14. «Ἐγώ δέ λέγω ὑμῖν μή ὀμόσαι ὅλως»

Μεταφορτώσεις

Θέμα για τους κυκλάρχες

 

Στήν παρούσα συμμελέτη μας θά δοῦμε τήν τελειοποίηση μιᾶς ἄλλης ἐντολῆς τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου, ἡ ὁποία ἔχει ἀμεσότατη σχέση μέ ὅλους μας. Πρόκειται γιά τό θέμα τοῦ ὅρκου, τό ὁποῖο ἐνδια­φέρει τόν καθένα μας, διότι δέν ἀποκλείεται νά βρεθοῦμε κάποτε μπροστά σέ περίπτωση κατά τήν ὁποία θά μᾶς ζητηθεῖ νά ὁρκισθοῦμε. Ἄς προσέξουμε λοιπόν τί ὁρίζει γιά τό θέμα τοῦ ὅρκου ὁ Κύριός μας, γιά νά γνωρίζουμε τί ὀφείλουμε νά πράττουμε.

Μελέτη περικοπῆς· Ματθ. ε´ 33-37.

1. Τί μαρτυρεῖ ὁ 33ος στίχος ὡς πρός τό τί ἴσχυε γιά τόν ὅρκο πρό Χριστοῦ; Ὅτι ἐπέτρεπε μέν τόν ὅρκο, ἀπαγόρευε δέ τήν ψευδορκία καί τήν ἐπιορκία, τήν καταπάτηση τῶν ἐνόρκων ὑποσχέσεων. Δέν ἀναφέρει ὁ Κύριος συγκεκριμένες ἐντολές τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης περί ὅρκου, ἀλλά δίνει «πιθανῶς περίληψιν τῆς κρατούσης ἑρμηνείας τῶν γραμματέων χωρίων τῆς Βίβλου» σχετικῶν μέ τόν ὅρκο (Ὑπόμνημα Π. Ν. Τρεμπέλα).

Θυμάστε τί λέει ὁ Δεκάλογος σχετικά μέ τόν ὅρκο; «Οὐ λήψει τό ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπί ματαίῳ· οὐ γάρ μή καθαρίσῃ Κύριος ὁ Θεός σου τόν λαμβάνοντα τό ὄνομα αὐτοῦ ἐπί ματαίῳ» (Ἐξ. κ´ 7). Τό «Λευϊτικόν» ὁρίζει τά ἑξῆς: «Οὐκ ὀμεῖσθε τῷ ὀνόματί μου ἐπ᾿ ἀδίκῳ καί οὐ βεβηλώσετε τό ὄνομα τό ἅγιον τοῦ Θεοῦ ὑμῶν» (Λευϊτ. ιθ´ 12). Καί τό βιβλίον τῶν «Ἀριθμῶν» τό ἴδιο λέει (Ἀριθ. λ´ 3).

Τί συμπεραίνουμε ἀπό τά χωρία αὐτά τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης; Ὅτι ὁ ὅρκος ἦταν κάτι τό ἱερό καί «ὁ ἰουδαϊκός νόμος ἀπέβλεπεν εἰς τό νά προασπίσῃ τήν ἱερότητα τοῦ ὅρκου κατά τῆς συχνάκις ματαίας καί ἀδιακρίτου χρήσεως αὐτοῦ ἥτις ἐπεκράτει παρ᾿ Ἰουδαίοις» (Ὑπόμνημα Π. Ν. Τρεμπέλα). Δέν ἔδινε δηλαδή ἐντολή ὁ παλαιός Νόμος σχετικά μέ τήν ἐλεύθερη χρήση χρήσεως τοῦ ὅρκου, ἀλλά μᾶλλον σχετικά μέ τόν περιορισμό του. Καί αὐτό διότι οἱ Ἑβραῖοι ἦταν ἀκαλλιέργητοι καί δέν μποροῦσαν νά λάβουν τήν πλήρη ἀποκάλυψη τοῦ θείου θελήματος. Ὁδηγοῦνταν σταδιακά καί παιδαγωγικά στήν τελειότητα.

