11. «Ὅς ἄν ποιήσῃ καί διδάξῃ, οὗτος μέγας κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν»

Μεταφορτώσεις

Θέμα για τους κυκλάρχες

 

Μετά τούς Μακαρισμούς καί τόν τονισμό τῆς σημασίας τῆς θέσεως τῶν πιστῶν Του μέσα στόν κόσμο, τά ὁποῖα μελετήσαμε ἤδη, ὁ Κύριός μας προχωρεῖ πλέον στή διατύπωση τῆς νέας διδασκαλίας Του, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τήν πλήρη ἀποκάλυψη τοῦ θείου θελήματος στούς ἀνθρώπους. Προχωρεῖ ὅμως ὡς πάνσοφος Παιδαγωγός μέ σύνεση. Γνωρίζει ὅτι θά ἀνατρέψει ὁρισμένα ἀπό ὅσα δίδασκαν οἱ Γραμματεῖς καί Φαρισαῖοι καί δέν θέλει νά προκαλέσει ἀμέσως τήν ἀντίδραση τῶν ἀκροατῶν Του, οἱ ὁποῖοι σέβονταν πολύ τούς Γραμματεῖς καί Φαρισαίους, διότι ἦταν οἱ θρησκευτικοί ἡγέτες τους. Αὐτή τή σύνεσή Του ἀλλά καί τή σταθερή διακήρυξη τῆς ἀλήθειας ἀπό μέρους Του θά θαυμάσουμε στήν παρούσα συμμελέτη μας.

Μελέτη περικοπῆς· Ματθ. ε´ 17-20.

Πῶς φαίνεται ἀπό τόν πρῶτο στίχο τῆς περικοπῆς μας ἡ σύνεση τοῦ Κυρίου, γιά τήν ὁποία ἀναφέραμε προηγουμένως; Ἀπό τόν τρόπο τῆς ἐκφράσεώς Του. Χρησιμοποιεῖ δύο ἀρνήσεις καί μία κατάφαση. Ποιές εἶναι οἱ δύο ἀρνήσεις; «Μή νομίσητε ὅτι ἦλθον καταλῦσαι τόν νόμον ἤ τούς προφήτας», «οὐκ ἦλθον καταλῦσαι». Καί ἡ κατάφαση: «ἀλλά πληρῶσαι».

Γιατί ἐκφράζεται μέ αὐτόν τόν τρόπο ὁ Κύριος; Διότι γνώριζε ὅτι θά τούς δίδασκε κάτι ἀνώτερο ἀπό ὅσα γνώριζαν ἕως τότε καί ὅτι οἱ ἄνθρωποι δέν εἶναι εὔκολοι στό νά δεχθοῦν – καί μάλιστα στά θέματα τῆς Θρησκείας – κάτι διαφορετικό ἀπό αὐτό, μέ τό ὁποῖο ἀνατράφηκαν καί ἔζησαν ἐπί ἔτη. «Ἐπειδή μείζονα τῶν παλαιῶν ἔμελλε νομοθετεῖν παραγγέλματα», σημειώνει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, καί διότι μολονότι δέν τηροῦσαν πλήρως τόν Νόμο οἱ Ἰουδαῖοι, ὅμως «τά γράμματα ἤθελαν μένειν ἀκίνητα» (ΕΠΕ 9, 522). Χρειάζεται πολύ μεγάλη προσοχή στίς μεταρρυθμίσεις ὡς πρός τά ὅσα ἀφοροῦν τήν Πίστη.

Ἐκτός ὅμως ἀπό αὐτό, γνώριζε ὁ Παντογνώστης ὅτι καί οἱ Φαρισαῖοι ἄρχισαν ἤδη νά στρέφονται ἐναντίον Του καί χρησιμοποιοῦσαν ὡς ἐπιχείρημα ὅτι δέν τηρεῖ ἐπακριβῶς τόν Νόμο τοῦ Μωυσῆ. «Διότι ὁ Κύριος παρεθεώρει τήν προφορικήν παράδοσιν, ἥν ἐκεῖνοι ἐθεώρουν ἰσόκυρον πρός τόν νόμον. Ὡσαύτως ἡρμήνευε τόν νόμον κατά τό πνεῦμα αὐτοῦ καί οὐχί κατά τό νεκρόν γράμμα ὡς ἐκεῖνοι» (Ὑπόμνημα Π. Ν. Τρεμπέλα). Τά πιό πάνω τονίζονται καί ἀπό ὅσα λέει ὁ Κύριος στόν 20ό στίχο, ὅπου φαίνεται καθαρά ὅτι σκοπός Του ἦταν νά παρουσιάσει καί νά ζητήσει κάτι βαθύτερο ἀπό αὐτό πού δίδασκαν καί ἔδειχναν ἕως τότε οἱ Γραμματεῖς καί Φαρισαῖοι.

