25. «Οὐ δύνασθε δυσί κυρίοις δουλεύειν»

Μεταφορτώσεις

Θέμα για τους κυκλάρχες

 

Φθάσαμε, σύν Θεῷ, καί στήν τελευταία συμμελέτη μας γιά φέτος. Δέν ὁλοκληρώσαμε βεβαίως τή μελέτη τῆς «ἐπί τοῦ ὄρους ὁμιλίας». Ἐλπίζουμε ὅτι, Θεοῦ θέλοντος, θά συνεχίσουμε τόν προσεχή Νοέμβριο. Ἡ τελευταία συμμελέτη μας ἐπέχει καί θέση ἐπιλόγου καί συμ­περάσματος γιά ὅσα μέ τή Χάρι τοῦ Κυρίου μελετήσαμε ἀπό κοινοῦ στίς συναντήσεις μας. Ἀποτελεῖ φυσική συνέχεια καί συνέπεια αὐτῶν τά ὁποῖα εἴδαμε σχετικά μέ τόν θησαυρισμό καί τόν πλοῦτο, μπορεῖ ὅμως νά γενικευθεῖ καί νά λάβει εὐρύτερη ἐφαρμογή.

Μελέτη περικοπῆς· Ματθ. ς΄ 22-24.

1. Ἄς δοῦμε ἀρχικά τούς δύο πρώτους στίχους τῆς περικοπῆς μας. Τί σημαίνουν αὐτά πού λέει ὁ Κύριος στούς στίχους αὐτούς; Μᾶς βοηθεῖ πολύ ἡ ἑρμηνεία. Μιλᾶ γιά τόν ὀφθαλμό τοῦ σώματος καί ὑπονοεῖ συγχρόνως καί τόν ὀφθαλμό τῆς ψυχῆς. «Ὁ ὀφθαλμός θεωρεῖται ὡς ὄργανον, δι᾿ οὗ (=μέσῳ τοῦ ὁποίου) φῶς εἰσέρχεται ἐντός τοῦ σώματος καί ὑπονοεῖται ὅτι τοῦτο καί πνευματικῶς ἀληθεύει· ὁ ὀφθαλμός τῆς ψυχῆς φωτίζει τό ἐνδότερον αὐτῆς» (Π. Ν. Τρεμπέλας).

Τό σῶμα βλέπει μέ τό μάτι. Δέν εἴμαστε ὅμως οἱ ἄνθρωποι μόνο σῶμα. Ἔχουμε καί ψυχή. Μέ τί βλέπει καί κινεῖται ἡ ψυχή; Μέ τόν νοῦ μέ τόν ὁποῖο μᾶς προίκισε ὁ Πλάστης μας Κύριος. Ὅ,τι εἶναι ὁ ὀφθαλμός γιά τό σῶμα εἶναι ὁ νοῦς γιά τήν ψυχή. Καί «καθάπερ ἐν σώματι τοῦτο σκοποῦμεν (=αὐτό προσέχουμε καί φροντίζουμε), ὥστε τόν ὀφθαλμόν ἔχειν ὑγιῆ, οὕτω καί ἐν τῇ ψυχῇ τόν νοῦν» (ἱερός Χρυσόστομος ΕΠΕ 9, 714). Διότι «ἡ ὅλη κατάστασις τοῦ ἀνθρώπου ὡς πρός τό φῶς, ὡς πρός τήν ὅρασιν, ἐξαρτᾶται ἀπό τήν ποιότητα τοῦ ματιοῦ ἀπό τήν ὑγιεινήν του κατάστασιν. Τοῦτο ἰσχύει καί διά τό μάτι τῆς ψυχῆς. Ἀπό τήν ποιότητα καί τήν ἠθικήν αὐτοῦ κατάστασιν ἐξαρτᾶται ἡ ἠθική κατάστασις τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὅλη ζωή καί κατεύθυνσις αὐτοῦ» (π. Σεραφείμ).

Οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας ἔλεγαν «νοῦς ὁρᾷ καί νοῦς ἀκούει», γιά νά δηλώσουν τή σημασία τοῦ νοῦ γιά τή ζωή μας καί ὅτι ὁ νοῦς εἶναι ἐκεῖνος πού ρυθμίζει τήν ὅλη συμπεριφορά μας. Ὅταν λέμε βεβαίως «νοῦς», δέν ἐννοοῦμε ἁπλά καί μόνο τή διάνοια καί τή διανοητική ἱκανότητα. Ἡ ἔννοια τοῦ νοῦ συμπεριλαμβάνει καί τή συνείδηση, τήν ὁποία ἔχει φυτεύσει μέσα μας ὁ Θεός. Μέ τή συνείδηση θεωροῦμε μία πράξη ὡς ἄξια ἤ μή τοῦ λογικοῦ ἀνθρώπου, ὡς σύμφωνη ἤ μή τήν ἠθική, τή δικαιοσύνη κ.λπ.

