18. «Ὅταν προσεύχῃ, εἴσελθε εἰς τό ταμιεῖόν σου»

Μεταφορτώσεις

Θέμα για τους κυκλάρχες

 

Ἔκφραση καί βασική ἐκδήλωση τῆς πνευματικῆς ζωῆς εἶναι, ὡς γνωστόν, καί ἡ προσευχή. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης μάλιστα γράφει στήν «Κλίμακα» ὅτι ἡ προσευχή εἶναι «ἔσοπτρον προκοπῆς… καταστάσεως δήλωσις» (Λόγ. ΚΗ´, § α´). Εἶναι καθρέπτης πού φανερώνει τήν κατάσταση τοῦ ἐσωτερικοῦ μας κόσμου. Ὁ Κύριός μας θέλοντας νά διορθώσει καί νά καθαρίσει αὐτό τό κάτοπτρο τῆς πνευματικότητας ἀπό τήν κατάσταση, στήν ὁποία τό εἶχαν καταρρίψει οἱ ὑποκριτές Φαρισαῖοι, μετά τή διόρθωση τῆς ἐλεημοσύνης, τήν ὁποία εἴδαμε στήν προηγούμενη συμμελέτη μας, προχωρεῖ καί στήν προσευχή. Τό θέμα ἔχει καί εἰδική ἐπικαιρότητα λόγῳ τῆς ἐνάρξεως τοῦ ΤΡΙΩΔΙΟΥ, πού εἶναι περίοδος περισσότερης καί θερμότερης προσευχῆς.

Μελέτη περικοπῆς· Ματθ. ς΄ 5-8.

1. Ἀρχικά (στ. 5) παρουσιάζει τήν ἐσφαλμένη καί ἀποδοκιμαστέα ἀπό τόν Θεό προσευχή. Πῶς προσεύχονταν οἱ Φαρισαῖοι; Ἐπιδεικτικά. Στέκονταν στά ἐμφανέστερα σημεῖα τῶν Συναγωγῶν, τῶν τόπων τῆς Λατρείας τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ἤ στίς γωνίες τῶν πλατειῶν καί στά σταυροδρόμια καί προσεύχονταν ἐκεῖ, γιά νά τούς βλέπουν καί νά τούς ἐπαινοῦν οἱ ἄνθρωποι ὡς πολύ θρησκευτικά καί πνευματικά πρόσωπα. Ἐξαχρείωση πλήρης! Γιατί; Διότι ἀποκαλύπτει «εἰς ποῖον βαθμόν διαφθορᾶς φθάνει ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ζητῇ δόξαν διά τήν ἀθλίαν σμικρότητά του, εἰς ὥραν καί εἰς στάσιν πού δεικνύει ὅτι ἀναπέμπει δόξαν εἰς τήν ἄπειρον μεγαλειότητα τοῦ Θεοῦ» (π. Σεραφείμ). Τό βαθύτερο ἐλατήριό τους δέν ἦταν νά ἀρέσουν στόν Θεό ἀλλά στούς ἀνθρώπους.

Ὑπάρχει κάτι ἀνάλογον στή δική μας ἐποχή; Ἀσφαλῶς. Ὅταν ἐκκλησιαζόμαστε γιά νά μᾶς δοῦν, γιά νά ἐπιδείξουμε τά ἐνδύματα καί κοσμήματά μας, ὅταν οἱ ἱεροψάλτες ἀγωνίζονται νά προβάλουν τά χαρίσματα τῆς φωνῆς τους, ὅταν δέν λαμβάνουμε τήν ταπεινή στάση τοῦ ἀνθρώπου πού ἔχει ἀνάγκη ἀπό τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ἀλλ᾿ ἀγέρωχη, καί δίνουμε τήν ἐντύπωση ὅτι ὑποχρεώνουμε, κατά κάποιον τρόπο, τόν Θεό μέ τήν παρουσία μας στόν ἱερό Ναό κ.λπ. Τί γίνεται συνήθως στίς Δοξολογίες τῶν ἐθνικῶν μας ἑορτῶν;

Ἡ ἐξωτερική στάση κατά τήν ὥραν τῆς προσευχῆς σχετίζεται ἄραγε μέ τό πνεῦμα αὐτό πού ἀποδοκιμάζεται ἐδῶ ἀπό τόν Κύριο; Μάλιστα. Ὁ Μέγας Βασίλειος γράφει χαρακτηριστικά: Ἐάν κάποιος μπροστά σ᾿ ἕναν κοσμικό ἄρχοντα στέκεται συνεσταλμένος καί προσεκτικός, πόσο περισσότερο πρέπει νά ἰσχύει αὐτό γιά τήν ὥρα τῆς ἐπικοινωνίας μας μέ τόν Θεό, πού εἶναι ἡ προσευχή; Ὁ ἀπρόσεκτος, πού στρέφει «ὧδε κἀκεῖσε» τά μάτια του καί τόν νοῦ του, λέει, «μειζόνως παροξύνει τόν Δεσπότην» (ΕΠΕ 9, 410).

