15. «Ἐγώ δέ λέγω ὑμῖν μή ἀντιστῆναι τῷ πονηρῷ»

Μεταφορτώσεις

Θέμα για τους κυκλάρχες

 

Ἀπό τήν ὀρκωμοσία πού, ὅπως εἴδαμε στήν προηγούμενη συμμελέτη μας, εἶναι συχνή καί συνηθισμένη στά Δικαστήρια, ἔρχεται ὁ Κύριος σέ μία ἄλλη ἐντολή, ἡ ὁποία σχετίζεται μέ τή δικαιοσύνη. Τελειοποιεῖ τόν περίφημο «νόμο τῆς ταυτοπάθειας». Αὐτή ἀκριβῶς ἡ τελειοποίηση θά εἶναι τό θέμα τῆς παρούσας συμμελέτης μας.

Μελέτη περικοπῆς· Ματθ. ε´ 38-42

1. Τί ὅριζε ὁ παλαιός Νόμος ὡς πρός τήν ἀδικία, πού ὑφίστατο κάποιος ἀπό ἕνα συνάνθρωπό του; Τήν ταυτοπάθεια. Αὐτό ἦταν ἀπαίτηση τοῦ φυσικοῦ δικαίου. Ἡ ἀντίστοιχη ἀνταπόδοση τῆς ἀδικίας, τῆς ζημιᾶς ἤ τῆς βλάβης. Θυμάστε τί γράφει σχετικά ἡ Παλαιά Διαθήκη; «Ὀφθαλμόν ἀντί ὀφθαλμοῦ, ὀδόντα ἀντί ὀδόντος, χεῖρα ἀντί χειρός, πόδα ἀντί ποδός, κατάκαυμα ἀντί κατακαύματος, τραῦμα ἀντί τραύματος, μώλωπα ἀντί μώλωπος» (Ἐξ. κα´ 24-25). «Σύντριμμα ἀντί συντρίμματος… καθότι ἄν δῷ μῶμον τῷ ἀνθρώπῳ, οὕτω δοθήσεται αὐτῷ» (Λευϊτ. κδ´ 20).

Τί φαίνεται ἀπό τήν τελευταία φράση τοῦ «Λευϊτικοῦ»; Ὅτι δέν ἀνταπέδιδε τήν ἀδικία ὁ ἀδικημένος, ἀλλ᾿ ἄλλοι τό ρύθμιζαν αὐτό: οἱ Κριτές, οἱ ὑπεύθυνοι τῆς κοινωνικῆς ζωῆς τῶν Ἑβραίων. Πρός αὐτούς δόθηκε ἡ ἐντολή αὐτή, ὥστε νά γνωρίζουν τί ἔπρεπε νά κάνουν σέ κάθε περίπτωση βλάβης ἤ ἀδικίας.

Ἦταν ἄραγε περιοριστικός τοῦ κακοῦ καί φιλάνθρωπος ὁ νόμος τῆς ταυτοπάθειας; Μάλιστα. Ὅπως γράφει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ἦταν νόμος παιδαγωγικός καί δόθηκε γιά περιορισμό τῆς ἐκδικητικῆς μανίας. Δέν δόθηκε «ἵνα ἀλλήλοις αὐτά ποιῶμεν, ἀλλ᾿ ἵνα δέει (=ἀπό τόν φόβο) τοῦ παθεῖν ἀπεχώμεθα τοῦ τολμᾶν» (ΕΠΕ 12, 126-128). Ἀπό τόν φόβο δηλαδή ὅτι θά πάθουμε καί μεῖς τά ἴδια μέ αὐτά πού θά προκαλέσουμε στόν ἄλλον, νά ἀποφεύγουμε τήν ἀδικία.

Πῶς τό καταλαβαίνετε αὐτό; «Τό ἔνστικτον τῆς ἐκδικήσεως… ἀφ᾿ ὅτου διεστράφη ἀπό τήν ἁμαρτίαν, παρουσιάζεται πολλάκις τόσον τυφλόν καί βίαιον, ὥστε ὑπερβαίνει κάθε ὅριον. Δέν ἀρκεῖται ὁ ὑβρισθείς, ὡς ἐν παραδείγματι, νά ἀνταποδώσῃ τήν ὕβριν εἰς τόν ὑβριστήν, ἀλλ᾿ ἀντί ὕβρεως προξενεῖ τραῦμα. Καί ἀντί ραπίσματος φόνον, ἐγκλήματα, καταστροφάς. Φονεύει ὄχι μόνον τόν βλάψαντα, ἀλλά καί τόν ἀδελφόν του, τήν σύζυγόν του, τά τέκνα του» (π. Σεραφείμ). Σκεφθεῖτε τό σκληρό ἔθιμο τῆς «βεντέτας» πού ὑπάρχει ἀκόμη σέ ὁρισμένες περιοχές τῆς Πατρίδας μας.

