πού θέλει Ἐκεῖνος νά εἴμαστε ἐμεῖς.
Πῶς προκαλεῖ χαρά τό πένθος γιά τίς ἁμαρτίες; Εἰρηνεύει τήν ψυχή. Τή γεμίζει μέ τή βεβαιότητα τῆς καταλλαγῆς καί συμφιλιώσεως μέ τόν Θεό. Τήν ὁδηγεῖ στό ἱερό Μυστήριο τῆς Ἐξομολογήσεως καί τῆς χαρίζει δι᾿ αὐτοῦ τήν εὐφροσύνη τῆς λυτρώσεως, τῆς ἀπαλλαγῆς ἀπό τά δεσμά τῆς ἁμαρτίας, τῆς ἐλευθερίας. Τῆς χαρίζει τήν ἐλπίδα τῆς κληρονομίας τῆς οὐράνιας Βασιλείας. Δέν τήν παραλύει καί δέν τή βυθίζει στήν ἀπελπισία, ὅπως συμβαίνει συνήθως μέ τήν κοσμική λύπη, ἀλλά τῆς ἐμπνέει τόν πόθο τῆς τελειότητας καί τήν ὠθεῖ στούς ἱερούς ἀγῶνες γιά τήν ἀπόκτηση τῆς ἀρετῆς.
Αὐτός πού λυπᾶται γιά κάποια ἀσθένειά του, ἔλεγε ὁ ἱερός Χρυσόστομος, δέν κερδίζει τίποτε οὐσιαστικά, διότι δέν ἀπαλάσσεται ἀπό τήν ἀσθένεια. Ἀντιθέτως, αὐτός πού λυπᾶται γιά τίς ἁμαρτίες του, «οὗτος μόνος ἀνύει (=ὠφελεῖται) τι πλέον ἀπό τῆς λύπης· δαπανᾷ γάρ καί ἀφανίζει τάς ἁμαρτίας».
5. Ἡ ἑρμηνεία ὅμως τοῦ Μακαρισμοῦ αὐτοῦ δέν μένει μόνο στή λύπη μας γιά τή δική μας ἁμαρτωλότητα, ἀλλά ἀναφέρει καί τό πένθος «διά τό κακόν πού ἐπικρατεῖ στόν κόσμον». Πῶς ἐννοεῖτε τό πένθος πού ἀναφέρεται στήν ἐξάπλωση τῆς ἁμαρτίας στήν κοινωνία μας; «Ὅπως ὁ ἄνθρωπος πού ἐπόνεσεν ἕνεκα ἰδικῆς του ἀσθενείας, ἤ ἐγνώρισεν ἐκ πείρας του τήν στέρησιν καί τήν πτωχείαν, εἶναι, συνήθως, συμπαθής καί πρός ἄλλους πονοῦντας καί πάσχοντας, οὕτω καί ὁ ἀληθῶς μετανοήσας καί τήν νέαν ζωήν διάγων Χριστιανός… Ἐπειδή γνωρίζει ἀπό τήν ἰδικήν του πεῖραν τήν σημασίαν τοῦ ἠθικοῦ πόνου, ἐπειδή τώρα εὑρίσκεται στήν κατάστασιν τῆς Χάριτος, ἡ ὁποία μεταδίδει πνεῦμα συμπαθείας καί ἀγάπης πρός τούς ἄλλους καί δημιουργεῖ ἠθικήν εὐαισθησίαν, αἰσθάνεται καί δι᾿ ἐκείνους πόνον καί λύπην… πονεῖ διά τήν ἁμαρτωλήν κατάστασιν καί διά τήν ἐκ ταύτης ποικίλην ἀκαταστασίαν καί δυστυχίαν τοῦ ὅλου ἔθνους του, τῆς ὅλης ἀνθρωπότητος» (π. Σεραφείμ). Εἶναι δυνατόν νά μήν πενθοῦμε, νά μή λυπούμαστε μέ αὐτά πού βλέπουμε νά συμβαίνουν γύρω μας, μέ τή γενικότερη ἀποστασία τῆς κοινωνίας μας καί νά μή ζητοῦμε μέ πόνο ψυχῆς τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ; Πῶς νά μήν Τόν ἱκετεύουμε μέ δάκρυα ψυχῆς νά μᾶς λυπηθεῖ, νά χαρίσει μετάνοια καί νά ἀνορθώσει μέ τήν πανσοφία καί παντοδυναμία Του τήν κοινωνία μας ἀπό τήν κατάπτωση; Νά τί σημαίνει πένθος γιά τό κακό πού ἐπικρατεῖ γύρω μας.