Προλαμβάνει λοιπόν ἐξαρχῆς κάθε παρεξήγηση καί λέει: Μήν ταράζεσθε «ἐκ τοῦ φόβου ὅτι ἐγώ καταργῶ τό κῦρος τοῦ διά τοῦ Μωϋσέως δοθέντος ἠθικοῦ νόμου καί ἀποδοκιμάζω τήν ἠθικήν διδασκαλίαν τῶν προφητῶν» (π. Σεραφείμ).

2. Τί σημαίνει ὅμως ἡ διαβεβαίωση αὐτή τοῦ Κυρίου γιά τό κύρος τοῦ Νόμου τοῦ Μωυσῆ καί τῶν Προφητῶν; Ὅτι ἡ Παλαιά Διαθήκη ἔχει κύρος καί ἰσχύ αἰώνια. Δέν ἦλθε νά τήν καταλύσει, νά τήν καταργήσει ὁ Κύριος, ἀλλά νά τή συμπληρώσει, νά τήν τελειοποιήσει. Αὐτό σημαίνει ἡ λέξη «πληρῶσαι», πού χρησιμοποιεῖ. Ὅσοι δέν παραδέχονται τήν Παλαιά Διαθήκη, πράγμα πού παρατηρεῖται καί στίς ἡμέρες μας, δέν βρίσκονται στήν ἀλήθεια. «Διότι ἡ Παλαιά Διαθήκη εἶναι μέν μερική ἀποκάλυψις τοῦ θείου θελήματος, ἀλλά πάντως βιβλίον θεόπνευστον, παιδαγωγικώτατον τοῦ Θεοῦ βιβλίον» (π. Σεραφείμ). Εἶναι τό ἕνα ἀπό τά δύο ἰσόκυρα μέρη τῆς Ἁγίας Γραφῆς. «Καί Παλαιά καί Καινή νομοθέτην ἕνα ἔχει», ἔλεγε ὁ ἱερός Χρυσόστομος· καί ἄλλοτε προσέθετε· «Τῆς μέν Παλαιᾶς ἔργον ἦν ποιῆσαι ἄνθρωπον, τῆς δέ Καινῆς τόν ἄνθρωπον ἐργάσασθαι ἄγγελον». Καί ἀλλοῦ ὁ ἴδιος: «Προέλαβε τήν Καινήν ἡ Παλαιά καί ἡρμήνευσε τήν Παλαιάν ἡ Καινή… δύο Διαθῆκαι καί δύο παιδίσκαι καί δύο ἀδελφαί, τόν ἕνα Δεσπότην δορυφοροῦσι… οὐ καινά τά καινά· προέλαβε γάρ τά παλαιά· οὐκ ἐσβέσθη τά παλαιά, ἡρμηνεύθη γάρ ἐν τῇ Καινῇ» (PG 49, 319 – PG 56, 317 – PG 50, 796).

Ὁ ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος Κύριος χρησιμοποίησε ἐπανειλημμένα κατά τίς ὁμιλίες Του τήν Παλαιά Διαθήκη. Ὅταν δέ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἔγραψε στόν μαθητή του Τιμόθεο (Β´ Τιμ. γ´ 16) «πᾶσα γραφή θεόπνευστος καί ὠφέλιμος πρός διδασκαλίαν», εἶχεν ὑπ᾿ ὄψη του τήν Π. Διαθήκη, διότι δέν εἶχε καταγραφεῖ ἀκόμη ὅλη ἡ Καινή καί δέν εἶχε ὁριστικοποιηθεῖ ὁ κατάλογος τῶν βιβλίων τῆς Καινῆς.