Μήπως ὑπῆρχε καί ἄλλο ἐλατήριο γιά τήν συμπεριφορά αὐτή τῶν ὑποκριτῶν Φαρισαίων; Θυμάστε τά «οὐαί» τοῦ Κυρίου πρός τούς Φαρισαίους; Ἤθελαν νά κερδίσουν τήν ἐμπιστοσύνη τοῦ λαοῦ, γιά νά τούς ἐμπιστεύονται καί τά οἰκονομικά τους ἀγαθά καί νά πλουτίζουν σέ βάρος τῶν ἀδυνάτων ἤ καί τῶν ἀφελῶν. Ὁ λόγος τοῦ Κυρίου εἶναι σαφέστατος: «Οὐαί δέ ὑμῖν, γραμματεῖς καί Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι κατεσθίετε τάς οἰκίας τῶν χηρῶν καί προφάσει μακρά προσευχόμενοι· διά τοῦτο λήψεσθε περισσότερον κρῖμα» (Ματθ. κγ´ 13). Τό φοβερό μάλιστα ἦταν, ὅπως σημειώνει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ὅτι ἐκμεταλλεύονταν ἀνθρώπους πτωχούς, καί ἀντί νά τούς βοηθοῦν, κατέτρωγαν καί αὐτά τά σπίτια τους. «Καί ὁ τρόπος τῆς καπηλείας χαλεπώτερος» (ΕΠΕ 11α, 508). Μέ τό πρόσχημα τῆς προσευχῆς κάλυπταν τή σκληροτάτη φιλαργυρία τους. Γι᾿ αὐτό καί ἡ καταδίκη καί τιμωρία τους ἀπό τόν Θεό θά εἶναι μεγαλύτερη. Κάτι ἀνάλογο μπορεῖ νά συμβεῖ καί στίς ἡμέρες μας; Μάλιστα. Γι᾿ αὐτό χρειάζεται μεγάλη προσοχή, καί γιά νά μήν παρεισφρήσει μέσα μας τέτοιο ἐλατήριο καί γιά νά μήν εἴμαστε ἀφελεῖς ἐμπιστευόμενοι ὁποιονδήποτε παρουσιάζεται εὐλαβής.

Μία τέτοια ὑποκριτική προσευχή εἶναι δυνατόν νά ἔχει ἀμοιβή καί μισθό ἀπό τόν Θεό; Ἀσφαλῶς ὄχι. «Ἀπέχουσι τόν μισθόν αὐτῶν», βεβαίωσε ὁ Κύριος, ὅπως τό εἶπε καί γιά τήν ὑποκριτική ἐλεημοσύνη. Δηλαδή «ἔλαβαν πλήρη τήν ἀμοιβήν τῆς ὑποκριτικῆς των προσευχῆς, εἴτε ἔπαινος καί δόξα, εἴτε ὑλικόν κέρδος ἦτο ἡ προσδοκωμένη ἀμοιβή των» (π. Σεραφείμ). Μισθός ντροπῆς καί τρισάθλιος. Ὁ δέ μισθός τους ἀπό τόν Θεό, ἡ δίκαιη πληρωμή τήν ὁποία τούς ὀφείλει ὁ Θεός, θά εἶναι ἡ τιμωρία τους. Δέν ἔκαναν τίποτε γιά τόν Θεό, σημειώνει ὁ ἱερός Χρυσόστομος. Γι᾿ Αὐτόν «οὐδέν πεποιήκασι» (ΕΠΕ 9, 660). Τά πάντα τά ἔκαναν γιά νά φανοῦν καί νά ἐκμεταλλευθοῦν τούς ἀνθρώπους. Μήν περιμένουν λοιπόν εὐλογία ἀπό τόν Θεό. Ἀντίθετα, τούς ἀναμένει ἡ δίκαιη τιμωρία Του, διότι βεβήλωναν τήν ἱερότητα τῆς συνομιλίας μαζί Του γιά χαμερπεῖς σκοπούς. «Δέν ἠμπορεῖ νά μή τιμωρηθῇ μία τοιαύτη ἀσέβεια, πού δέν διστάζει νά ἐκμεταλλευθῇ, ὄχι μόνον τά ἄλλα κοσμικά πράγματα, ἀλλά καί αὐτήν τήν εὐσέβειαν· πού δέν διστάζει νά εἰσέλθῃ καί εἰς αὐτά τά ἱερά, νά βεβηλώσῃ καί αὐτά τά ἅγια, διά νά ἐπιτύχῃ σκοπούς κοσμικούς» (π. Σεραφείμ).