Πῶς σχετίζεται ἡ ἔννοια τοῦ νοῦ μέ ὅσα εἴδαμε στήν προηγούμενη συμμελέτη μας γιά τόν θησαυρισμό καί γενικότερα μέ τήν ὅλη στάση καί συμπεριφορά μας στή ζωή; Ἐάν ὁ νοῦς μας θεωρεῖ σπουδαῖο τόν θησαυρισμό τῶν ἐπίγειων ἀγαθῶν, θά στρέφεται ὅλη ἡ ζωή μας σ᾿ αὐτούς τούς θησαυρούς τῆς γῆς. Ἐάν ἀντίθετα ὁ νοῦς μας εἶναι ὑγιής καί βλέπει, σκέπτεται καί κρίνει ὀρθά ὅτι οἱ ἐπίγειοι θησαυροί εἶναι πρόσκαιροι καί δέν ἀναπαύουν τήν ψυχή, τότε δέν θά προσηλώνεται ἡ ψυχή μας στά γήινα, ἀλλά θά στρέφεται πρός τά μόνιμα καί αἰώνια.

Πῶς ἰσχύει αὐτό καί γιά τήν ὅλη ζωή μας; Ἐάν ὁ νοῦς ὡς ὀφθαλμός τῆς ψυχῆς βλέπει καί διακρίνει ὅτι ἡ τάδε συναναστροφή, τό ἄλφα ἤ βῆτα ἐλάττωμα γίνονται αἰτία νά χωλαίνει ἡ πνευματική μας ζωή, τότε ἡ ψυχή μας θά ἀγωνίζεται καί θά κάνει αὐτό πού πρέπει σύμφωνα μέ τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, γιά νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τήν ἁμαρτία καί νά ἐγκολπωθεῖ τήν ἀρετή. Ἐνῶ «ἐάν… ὁ νοῦς, πού σοῦ ἐδόθη ἀπό τόν Θεόν διά νά σέ φωτίζῃ καί νά σέ καθοδηγῇ εἰς πᾶν ὅ,τι ἐξυπηρετεῖ ἀληθῶς τήν ζωήν, ἔγινε σκοτεινός ἀπό τήν κακίαν καί τήν ἁμαρτίαν… ἐάν ὁ νοῦς… ἔγινε κοσμικόφρων καί διεφθάρη, τότε ἡ σάρξ, ἡ ὁποία ποθεῖ τά ἔργα τοῦ σκότους, εἰς πόσον πυκνόν σκότος ἁμαρτίας θά βυθισθῇ; Τότε πόσον μεγάλη θά ἐπακολουθήσῃ ἡ εἰς τό σκότος τῆς ἁμαρτίας καί τῆς διαφθορᾶς κατάπτωσις;…» (π. Σεραφείμ). Αὐτό δέ «τό ἠθικόν σκότος δέον (=πρέπει) νά φοβούμεθα τόσῳ περισσότερον τῆς φυσικῆς τυφλώσεως, ὅσῳ ὁ νοῦς, ἤ ἡ ψυχή ἔχει μεγαλυτέραν ἀξίαν τοῦ σώματος» (Ὑπόμν. Π. Ν. Τρεμπέλα).

Ἐάν ὁ νοῦς εἶναι ἀδαμάντινος καί ἡγεμόνας, ἐάν δηλαδή παραμένει ἀδούλωτος στό κακό καί κυριαρχεῖ στίς σκέψεις καί ἐπιθυμίες τῆς ψυχῆς καί μένει σταθερά προσηλωμένος στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τότε δέν ἐπηρεάζεται ἡ ψυχή μας ἀπό ὁτιδήποτε τό ἁμαρτωλό, ἀλλά ὁ καθαρός νοῦς κατευθύνει τήν ὅλη ὕπαρξή μας στήν τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν.