2. Τί παραγγέλλει λοιπόν ὁ Νομοθέτης τῆς Καινῆς Διαθήκης γιά τόν ὅρκο; «Μή ὁμόσαι ὅλως». Ἀπαγορεύει ἐντελῶς τόν ὅρκο. Ὁ λόγος Του εἶναι σαφέστατος. Δίνει μάλιστα στή συνέχεια (στ. 34-36) καί ὁρισμένες διευκρινίσεις καί ἐξηγήσεις, διότι οἱ ἀκροατές Του ἦταν διαποτισμένοι ἀπό τίς ἑρμηνεῖες τῶν Νομοδιδασκάλων τους, οἱ ὁποῖοι ἔκαναν διάφορες εἰδικές διακρίσεις ὡς πρός τούς ὅρκους, μέ τίς ὁποῖες διευκόλυναν τούς ὅρκους. Τί φαίνεται ἀπό τίς διευκρινίσεις τοῦ Κυρίου τῶν στίχων 34-36; Ὅτι ἀποδοκιμάζει τίς ἑρμηνεῖες αὐτές τῶν Νομοδιδασκάλων καί λέει «ὅτι ἀπαγορεύεται ὁλοτελῶς πᾶν εἶδος ὅρκου· ὄχι μόνον ὁ ὅρκος πού ἀναφέρεται κατ᾿ εὐθεῖαν εἰς τόν Θεόν, ἀλλά καί εἰς πᾶν πρόσωπον ἤ πρᾶγμα τό ὁποῖον σχετίζεται μέ τόν Θεόν» (π. Σεραφείμ).

Γιατί εἶναι τόσο ἀπόλυτος ὁ Κύριος; Διότι ἦλθε νά ἀνατρέψει τό κατεστημένο τῆς νοσηρῆς πνευματικότητας, μέσα στήν ὁποία ἦταν ἐγκλωβισμένοι οἱ Ἰουδαῖοι καί νά ἐπιφέρει ριζική ἀλλαγή νοο­τροπίας. Ὁ ὅρκος χρησιμοποιοῦνταν ἀπό τόν Πονηρό, ἀπό τόν πατέρα τοῦ ψεύδους, ὡς μέθοδος γιά νά πλανᾶ τούς ἀνθρώπους ὅτι ὁρκιζόμενοι θά γίνονται πιστευτοί καί ἔτσι δέν χρειαζόταν νά ἀγωνίζονται νά ζοῦν «ἐν ἀληθείᾳ». Ὁ Κύριος ὅμως δέν θέλει νά στηρίζεται ἡ πνευματικότητά μας καί ἡ ὅλη μας ζωή στά ἀδύνατα δεκανίκια τοῦ ὅρκου, ἀλλά στό ἄσειστο θεμέλιο τῆς ἀλήθειας. Ἐφόσον ἦλθε στόν κόσμο γιά νά «λύσῃ τά ἔργα τοῦ διαβόλου», ὅπως γράφει ὁ Μαθητής τῆς ἀγάπης (Α´ Ἰω. γ´ 8), δέν ἀνέχεται νά ἐπικρατοῦν στή Βασιλεία Του διαβολικές συνήθειες. Καθένας ὁ ὁποῖος ἀποφασίζει νά ἀκολουθήσει τό παράδειγμά Του καί νά ζεῖ σύμφωνα μέ τό Εὐαγγέλιο τῆς ἀληθείας ὀφείλει, ὅπως ἔλεγε ὁ ἱερός Χρυσόστομος, νά κόψει «τό σατανικόν ἔθος τοῦτο» τοῦ ὅρκου (ΕΠΕ 15, 234).

3. Τί προτείνει, ἀντί γιά τήν πονηρή συνήθεια τοῦ ὅρκου, ὁ Κύριος γιά τήν κοινωνική μας ζωή; Τό ἀναφέρει ὁ 37ος στίχος. «Ἔστω δέ ὁ λόγος ὑμῶν ναί ναί, οὔ οὔ». Τί σημαίνει αὐτή ἡ φράση; Νά εἴμαστε εὐθεῖς καί εἰλικρινεῖς. Νά μή μιλᾶμε ὑποκριτικά καί μέ διφορούμενα, ἄλλο νά λένε τά χείλη μας καί ἄλλο νά ἔχουμε μέσα μας. «Τό ναί… νά εἶναι πραγματικόν ναί, νά ἀνταποκρίνεται εἰς τήν ἀλήθειαν καί νά ἐκφράζῃ τήν πραγματικότητα… τό ὄχι… ν᾿ ἀνταποκρίνεται εἰς τό πραγματικόν καί ἐσωτερικόν ὄχι» (π. Σεραφείμ).