Ὁπωσδήποτε δέν εἶναι πλήρης καί τελεία ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στήν Παλαιά Διαθήκη, διότι δέν ἦταν ἀκόμη σέ θέση ὁ ἄξεστος καί σκληροτράχηλος λαός τοῦ Ἰσραήλ νά δεχθεῖ τήν πλήρη ἀποκάλυψη. Μέ τήν Παλαιά Διαθήκη ὁ Θεός παιδαγωγικῶς «δίδει τά στοιχειώδη ἠθικά μαθήματα καί δι᾿ αὐτῶν προάγει τόν ἄνθρωπον εἰς τά τέλεια τά τῆς Καινῆς Διαθήκης» (π. Σεραφείμ) (βλ. καί Γαλ. γ´ 24).

Πῶς ἑρμηνεύει ὁ ἀείμνηστος Καθηγητής Π. Ν. Τρεμπέλας τήν φράση «οὐκ ἦλθον καταλῦσαι, ἀλλά πληρῶσαι» τοῦ 17ου στίχου; «Δέν ἦλθα νά καταλύσω αὐτά, ἀλλά νά τά συμπληρώσω καί νά σᾶς τά παραδώσω τέλεια». Πῶς ἔγινε αὐτή ἡ τελειοποίηση; Μέ τήν κατάργηση τῶν τυπικῶν διατάξεων τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου περί ζωοθυσιῶν μέσῳ τῆς δικῆς Του αἰώνιας ἰσχύος σταυρικῆς θυσίας· μέ τήν κατάργηση τῶν σχολαστικῶν καί ἐξεζητημένων ἑρμηνειῶν τῶν Νομοδιδασκάλων γιά ὁρισμένες διατάξεις τοῦ Νόμου π.χ. περί τοῦ Σαβ­βάτου κλπ. Καί κυρίως μέ τό ὅτι παρουσίασε τό βαθύτερο νόημα κάθε ἐντολῆς καί προχώρησε πέρα ἀπό τό ἐξωτερικό γράμμα καί τόν τύπο στό πνεῦμα καί τήν οὐσία της, ὅπως θά δοῦμε ἀργότερα.

3. Τί τονίζει ὁ 18ος στίχος; Τό αἰώνιο κύρος τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί τήν ἰσχύ καί σπουδαιότητα καί τῆς μικρότερης ἐντολῆς. Μιλᾶ ὁ Ἴδιος μέ ὅλο τό θεϊκό κύρος Του, «ἀμήν γάρ λέγω ὑμῖν», καί διαβεβαιώνει ὅτι καί ἡ μικρότερη ἐντολή τοῦ θείου Νόμου δέν θά χάσει τό κύρος της.
Τί εἶναι τά «ἰῶτα ἕν ἤ μία κεραία»; Τό ἰῶτα εἶναι ἕνα ἀπό τά μικρότερα γράμματα τοῦ ἑβραϊκοῦ ἀλφαβήτου καί ἡ κεραία ἕνα ἀπό τά μικρότερα σημεῖα του. «Ἀμφότερα προσομοιάζουσι πρός τό ἑλληνικόν κόμμα ἤ τήν ψιλήν» (Π.Ν. Τρεμπέλας). Σάν ἄλλοι τόνοι δηλαδή καί πνεύματα. Ἔχουν καί αὐτά, τά φαινομενικά μικρά, τή σημασία καί ἀξία τους, λέει ὁ Θεάνθρωπος.

Τί θέλει νά τονίσει μέ αὐτό ὁ Κύριος; «Ὅτι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τό διά τοῦ νόμου του ἐκφραζόμενον, ἐκτείνεται καί εἰς τάς πλέον μικράς ἐντολάς, τῶν ὁποίων σύμβολον εἶναι τό ἰῶτα καί ἡ κεραία… καί ὅτι τοῦ Θεοῦ τό θέλημα εἶναι ἀμετάβλητον καί εἰς τάς πλέον μικράς διατάξεις του» (π. Σεραφείμ). Θά ἰσχύει ἕως συντελείας τῶν αἰώνων. Ὁρισμένοι πού νομίζουν ὅτι ὁ Νόμος τοῦ Θεοῦ δέν ἰσχύει πλέον στήν ἐποχή μας καί ὅτι ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας πρέπει νά ἐκσυγχρονισθεῖ καί νά συμμορφωθεῖ μέ τίς ἀνάγκες τῆς ἐποχῆς μας γίνονται κριτές καί ἐπικριτές τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἑπομένως θράσος καί ἀσέβεια νά ἐπιχειρεῖ ὁ μικρός καί ἁμαρτωλός ἄνθρωπος νά διορθώσει δῆθεν τόν λόγο τοῦ πανυπερτέλειου Θεοῦ.