Μποροῦμε νά συσχετίσουμε τά πιό πάνω καί μέ τό ὅτι τά μελετοῦμε στήν τελευταία μας συνάντηση; Μάλιστα, διότι ὅλο αὐτό τό ἔτος, μέ τήν ἀνάλυση καί ἐμβάθυνση πού κάναμε στήν «ἐπί τοῦ ὄρους ὁμιλία» τοῦ Κυρίου, βοηθηθήκαμε στό νά εἶναι ὑγιής ὁ νοῦς μας, καθαρός καί ἐλεύθερος ἀπό ἁμαρτωλές, σκοτεινές ἐπιρροές. Μᾶς φώτισε ὁ Θεός, ὥστε νά βλέπει ὀρθά ὁ ὀφθαλμός αὐτός τῆς ψυχῆς μας τίς καταστάσεις τῆς ζωῆς καί νά δίνει ἀνάλογες ὁδηγίες στό σῶμα μας. Καί πρέπει νά δοξάζουμε τόν Θεό γιά τή δωρεά Του αὐτή, διότι μποροῦμε – καί πρέπει νά μποροῦμε – νά λέμε καί μεῖς μαζί μέ τόν ἀπόστολο Παῦλο ὅτι πλέον «νοῦν Χριστοῦ ἔχομεν» (Α´ Κορ. β´ 16). Ὁ νοῦς μας λειτουργεῖ καί βλέπει τά πράγματα ὅπως θά τά ἔβλεπε ὁ Χριστός.

2. Ἄς δοῦμε καί τόν τρίτο στίχο τῆς περικοπῆς μας. Ἀρχικά ἀναφέρει ὁ Κύριος μία ἀλήθεια, ἡ ὁποία ἰσχύει γενικά ὡς ἀξίωμα. Ποιά εἶναι ἡ ἀλήθεια αὐτή; Ὅτι δέν εἶναι δυνατόν νά εἶναι κάποιος δοῦλος σέ δύο συγχρόνως κυρίους. Δέν εἶναι δυνατόν νά εἶναι εὐχαριστημένοι μαζί του ὡς πρός τήν ἀπόδοσή του κ.λπ. καί οἱ δύο κύριοι. Ὁ δοῦλος ἀνῆκε ὡς ἰδιοκτησία στόν κύριο, πού τόν εἶχε ἀγοράσει. Δέν μποροῦσε νά ἀνήκει καί σέ ἄλλον, πολύ περισσότερο μάλιστα ὅταν οἱ κύριοι αὐτοί ἦταν ἀντίθετοι μεταξύ τους. Στήν ἱστορία ὑπῆρξαν κατάσκοποι, οἱ ὁποῖοι ἐργάσθηκαν γιά λογαριασμό δύο ἀντιπάλων κρατῶν καί εἶχαν τελικῶς οἰκτρή κατάληξη.

Πῶς σχετίζεται αὐτή ἡ ἀλήθεια μέ τά ὅσα προειπώθηκαν γιά τόν θησαυρισμό; «Ὁ προσκολλῶν τήν καρδίαν του εἰς ὁποιονδήποτε ὑλικόν θησαυρόν, ὄχι μόνον θά σκοτισθῇ, ἀλλά καί θ᾿ ἀποχωρισθῇ ὁλοτελῶς ἀπό τόν Θεόν διά νά καταντήσῃ ἄπιστος καί οἰκτρός εἰδωλολάτρης» (π. Σεραφείμ).

Γι᾿ αὐτό καί καταλήγει ὁ Κύριος: «οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καί μαμωνᾷ». Τί σημαίνει «μαμωνᾶς»; Εἶναι ὁ ψευδοθεός τοῦ πλούτου. Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες τόν ὀνόμαζαν Πλοῦτο. Οἱ Συροχαλδαῖοι τόν ὀνόμαζαν «Μαμωνᾶ». «Προσωποποιεῖται ἐνταῦθα ὡς ἀνταγωνιστής τοῦ Θεοῦ καί ἡ πεῖρα δεικνύει ὅτι ὅστις κατέστησεν ἑαυτόν δοῦλον του δέν δύναται νά δουλεύῃ εἰς ἄλλον τινά» (Ὑπόμν. Π. Ν. Τρεμπέλα). Εἶναι σαφέστατος καί ἀπόλυτος ὁ λόγος τοῦ Κυρίου. Δέν συνδυάζεται ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ μέ τή λατρεία τοῦ πλούτου. Γιατί; Διότι ἄλλα ζητεῖ ὁ Θεός μέ τόν νόμο Του καί ἄλλα ἀπαιτεῖ ὁ πλοῦτος. Ὁ Θεός λέει: «γίνε τίμιος, φιλαλήθης, δίκαιος εἰς ὅλας τάς συναλλαγάς σου· ὁ δέ μαμωνᾶς· κλέψε, ἅρπαξε, ἀπάτησε κ.λπ.» (π. Σεραφείμ).