Πῶς ἑρμηνεύει ὁ ἀείμνηστος Π. Ν. Τρεμπέλας τό δεύτερο ἡ­μι­στίχιο τοῦ 37ου στίχου; «Τό ἐπί πλέον δέ ἀπό αὐτά εἶναι ἀπό τόν πονηρόν». Δηλαδή; Τό νά προσπαθεῖς μέ ὅρκους κ.λπ. νά στηρίξεις τά λόγια σου προέρχεται ἀπό τόν Διάβολο. Δέν μπορεῖ νά εἶναι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ αὐτός πού χρησιμοποιεῖ τεχνάσματα τοῦ Διαβόλου, μέ τά ὁποῖα φαίνεται νά κυριαρχεῖ ὁ Πονηρός στόν κόσμο.

Ἐκτός ἀπό αὐτό ὅμως ἡ καταφυγή στόν ὅρκο εἶναι καί ὑποτίμηση τοῦ ἑαυτοῦ μας. Γιατί; Διότι δίνουμε τήν ἐντύπωση στόν συν­ομιλητή μας ὅτι μόνο ὅταν ὁρκιζόμαστε λέμε τήν ἀλήθεια, ἐνῶ τίς ἄλλες στιγμές λέμε ψέματα. Ἔτσι καταντοῦμε νά εἴμαστε ἀναξιόπιστοι· δέν μᾶς ἐμπιστεύεται ἕνας λογικός καί συνετός ἄνθρωπος, διότι ἀτιμάζουμε μόνοι μας τόν ἑαυτό μας. Ἡ ἁμαρτία ἐξευτελίζει συνήθως τόν ἄνθρωπον. Ἀντίθετα ἡ εὐθύτητα καί ἡ εἰλικρίνεια τοῦ προσδίδουν κύρος καί πραγματική ἀξιοπρέπεια. Μόνο ὅσοι ζοῦν σύμφωνα μέ τόν τέλειο Νόμο τῆς ἀλήθειας τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι πραγματικά ἀξιοπρεπεῖς. Τό διαπιστώνουμε αὐτό ἀρνητικά στήν κοινωνία μας; Βεβαιότατα! Ὅλοι οἱ λογικοί ἄνθρωποι ἀντιλαμβάνονται ποιοί ἀπό τούς παράγοντες τῆς κοινωνικῆς, πολιτικῆς καί δημόσιας ζωῆς μας ὑποκρίνονται καί εἶναι ἀναξιόπιστοι, ὁσεσδήποτε διαβεβαιώσεις καί ἔνορκες ὑποσχέσεις καί ἐάν δίνουν.

4. Νά δοῦμε ὅμως καί τούς ὅρκους πού θεωροῦνται ἐπιτρεπόμενοι καί ἀναγκαῖοι. Ὑπάρχουν ἐπιτρεπόμενοι καί ἀναγκαῖοι ὅρκοι; Δέν ἀναφέρει ἡ Ἁγία Γραφή ὅτι ὁ Θεός ὁρκίσθηκε στόν Ἑαυτό του γιά νά βεβαιώσει τούς λόγους πού ἔλεγε καί τίς ὑποσχέσεις πού ἔδινε; (βλ. Ἑβρ. ς΄ 13-18). Δέν ὁρκίσθηκε καί ὁ ἀπ. Παῦλος γιά νά ἀποκρούσει τίς εἰς βάρος του κατηγορίες τῶν ψευδοδιδασκάλων καί νά βεβαιώσει τούς Χριστιανούς ὅτι ἦταν ἀληθινός Ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ καί ἑπομένως δέν ἔπρεπε νά ἀμφιβάλλουν ὡς πρός αὐτά πού τούς δίδασκε; (βλ. Γαλ. α´ 11-12, 20, Α´ Θεσ. β´ 4-5, 10). Τί ἔχουμε νά ποῦμε ὡς πρός τούς ὅρκους αὐτούς; Ὅτι οἱ ὅρκοι αὐτοί εἶναι «πνευματικοί. Δέν ἔγιναν δηλαδή διά κάποιον τυχαῖον καί μικρᾶς σπουδαιότητος λόγον, οὐδέ διά συμφέρον ὑλικόν… Ἀλλά μόνον ὅταν πνευματική ἀνάγκη, ἐξυπηρετοῦσα τήν σωτήριον ἀλήθειαν, ἐπέβαλλε τήν χρῆσιν ὅρκου» (π. Σεραφείμ). Οἱ ἔνορκες ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ, οἱ ἐπικλήσεις τοῦ Θεοῦ ὡς μάρτυρος ἀπό τόν Ἀπόστολο Παῦλο γιά τή ζωή καί τή δράση του, καθώς ἐπίσης καί οἱ ἔνορκες διαβεβαιώσεις ὁρισμένων Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας γιά τήν καθαρότητα τῆς ζωῆς τους καί τό ἀκραιφνές Ὀρθόδοξο φρόνημά τους, δέν ἔχουν καμία σχέση μέ τούς ὅρκους, πού δίνουν συνήθως πολλοί γιά νά ὑποστηρίξουν τά ὑλικά τους συμφέροντα. Εἶναι ὅρκοι πού ἐπιβάλλονταν καί ἔπρεπε νά δοθοῦν, γιά νά στερεωθεῖ ἡ πίστη τῶν ἀνθρώπων.