4. Ποιό τό νόημα τοῦ 19ου στίχου; Εἶναι τό πρακτικό συμπέρασμα τοῦ προηγουμένου. Δέν ὑπάρχουν μεγάλες καί μικρές ἐντολές. Ὑπάρχουν ἐντολές τοῦ ὑψίστου Θεοῦ πού τίς δίνει στόν ἄνθρωπο πρός τήρηση γιά τή σωτηρία του. Αὐτός π.χ. πού κλέβει ἕνα ἐλάχιστο ποσό εἶναι κλέπτης ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί παραβάτης τῆς σχετικῆς ἐντολῆς Του. Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τίς ἄλλες ἁμαρτίες (ψεῦδος, φιληδονία κ.λπ.).

Αὐτός ὁ ὁποῖος ὑποτιμᾶ κάποια ἐντολή τοῦ Κυρίου καί μέ τά λόγια καί τά ἔργα του ἐπηρεάζει καί ἄλλους νά κάνουν τό ἴδιο, «εἰς τήν γέενναν ἐμπεσεῖται τότε», σημειώνει ὁ ἱερός Χρυσόστομος (ΕΠΕ 9, 538). Ὁ δέ Ἑρμηνευτής Ζιγαβηνός προσθέτει ὅτι ἡ λέξη «ἐλάχιστος» σημαίνει «ἔσχατος πάντων, φαυλότατος, ἀπερριμμένος, ὅ ἐστιν εἰς κόλασιν ἐμβληθήσεται» (Ὑπόμνημα Π. Ν. Τρεμπέλα).

Ἀντιθέτως, αὐτός πού τηρεῖ ὅλες ἀνεξαιρέτως τίς ἐντολές καί διδάσκει, παρακινεῖ μέ τά λόγια καί μέ τό παράδειγμά του καί ἄλλους, νά κάνουν τό ἴδιο, θά ἀνακηρυχθεῖ μέγας στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Γιατί λέει πρῶτα «ποιήσει» καί κατόπιν «διδάξει»; Ὡραῖα ἀπαντᾶ ὁ Ἑρμηνευτής Θεοφύλακτος: «Πῶς ἄλλον ὁδηγήσω εἰς ὁδόν, ἥν οὐ διώδευσα;» (Ὑπόμνημα Π. Ν. Τρεμπέλα). Χρειάζεται καί ἡ διδασκαλία; Δέν ἀρκεῖ μόνο ἡ πράξη; Ἀπαντᾶ ὑπέροχα ὁ ἱερός Χρυσόστομος: «Ὥσπερ τό διδάσκειν ἄνευ τοῦ ποιεῖν κρίνει τόν διδάσκοντα, ‘‘Ὁ γάρ διδάσκων ἕτερον’’, φησίν, ‘‘σεαυτόν οὐ διδάσκεις;’’, οὕτω τό ποιεῖν μέν, ἑτέροις δέ μή ὑφηγεῖσθαι (μή διδάσκειν, μή παρακινεῖν) ἐλαττοῖ (ἐλαττώνει) τόν μισθόν» (ΕΠΕ 9, 540). Πρέπει νά διαφωτισθοῦν ὅσοι ἀγνοοῦν, ὅτι εἶναι χρέος μας ἡ τήρηση ὅλων ἀνεξαιρέτως τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Ἡ διαφώτιση αὐτή, μέ τίς δυνατότητες βεβαίως πού διαθέτουμε, εἶναι χρέος ἀγάπης. Καί δέν πρέπει νά ὑστεροῦμε στήν ἀγάπη, ἐάν θέλουμε νά ἀπολαμβάνουμε τήν εὐτυχία τῶν οὐρανῶν.

ΣΥΝΘΗΜΑ: «Ὅς ἄν ποιήσῃ καί διδάξῃ, οὗτος μέγας κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. ε΄ 19).