6. Ποιά ἡ ἀμοιβή τῶν πενθούντων; Ἡ παράκληση, «παρακληθήσονται». Δηλαδή; «Θά παρηγορηθοῦν ὑπό τοῦ Θεοῦ», ἀναφέρει ἡ ἑρμηνεία. Πῶς ἐννοεῖτε αὐτή τήν παράκληση καί παρηγορία; Καί ποῦ θά χαρισθεῖ αὐτή ἡ παράκληση; Καί στήν παρούσα καί στή μέλλουσα ζωή. Παράκληση εἶναι ἡ γλυκιά εὐφροσύνη πού ἀκολουθεῖ τόν πόνο τῆς μετανοημένης ψυχῆς. «Δέν ἠμπορεῖ νά ὑπάρξῃ μειδίαμα ὡραιότερον ἀπό ἐκεῖνο, πού σημειώνεται στό πρόσωπον τό ὑγρόν ἀκόμη ἐκ τῶν δακρύων τῆς ἀληθοῦς μετανοίας. Καί δέν ἠμπορεῖ νά ὑπάρξῃ παρηγορία περισσότερον εὐχάριστος καί χαρά περισσότερον ἁγνή ἀπό ἐκείνην πού ἐπακολουθεῖ τήν κατά Θεόν λύπην» (π. Σεραφείμ). Ἡ Χάρις τοῦ ἀγαθοῦ Παρακλήτου, τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου, πού ἐπισκιάζει τόν πιστό πού ἀληθινά μετανοεῖ καί πενθεῖ, πλημμυρίζει τήν ψυχή του μέ γαλήνη καί μυστική ἀγαλλίαση ἐντελῶς ἄγνωστη στούς κοσμικούς ἀνθρώπους. Αἰσθάνεται τόν Θεό νά τόν εὐλογεῖ καί νά τόν περιφρουρεῖ μέ τούς ἁγίους ἀγγέλους Του καί δέν ἀνησυχεῖ γιά τίποτε (βλ. καί Ψαλ. με΄ [45] καί ϟ΄ [90]). Ἐλπίζει ἐπίσης ὅτι ὁ ἀγαθός καί παντοδύναμος καί πάνσοφος Θεός, πού ἔστειλε καί τόν μονογενή Υἱό Του γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου, θά βρεῖ τρόπους, γιά νά παρακινήσει σέ μετάνοια τόν ἀποστατημένο κόσμο καί εἰρηνεύει.
Ποιά εἶναι καί ἡ παράκληση πού θά δοθεῖ στούς οὐρανούς σέ ὅσους πενθοῦν ἐδῶ;
Ἡ κληρονομία τῆς οὐράνιας Βασιλείας, τῆς ὁποίας ἡ εὐφροσύνη καί χαρά, ὅπως γράφει ὁ ἀπ. Πέτρος, εἶναι «ἀνεκλάλητος καί δεδοξασμένη» (Α´ Πέτρ. α´ 8). Ἀνέκφραστη, ἀπερίγραπτη καί χωρίς ἴχνος ἁμαρτίας καί αἰσχύνης, ὅπως συνήθως συμβαίνει μέ τή χαρά τοῦ κόσμου. Χαρά ἁγνότατη καί ἔνδοξη. Ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ, ἡ θέαση τοῦ ἔνδοξου θρόνου Του, ἡ συμβίωση μέ τούς ἀγγέλους καί Ἁγίους, ἡ ἰδιαίτερη φροντίδα καί ἀγάπη τοῦ «ὡς ἐσφαγμένου ἀρνίου», τό Ὁποῖο θά τούς «ποιμαίνῃ», θά τούς ὁδηγεῖ «ἐπί ζωῆς πηγάς ὑδάτων» (Ἀποκ. ε´ 6, ζ´ 9-17), θά συνιστοῦν ὅλα μαζί τήν εὐτυχία καί τήν τέλεια παράκληση τῶν πενθούντων στή γῆ ἕνεκα τῆς ἁμαρτίας καί ἀγωνιζομένων τόν καλό ἀγώνα τῆς πίστεως καί ἀρετῆς. Μακάρι νά ἀπολαύσουμε καί ἐμεῖς αὐτή τή θεία παράκληση καί αἰώνια παρηγορία.
ΣΥΝΘΗΜΑ· «Μακάριοι οἱ πενθοῦντες ὅτι αὐτοί παρακληθήσονται» (Ματθ. ε΄ 4).