22. «Οὐχ ὡς ἐγώ θέλω… γενηθήτω τό θέλημά σου»

Μεταφορτώσεις

Θέμα για τους κυκλάρχες

 

Πλησιάζουμε καί φέτος στίς ἅγιες ἡμέρες τῶν σεπτῶν Παθῶν τοῦ Κυρίου μας, οἱ ὁποῖες προκαλοῦν σέ ὅλους μας συγκίνηση καί συγκλονισμό ψυχῆς. Τά πάντα κατά τή Μεγάλη Ἑβδομάδα μιλοῦν μέ τρόπο ἐντυπωσιακό γιά τήν ἀνεξιχνίαστη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, γιά τήν ἀνερμήνευτη συγκατάβασή Του, ἀλλά καί γιά τήν ἀχαριστία τοῦ εὐεργετημένου περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλον λαοῦ τοῦ Ἰσραήλ. Ὡς μία συμβολή στήν ἑτοιμασία μας ἐν ὄψει τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, θά ἔχουμε τήν παρούσα συμμελέτη.

Μελέτη περικοπῆς· Ματθ. κς´ 36-46.

1. Στήν περικοπή αὐτή ἔχουμε μία ἀπό τίς πλέον συγκλονιστικές στιγμές τῆς ἐπίγειας ζωῆς τοῦ Κυρίου. Ἔφθασε ἡ ὥρα τοῦ μαρτυρίου Του, πράγμα πού τό γνωρίζει ὡς Παντογνώστης. Στήν ὥρα αὐτή φάνηκε καί τό ἀνθρώπινο στοιχεῖο τῆς ὑπάρξεώς Του. Πῶς ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι ἐκδηλώνεται ἐδῶ ὁ Κύριος καί ὡς ἄνθρωπος; Ἀπό τίς λέξεις πού χρησιμοποιεῖ ὁ ἱερός Εὐαγγελιστής: «ἤρξατο λυπεῖσθαι καί ἀδημονεῖν» καί «περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου». «Δηλαδή ἤρχισε νά καταλαμβάνεται ὄχι μόνον ἀπό μεγάλην λύπην, ἀλλά καί ἀπό ἔκπληξιν διά τό σκληρόν πάθημα, πού τοῦ ἑτοίμαζαν μέ πρωτοφανές μῖσος αὐτοί, τούς ὁποίους αὐτός τόσον ἠγάπησεν» (Ἀρχιμ. Γεωργίου Δημοπούλου, «Τά Πάθη τά σεπτά», ἐκδ. «Ὁ Σωτήρ», Ἀθῆναι 200410, σελ. 28) «Λυπεῖσθαι», «ἀδημονεῖν», «περίλυπος». Ἔντονες λέξεις μέ βαθύ νόημα. Δέν λέει «λυπημένος» ἀλλά «περίλυπος», πράγμα πού φανερώνει τήν πολύ μεγάλη λύπη Του. Ἦταν τόσο λυπημένος, «ὥστε νά νομίζῃ τις ὅτι δέν θά ἀνθέξῃ… ἀλλά θά ἀποθάνῃ» (Ὑπόμν. Π. Ν. Τρεμπέλα).

Τί ἄλλο φανερώνει τήν ἀνθρώπινη φύση Του; Καί τό ὅτι ἔδειξε ὅτι εἶχε ἀνάγκη συμπαραστάσεως. Ζήτησε ἀπό τούς Μαθητές νά Τόν συντροφεύσουν στήν ὥρα τῆς ἀγωνίας Του.

Γιατί ἄραγε πῆρε μέσα στόν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ μόνο τούς τρεῖς Μαθητές Του; «Δέν ἐπῆρεν ὅλους τούς μαθητάς μαζί Του ἀπό ἄκραν πρός αὐτούς ἀγάπην καί ἀπό πατρικόν ἐνδιαφέρον κινούμενος. Δέν ἤθελε κατά τήν προχωρημένην ἐκείνην ὥραν τῆς νυκτός νά γίνουν οἱ μαθηταί θεαταί τῆς ἀγωνίας Του καί νά λυπηθοῦν ἀπό τοῦ Διδασκάλου τήν στενόχωρον κατάστασιν. Θά ἦσαν ἀρκετά τά ὅσα θά ἐδοκίμαζαν ἀργότερον, νά γεμίζουν τήν ψυχήν των ἀπό λύπην καί ἀθυμίαν… Ἀλλ᾿ ἐάν οἱ ὀκτώ μαθηταί ἔπρεπε νά μή γίνουν μάρτυρες τῆς ἀγωνίας Του, ὅμως δέν θά ἔπρεπε νά λείπουν ἐντελῶς μάρτυρες ταύτης. Καί ἀκριβῶς δι᾿ αὐτό παραλαμβάνει τούς τρεῖς. Προτιμᾷ δέ τούτους καί ὄχι ἄλλους, διότι αὐτοί ἔγιναν μάρτυρες καί τῆς δόξης καί τοῦ μεγαλείου Του κατά τήν ὥραν τῆς θείας Του μεταμορφώσεως» («Τά πάθη τά σεπτά» σελ. 29). Θυμάστε τό Κοντάκιον τῆς ἑορτῆς τῆς Μεταμορφώσεως; «Ἐπί τοῦ ὄρους μετεμορφώθης, καί ὡς ἐχώρουν οἱ Μαθηταί σου τήν δόξαν σου, Χριστέ ὁ Θεός, ἐθεάσαντο· ἵνα ὅταν σέ ἴδωσι σταυρούμενον, τό μέν πάθος νοήσωσιν ἑκούσιον, τῷ δέ κόσμῳ κηρύξωσιν, ὅτι σύ ὑπάρχεις ἀληθῶς τοῦ Πατρός τό ἀπαύγασμα». Ἡ θέα τῆς δόξας Του στό Θαβώρ δέν θά ἐπέτρεπε νά σκανδαλισθοῦν, ὅταν θά Τόν ἔβλεπαν αἱμόφυρτο στόν Γολγοθᾶ. Θά ἐννοοῦσαν ὅτι ἔπασχε ἑκουσίως γιά τή σωτηρία μας.