Φταίει ἄραγε ὁ πλοῦτος; Ὄχι, ἀλλά ἡ δική μας διάθεση καί ἡ ὑποδούλωσή μας σ᾿ αὐτόν. Δέν κατηγορεῖ τούς πλούσιους γενικά ὁ Κύριος, παρατηρεῖ, ὁ ἱερός Χρυσόστομος, «ἀλλά τούς δουλεύον­τας» στόν πλοῦτο. Διότι καί ὁ «Ἰώβ πλούσιος ἦν· ἀλλ᾿ οὐκ ἐδούλευε τῷ μαμωνᾷ… δεσπότης, οὐ δοῦλος ἦν (=ἦταν κύριος τοῦ πλούτου καί ὄχι δοῦλος). Ὥσπερ οὖν ἀλλοτρίων οἰκονόμος ὤν χρημάτων (=σάν νά ἦταν διαχειριστής ξένων χρημάτων), οὕτω πάντα ἐκεῖνα (=τά ὑλικά του ἀγαθά) ἐκέκτητο, οὐ μόνον τά ἑτέρων οὐχ ἁρπάζων, ἀλλά καί τά ἴδια προϊέμενος τοῖς δεομένοις» (=προσέφερε καί τά δικά του στούς ἀναγκεμένους) (ΕΠΕ 10, 12). Καί δέν εἶναι μόνο ὁ Ἰώβ πού ἔδειξε αὐτή τή συμπεριφορά. Ὑπῆρχαν καί ὑπάρχουν ἀρκετοί πλούσιοι, οἱ ὁποῖοι χρησιμοποίησαν καί χρησιμοποιοῦν τόν πλοῦτο τους ὡς διαχειριστές τῆς περιουσίας πού τούς ἐμπιστεύθηκε ὁ Θεός.

Ἰσχύουν ἄραγε αὐτά μόνο γιά τή στάση μας ὡς πρός τόν θησαυρισμό; Ἀσφαλῶς ὄχι. Ἡ φιλαργυρία εἶναι ἕνα ἀπό τά πάθη πού ὑποδουλώνουν τήν ψυχή καί τήν ἀπομακρύνουν ἀπό τήν ὁδό τοῦ Θεοῦ. Ὑπάρχουν ὅμως, ὡς γνωστό, καί ἄλλα πάθη τά ὁποῖα μποροῦν νά μᾶς σύρουν μακριά ἀπό τόν Θεό. Θυμάστε τί γράφει ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος; «Οὐκ οἴδατε ὅτι ἡ φιλία τοῦ κόσμου ἔχθρα τοῦ Θεοῦ ἐστιν;» (Ἰακ. δ´ 4). Ἐάν κάποιος παρασυρθεῖ ἀπό τή νοοτροπία καί συμπεριφορά τοῦ χωρίς φόβο Θεοῦ κόσμου καί σκέπτεται, ζεῖ καί ἐνεργεῖ ὅπως οἱ κοσμικοί ἄνθρωποι, γίνεται αὐτόματα ἐχθρός τοῦ Θεοῦ.

Μπορεῖ νά συσχετισθεῖ καί τό ἀξίωμα αὐτό, «οὐ δύνασθε δυσί κυρίοις δουλεύειν», μέ τό ὅτι κλείνουν γιά φέτος οἱ συμμελέτες μας; Βεβαίως. Ἐφόσον μάθαμε καλά σέ αὐτές τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί θέλουμε νά εἴμαστε δικοί Του, πρέπει νά εἴμαστε μόνο δικοί Του δοῦλοι, προσκολλημένοι σ᾿ Αὐτόν, ἀκριβεῖς τηρητές τῶν ἐντολῶν Του. Κανείς ἄλλος καί τίποτε ἄλλο δέν πρέπει νά ἑλκύσει τήν καρδιά μας. Ὁ ὕμνος τῆς Ἐκκλησίας μας: «Ἡ καρδία μου πρός σέ, Λόγε, ὑψωθήτω καί οὐδέν θέλξει με τῶν τοῦ κόσμου τερπνῶν πρός χαμαιζηλίαν», ἄς εἶναι πραγματικότητα καί γιά μᾶς.

ΣΥΝΘΗΜΑ: «Οὐ δύνασθε δυσί κυρίοις δουλεύειν» (Ματθ. ς΄ 24).