Ὁ φιλάνθρωπος καί περιοριστικός τοῦ κακοῦ «νόμος τῆς ταυτοπάθειας» ἦταν ἀνάλογος μέ τήν πνευματική ἀνωριμότητα τῶν Ἑβραίων. Γι᾿ αὐτό πάλι ὁ ἱερός Χρυσόστομος χαρακτηρίζει τίς διατάξεις αὐτές τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου ὡς «δόγματα παίδων» (ΕΠΕ 22, 166). Οἱ Ἑβραῖοι ἦταν ἀκόμη ἀνώριμοι σάν τά μικρά παιδιά, τά ὁποῖα γιά νά ἱκανοποιήσουν τήν ἐκδικητικότητά τους συχνά προκαλοῦν μεγάλες καταστροφές ἀκόμη καί στόν ἑαυτό τους.

Τό ὅτι εἶναι φιλάνθρωπο τό πνεῦμα πού διαποτίζει τόν νόμο τῆς ταυτοπάθειας φαίνεται καί ἀπό τή διάταξη πού ἀκολουθεῖ εὐθύς ἀμέσως μετά τόν νόμο αὐτόν στό Βιβλίο τῆς «Ἐξόδου». Ὁρίστε τί λέει στόν 26ο στίχο τοῦ ἴδιου κεφαλαίου: «Ἐάν δέ τις πατάξῃ τόν ὀφθαλμόν τοῦ οἰκέτου (=δούλου) αὐτοῦ ἤ τόν ὀφθαλμόν τῆς θεραπαίνης αὐτοῦ (=δούλης του), καί ἐκτυφλώσῃ, ἐλευθέρους ἐξαποστελεῖ αὐτούς ἀντί τοῦ ὀφθαλμοῦ αὐτῶν» (Ἐξ. κα´ 26).

Ὑπῆρξαν στά χρόνια τῆς Παλαιᾶς Διακήκης παραδείγματα καί μάλιστα ἐπωνύμων προσώπων, τά ὁποῖα ὑπερέβησαν τόν νόμο τῆς ταυτοπάθειας; Μάλιστα. Θυμάστε ὁρισμένα; Τοῦ Ἰωσήφ πού ἔζησε ἑκατοντάδες χρόνια πρίν ἀπό τόν Μωυσῆ καί τοῦ Δαβίδ πού ἔζησε τριακόσια καί πλέον ἔτη μετά τόν Μωυσῆ. Τί ἔκανε ὁ Ἰωσήφ καί τί ὁ Δαβίδ; Ὄχι μόνο δέν ἀνταπέδωσαν τίς ἀδικίες πού ὑπέστησαν, ἀλλά καί συγχώρησαν καί εὐεργέτησαν αὐτούς πού τούς ἀδίκησαν (βλ. Γεν. με´ 1-15, ν´ 15-21, Α´ Βασ. κδ´).

2. Ἄς δοῦμε ὅμως πῶς τελειοποιεῖ καί τόν νόμο αὐτόν ὁ Θεάνθρωπος. Τί σημαίνει τό πρῶτο ἡμιστίχιο τοῦ 39ου στίχου; Μήν προβάλλετε ἀντίσταση. Δηλαδή; Πῶς τό ἑρμηνεύει ὁ ἀείμνηστος Π. Ν. Τρεμπέλας; «Ἐγώ ὅμως σᾶς λέγω νά μή προβάλετε ἀντίστασιν εἰς τόν πονηρόν, πού χρησιμοποιεῖ ὡς ὄργανόν του ἐκεῖνον πού σᾶς βλάπτει». Συνιστᾶ ἄλλου εἴδους ἀντίσταση.