2. Ἄς ἀλλάξουμε ὅμως τήν ἀτμόσφαιρα. Ἄς φύγουμε ἀπό τό ἀρνητικό καί ἀποκρουστικό παράδειγμα τῶν ὑποκριτῶν Φαρισαίων καί ἄς δοῦμε τί παραγγέλλει στόν 6ο στίχο ὁ Κύριος γιά τόν τρόπο τῆς προσ­ευχῆς μας, γιά νά εἶναι αὐτή θεάρεστη καί εὐπρόσδεκτη σ᾿ Ἐκεῖνον. Τί συνιστᾶ λοιπόν ὁ Κύριος; Νά προσευχόμαστε μακριά ἀπό τά βλέμματα τῶν ἀνθρώπων. Καταργεῖ ἄραγε μέ αὐτό τήν κοινή προσευχή κατά τή Λατρεία; Ὄχι! Ἀλλά τί ἐννοεῖ; «Ὁ Κύριος δέν καταδικάζει ἐνταῦθα τήν δημοσίαν λατρείαν, ἀλλά τάς ἰδιωτικάς προσευχάς, εἰς ἅς ἄνευ ἀνάγκης προσδίδεται δημοσιότης ἐπί τῷ σκοπῷ νά ἐπιτευχθῇ φήμη ἐπί εἰδικῇ ἁγιότητι» (Π. Ν. Τρεμπέλας). Ἐκεῖνο πού ἀποδοκιμάζεται εἶναι τό κοσμικό καί σατανοκίνητο πνεῦμα τῆς ἐπιδείξεως. Μπορεῖ νά προσεύχεσαι μέ ἄλλους καί νά μήν ἐπιδεικνύεσαι, ὅπως μπορεῖ νά προσεύχεσαι μόνος σου στό ἐσώτερο δωμάτιον τῆς οἰκίας σου («ταμιεῖον») καί νά ἔχεις κενοδοξία ἐπιθυμώντας νά γνωρίζουν οἱ ἄλλοι ὅτι τήν ὥρα ἐκείνη προσεύχεσαι μέ εὐλάβεια! Ἐφόσον προσευχόμαστε στόν Θεό, ὁ Ὁποῖος εἶναι «ἀόρατος», ἔλεγε ὁ ἱερός Χρυσόστομος, καί ἡ προσευχή μας πρέπει νά εἶναι «τοιαύτη», δηλαδή ἀόρατη (ΕΠΕ 9, 666), χωρίς διάθεση νά μᾶς δοῦν οἱ ἄνθρωποι, «ἐν τῷ κρυπτῷ», κατενώπιον μόνον τοῦ ἀοράτου Θεοῦ πού παρακολουθεῖ τά πάντα.

Πῶς κατανοεῖτε τόν λόγο τοῦ Κυρίου «ὁ πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ ἀποδώσει σοι ἐν τῷ φανερῷ»; Τί σημαίνει τό ρῆμα «ἀποδώσει»; Ὅτι ὁ Θεός γίνεται, κατά κάποιον τρόπο, ὀφειλέτης πρός αὐτόν ὁ ὁποῖος προσεύχεται ταπεινά. Δέν εἶπε, ὁ Θεός θά σοῦ χαρίσει αὐτό ἤ ἐκεῖνο, ἀλλά θά σοῦ ἀποδώσει. Καί πότε ἀποδίδει ὁ Θεός τόν μισθό καί τήν «ἀμοιβήν διά τήν ἀποφυγήν τῆς ἐπιδείξεως» κατά τήν ὥρα τῆς προσευχῆς; «Αἱ μυστικαί προσευχαί μας λαμβάνουν καί ἐδῶ εἰς τήν γῆν τήν ἀμοιβήν των, καί μάλιστα, ὅταν τά αἰτήματά μας ἀποβλέπουν εἰς τήν ἀπελευθέρωσίν μας ἀπό τήν ἁμαρτίαν καί εἰς τήν ἀπόκτησιν τῆς ἀρετῆς. Ἀλλ᾿ ἡ πλήρης καί τελεία ἀμοιβή θά δοθῇ κατά τήν τελικήν ἀπονομήν τῶν στεφάνων καί τῶν βραβείων, ὁπότε ὅλος ὁ προσευχόμενος καί εἰλικρινῶς τόν Θεόν λατρεύων λαός “φανερωθήσεται ἐν δόξῃ” μετά τοῦ ἐνδόξου Ἀρχηγοῦ τῆς πίστεώς μας (Κολασ. γ´ 4)» (π. Σεραφείμ).