Ποιοί εἶναι οἱ ἀναγκαῖοι ὅρκοι; Οἱ ὅρκοι τῶν Δημοσίων Ὑπαλλήλων ἐπί τῇ ἀναλήψει τῶν καθηκόντων τους, οἱ ὅρκοι στά Δικαστήρια κ.λπ. Γιατί ἄραγε ἐπιβλήθηκαν αὐτοί οἱ ὅρκοι; Λόγῳ τῆς κακοπιστίας καί τῆς ποικίλης ὑποκρισίας καί ἀδικίας πού ἐπικρατοῦσε στόν κόσμο, οἱ νομοθέτες νόμισαν ὅτι θά ἔθεταν κάποια τάξη καί θά περιόριζαν τό κακό μέ τήν ἐπιβολή τοῦ ὅρκου, τόν ὁποῖο πιθανόν νά ὑπολόγιζαν ὅσοι θά τόν ἔδιναν. Ὅμως εἶναι δεῖγμα ἀπερισκεψίας νά ὁρκίζεσαι στό Εὐαγγέλιο καί νά βεβαιώνεις μέ αὐτό ὅτι θά εἶσαι εὐσυνείδητος ὑπάλληλος κ.λπ., τή στιγμή πού τό Εὐαγγέλιο ἐμποδίζει τόν ὅρκο! Εὐθύς ἐξαρχῆς δηλαδή γίνεσαι καταπατητής μιᾶς ἐντολῆς καί μάλιστα ὄχι ἀνθρώπου ἀλλά τοῦ Θεοῦ· καί πῶς δέν θά γίνεις κατόπιν καταπατητής καί ἄλλων, ἀνθρώπινων ὡς ἐπί τό πλεῖστον, ἐντολῶν; Ἀλλά καί ἡ ἀπόδοση στήν ἐργασία πολλῶν ἰδιωτικῶν ὑπαλλήλων, πού δέν ὁρκίζονται ὅταν ἀναλαμβάνουν ἐργασία, πολύ περισσότερο ἀπό ἀρκετούς δημόσιους ὑπαλλήλους πού ὁρκίζονται, φανερώνει ὅτι δέν εἶναι ἡ ὁρκωμοσία αὐτή πού θά κάνει εὐσυνείδητο τόν ὑπάλληλο.

Ὡς πρός δέ τούς ὅρκους τῶν Δικαστηρίων, ὅπου ὀργιάζει ἡ ψευδορκία, πρέπει νά λεχθεῖ ὅτι ἤδη ἐπιτρέπεται ἡ κατάθεση ἑνός μάρτυρα καί χωρίς ὁρκωμοσία. Ἀρκεῖται τό Δικαστήριο στήν ἐπίκληση τῆς τιμῆς καί συνειδήσεως τοῦ μάρτυρα. Γιά ὅσους λένε «ὁρκίζομαι» κατ᾿ ἀνάγκη ὁ Ἱερός Χρυσόστομος ἔλεγε: «Μία ἐστίν ἀνάγκη ἀπαραίτητος, τό μή προσκροῦσαι Θεῷ» (ΕΠΕ 32, 142).

Νά προσθέσουμε, τέλος, ὅτι εἴτε στό Δικαστήριο ὑποχρεωθεῖ νά ὁρκισθεῖ κάποιος εἴτε κατά τήν ἀνάληψη θέσεως σέ Δημόσια Ὑπηρεσία, πρέπει νά γνωρίζει ὅτι εἶναι παραβάτης τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεανθρώπου «μή ὀμόσαι ὅλως». Καί ὀφείλει γι᾿ αὐτό νά ἐξομολογηθεῖ, γιά νά τακτοποιηθεῖ τό παράπτωμά του σύμφωνα μέ τίς ὁδηγίες τοῦ Πνευματικοῦ.

ΣΥΝΘΗΜΑ: «Ἐγώ δέ λέγω ὑμῖν μή ὀμόσαι ὅλως» (Ματθ. ε΄ 34).