Πῶς καταλαβαίνετε αὐτήν τήν ἀντίσταση; Ἀντιστέκεται ὁ πιστός, ὅπως ἀναφέρει ὁ ἑρμηνευτής Ζιγαβηνός, «ἐν τῷ μακροθυμεῖν τε καί ὑπομένειν. Οὐ γάρ θυμῷ σβέννυται θυμός, ὥσπερ οὐδέ πῦρ πυρί» (Ὑπόμνημα Π. Ν. Τρεμπέλα). Ἐάν φερθεῖς, ὅπως σοῦ φέρεται ὁ ἄλλος, διπλασιάζεται τό κακό, διότι διαπράττεις καί σύ ἁμαρτία ὅπως ἐκεῖνος. Δέν διορθώνεται ἡ ζημιά καί προκαλοῦνται πιθανῶς μεγαλύτερες καταστροφές.

Μήπως αὐτό εἶναι ἀναισθησία ἤ δειλία; Ὄχι· διότι ὁ πιστός «ὑποχωρεῖ κατά τρόπον πού φανερώνει ὅτι τό κάμνει ὄχι ἀπό δειλίαν καί ἀδυναμίαν, ἀλλά ἀπό μεγαλόψυχον ἀνεξικακίαν. Καί ἀληθινά ἀνδρεῖος εἶναι ὁ Χριστιανός πού δέν κάμνει μέν ἀντίστασιν εἰς τόν πονηρόν (πού τόν χρησιμοποιεῖ ὡς ὄργανόν του ὁ Πονηρός Σατανᾶς), ἀνθίσταται ὅμως εἰς τό πονηρόν (τήν πονηρίαν)· δέν κάμνει ἀντίστασιν εἰς τόν μισοῦντα ἀλλ᾿ εἰς τό μῖσος· δέν κάμνει ἀντίστασιν εἰς τόν ἁμαρτωλόν, ἀλλ᾿ ἀνθίσταται εἰς τήν ἁμαρτίαν, διά νά μή γίνῃ καί αὐτός πονηρός καί ἁμαρτωλός» (π. Σεραφείμ) (βλ. καί Ρωμ. ιβ´ 17-21).

3. Χρησιμοποιεῖ μάλιστα ὁ Κύριος στή συνέχεια καί ὁρισμένα παραδείγματα, γιά νά μᾶς βοηθήσει νά καταλάβουμε πῶς πρέπει νά διατιθέμεθα ψυχικῶς καί νά φερόμαστε σέ ἀνάλογες περιπτώσεις.

Ἄς δοῦμε τό πρῶτο παράδειγμα. Τό νά σέ χτυπήσει κάποιος στό πρόσωπο (στήν παρειά) ἐθεωρεῖτο ἀνέκαθεν πολύ προσβλητικό. Τί ἐννοεῖ μέ τό παράδειγμα αὐτό ὁ Κύριος; Δέν πρέπει νά ὑπερασπιζόμαστε τόν ἑαυτό μας; Δέν πρέπει νά ζητοῦμε τό δίκαιό μας; Εἶναι ὀρθό νά ἀφήνουμε τόν ἄλλο νά βιαιοπραγεῖ ἀνενόχλητος σέ βάρος μας; Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ὅταν ραπίσθηκε στό πρόσωπο, γιατί δέν ἔστρεψε καί τήν ἄλλη στόν δοῦλο τοῦ ἀρχιερέως; Τό νόημα αὐτοῦ τοῦ παραδείγματος εἶναι: «ἀντί νά ἐκδικηθῇς τήν προσωπικήν ὕβριν καί ἀδικίαν, ἑτοιμάσου δι᾿ ἄλλην καί βάστασε αὐτήν ὑπομονητικῶς… μέ τήν ἀνοχήν καί τήν πραότητα καί τήν ἀνεξικακίαν σου προσπάθησε νά τόν φέρῃς (τόν ἀδικήσαντα) εἰς συναίσθησιν τῆς πράξεώς του καί κατάπαυσιν τοῦ μίσους του» (π. Σεραφείμ).

Δέν ἀποκλείεται βεβαίως ἡ ὑπεράσπιση τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἡ καταφυγή στή δικαιοσύνη καί ἡ προσπάθεια διαλάμψεως τῆς ἀλήθειας καί ἐπικρατήσεως τῆς δικαιοσύνης. Αὐτό ἔκανε ὁ Κύριος, ὅταν εἶπε στόν δοῦλο πού Τόν κτύπησε: «εἰ κακῶς ἐλάλησα, μαρτύρησον περί τοῦ κακοῦ· εἰ δέ καλῶς τί μέ δέρεις;» (Ἰω. ιη´ 23). Χρειάζεται ὅμως ὁπωσδήποτε ἠρεμία ἀπό μέρους μας καί τότε πού τυχόν θά καταφύγουμε στά Δικαστήρια γιά ὑπεράσπιση τοῦ ἑαυτοῦ μας. Δέν πρέπει νά εἰσέλθει μέσα μας διάθεση ἐχθρική ἐναντίον τοῦ φταίχτη.

Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τά ὑπόλοιπα παραδείγματα. Καί σ᾿ αὐτά, γράφει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, «τήν αὐτήν τίθησιν ὑπερβολήν» (ΕΠΕ 9,626). Φαίνεται δηλαδή ἐκ πρώτης ὄψεως ὑπερβολικό τό νά δώσει κάποιος σ᾿ αὐτόν πού θέλει νά τοῦ πάρει τόν χιτώνα καί αὐτό τό ἱμάτιό του, πού τοῦ ἦταν τελείως ἀπαραίτητο καί δέν ἐπιτρεπόταν ἀπό τόν Μωσαϊκό Νόμο νά τοῦ τό στερήσει κάποιος καί τή νύκτα, διότι τοῦ χρησίμευε καί ὡς σκέπασμα κατά τόν ὕπνο. Καί ὅμως, πίσω ἀπό τήν ὑπερβολή αὐτή ὑπάρχει τό μεγάλο καί βαθύ μήνυμα πού μᾶς δίνει ὁ Κύριος. Ποιό τό μήνυμα; «Παραγγέλλει ἀγάπην καί πρός τούς ἀναξίους ἀγάπης, παραίτησιν τῶν νομικῶν δικαιωμάτων μας καί διά πράγματα χρησιμότατα εἰς ἡμᾶς» (π. Σεραφείμ). Ὅταν εἶσαι ἕτοιμος γιά συμβιβασμό, ὑπάρχει ἐλπίδα ὅτι θά βοηθήσεις τόν ἄλλον νά προβληματισθεῖ καί νά ὠφεληθεῖ ψυχικά.

Πῶς ἐννοεῖτε τό τρίτο παράδειγμα τό σχετικό μέ τήν ἀγγαρεία; Ὅτι καί ἄν ἀκόμη μπορεῖ καί ἐπιχειρεῖ ὁ ἄλλος νά ἀσκήσει καί βία ἐπάνω σου καί νά σέ σύρει ὅπου θέλει, ἐσύ, ὅπως ἑρμηνεύει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, νά εἶσαι ψυχικά διατεθειμένος «ὥστε πλέον παθεῖν, ἤ ἐκεῖνος βούλεται ποιῆσαι» (ΕΠΕ 9, 632). Νά εἶσαι ἀποφασισμένος νά πάθεις πολύ περισσότερα ἀπό ὅσα ἔχει ἀποφασίσει νά σοῦ κάνει ὁ ἄλλος. Ἔτσι δέν ὑποφέρεις ψυχικά καί στή μεγαλύτερη ταλαιπωρία σου καί ἀποδεικνύεις ὅτι διαθέτεις θαυμαστό ψυχικό σθένος καί ἡρωισμό.

Ποία ἡ ἔννοια τοῦ τέταρτου παραδείγματος πού ἀφορᾶ τό δάνειο; Ὅτι «πρέπει νά εἶσαι πρόθυμος διά νά βοηθῇς τόν εὑρισκόμενον εἰς ἀνάγκην ἀδελφόν, καί νά μή ἀποστρέφεσαι τόν θέλοντα δάνειον ἀπό σέ» (π. Σεραφείμ). Ἰσχύει αὐτό ἀδιάκριτα; Ὄχι, βεβαίως. Ἀλλ᾿ ὅπως ὁ Κύριος ζήτησε τόν λόγο ἀπό τόν δοῦλο πού Τόν ράπισε, ἀναλόγως καί ἐδῶ χρειάζεται ἡ χρήση τοῦ λόγου, τοῦ λογικοῦ μας γιά νά διαπιστώνουμε ἐάν ὄντως ἔχει ἀνάγκη αὐτός πού ζητεῖ κ.λπ. Μή λησμονοῦμε ὅτι ζοῦμε σέ καιρούς πονηρούς καί πολλοί εἶναι οἱ ἀπατεῶνες. Ἄλλο ἡ ψυχική διάθεσή μας, πού πρέπει νά εἶναι φιλάδελφη πάντοτε καί ἄλλο ἡ διάκριση πού καί αὐτή ἐπιβάλλεται πάντοτε.

ΣΥΝΘΗΜΑ: «Ἐγώ δέ λέγω ὑμῖν μή ἀντιστῆναι τῷ πονηρῷ» (Ματθ. ε΄ 39).