3. Στούς δύο ὑπόλοιπους στίχους (7, 8) ὁ Κύριος μιλᾶ γιά τό περιεχόμενο τῆς προσευχῆς. Ἐνῶ προηγουμένως τόνισε ὅτι πρέπει νά ἀποφεύγεται τό ἐγωιστικό καί κενόδοξο παράδειγμα τῆς προσευχῆς τῶν Φαρισαίων, ἐδῶ ἀποδοκιμάζει τήν προσευχή τῶν ἐθνικῶν, δηλαδή τῶν εἰδωλολατρῶν. Τί σημαίνει ἡ ἐντολή Του «μή βαττολογήσητε ὥσπερ οἱ ἐθνικοί»; Τί ἀποδοκιμάζεται μέ τούς λόγους αὐτούς; Ἡ φλυαρία καί τό νά ζητοῦμε ἀπό τόν Θεό μέ τήν προσευχή μας πράγματα ἀνούσια καί ἀνάξια πνευματικοῦ ἀνθρώπου, «τά μή προσήκοντα…, δυναστείας (=ἀξιώματα) καί δόξας καί τό ἐχθρῶν περιγενέσθαι (=νά νικήσουμε) καί χρημάτων περιουσίας» (ἱερός Χρυσόστομος, ΕΠΕ 9, 666). Βαττολογία εἶναι καί ἡ ἐπανάληψη καί ἡ φορτική πολυλογία. «Ἐκεῖνο δηλαδή τό ὁποῖον εἰς τάς μεταξύ ἡμῶν τῶν ἀνθρώπων συνομιλίας εἶναι ἀπρεπές καί φορτικόν, τοῦτο ἰσχύει πολύ περισσότερον εἰς τήν ἱεράν μετά τοῦ Θεοῦ συνομιλίαν μας» (π. Σεραφείμ).

Τί ἔκαναν οἱ ἐθνικοί; Νόμιζαν ὅτι μέ τήν πολυλογία τους καί τίς φωνές τους θά ἀνάγκαζαν τούς θεούς τους νά ἐκπληρώσουν τελικά τό αἴτημά τους. Γι᾿ αὐτό καί ἐπαναλάμβαναν μέ ἐπίμονες καί μεγαλόφωνες ἐπικλήσεις τά αἰτήματά τους. Ὅμως «ἡ θεία ἀκοή οὐ φωνῆς δεῖται (δέν χρειάζεται) πρός αἴσθησιν· οἶδε γάρ (διότι γνωρίζει) καί ἐν τῷ κινήματι τῆς καρδίας γνωρίσαι τά ἐπιζητούμενα» (Μέγας Βασίλειος, ΕΠΕ 5, 404).

Ἀποδοκιμάζει ἄραγε ὁ Κύριος τή μακρά προσευχή; Ὄχι. Ὁ Κύριος, λέει ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος, «καταφέρεται κατά τοῦ πολλά λέγειν, οὐχί κατά τοῦ πολύ προσεύχεσθαι» (Ὑπόμνημα Π. Ν. Τρεμπέλα). «Δέν καταδικάζεται πᾶσα μακρά προσευχή, τῆς ὁποίας μέτρον εἶναι ἡ πίστις ἑκάστου, ἡ διάθεσις, ὁ πόθος, ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεόν, ἀλλά καταδικάζεται ἡ τυπική καί ἄνευ νοήματος φλυαρία» (π. Σεραφείμ).

Πῶς ἀντιλαμβάνεσθε τήν τελευταία φράση τοῦ Κυρίου «οἶδε γάρ ὁ πατήρ ὑμῶν ὧν χρείαν ἔχετε…»; Ἀφοῦ τά γνωρίζει ὅλα ὁ Θεός, τί χρειάζεται ἡ προσευχή μας; Δέν προσευχόμαστε γιά νά μάθει ὁ Θεός τό τί μᾶς ἀπασχολεῖ, ἀλλά γιά νά ἐκδηλώσουμε τήν ἐξάρτησή μας ἀπό τήν Πρόνοιά Του. Ἐάν δέν ζητοῦμε κάτι ἀπό Ἐκεῖνον, γιατί νά μᾶς τό δώσει; Ποῖος γιατρός σπεύδει γιά τή βοήθεια κάποιου, ὁ ὁποῖος δέν τή θέλει; Προσευχόμενοι ἀναγνωρίζουμε ταπεινά ὅτι Αὐτός εἶναι ἡ πηγή, ἀπό τήν ὁποία ἀναβλύζει «πᾶσα δόσις ἀγαθή καί πᾶν δώρημα τέλειον» (Ἰακ. α´ 17). Ἑπομένως «ἡ προσευχή εἶναι ἀναγκαία διά τόν ἄνθρωπον, οὐχί διά τόν Θεόν» (Ὑπόμνημα Π. Ν. Τρεμπέλα).

ΣΥΝΘΗΜΑ: «Ὅταν προσεύχῃ, εἴσελθε εἰς τό ταμιεῖόν σου» (Ματθ. ς΄ 6).