Ζήτησε δέ τή συμπαράστασή τους ὡς ἄνθρωπος, μολονότι γνώριζε ὡς Θεός ὅτι δέν θά τοῦ πρόσφεραν κατ᾿ οὐσίαν τίποτε. Κάτι ἀνάλογο μποροῦμε νά σκεφθοῦμε γιά τήν ἐποχή μας; Ἀσφαλῶς. Περιμένει Ἐκεῖνος τή συμπαράσταση τῶν δικῶν Του πάντοτε καί μάλιστα σέ καιρούς κρίσιμους γιά τήν Ἐκκλησία Του, ἡ ὁποία δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά «ὁ Ἰησοῦς Χριστός μεθ᾿ ἡμῶν καί εἰς τούς αἰῶνας ἐπεκτεινόμενος».

2. Γιατί ὅμως κυριεύθηκε ἀπό λύπη καί ἀδημονία ἡ ψυχή τοῦ Κυρίου; Δέν γνώριζε ὅτι γι᾿ αὐτό τό μαρτύριο ἦλθε στή γῆ; Ἀσφαλῶς τό γνώριζε καί μέ κάθε λεπτομέρεια μάλιστα. Βλέπει ὅμως καί σκέπτεται τήν ἀχαριστία τῶν ἀνθρώπων καί πικραίνεται ἡ ψυχή Του. Ἦταν, εἴπαμε, καί ἄνθρωπος. «Ἄς ἐθεράπευσε τούς παραλύτους, πού τοῦ ἔφεραν. Αὐτοί θά τόν προσηλώσουν εἰς τόν σταυρόν! Ἄς ἐπανέφερεν εἰς τήν ζωήν τούς νεκρούς των. Αὐτοί θά θανατώσουν τόν Ἀρχηγόν τῆς ζωῆς. Ἄς ἔβγαλεν ἀπό τό μνῆμα τετραήμερον τόν Λάζαρον μέ τόν παντοδύναμον λόγον του. Αὐτοί τόν Ἀθάνατον Λόγον θά περικλείσουν εἰς τό μνημεῖον! Τά γνωρίζει αὐτά ὁ Κύριος, τά προβλέπει καί γεύεται ἐκ προτέρου τήν ἀνέκφραστον ὀδύνην καί δοκιμάζει τήν φρικτήν ἀγωνίαν» (Ἀρχιμ. Χριστοφόρου Παπουτσοπούλου, «Χριστός ἐσταυρωμένος», ἐκδ. «Ὁ Σωτήρ», Ἀθῆναι 19838, σελ. 119).

Τί ἄλλο αὔξανε τήν ἀγωνία Του; Ἡ συμπεριφορά τῶν Μαθητῶν Του: Ἡ προδοσία τοῦ Ἰούδα, ἡ ἄρνηση τοῦ Πέτρου, ἡ φυγή καί ἡ δειλία τῶν ἄλλων. Ὅλα αὐτά τοῦ ἦταν γνωστά ἐκ τῶν προτέρων. Ὅπως καί τό ὅτι πολλοί ἄνθρωποι διά μέσου τῶν αἰώνων θά ἔδειχναν ἀδιαφορία γιά τή θυσία Του γιά τή σωτηρία τους.

Ποιό ἀκόμη ἦταν τό πλέον ὀδυνηρό γιά Ἐκεῖνον; Αὐτό πού θά γινόταν στόν Σταυρό τοῦ Γολγοθᾶ: Θά ἐγκαταλειπόταν ὄχι μόνο ἀπό τούς ἀνθρώπους, ἀλλά καί ἀπό αὐτόν τόν οὐράνιο Πατέρα Του. Αὐτή ἡ ἐγκατάλειψη ἀπό τόν Πατέρα, τήν ὁποία σκεπτόταν, κορύφωνε τή λύπη του «ἕως θανάτου». Ἦταν μαρτύριο ὀδυνηρό, ἀσυγκρίτως ὀδυνηρότερο ἀπό τόν πόνο πού θά αἰσθανόταν ἀπό τά καρφιά τοῦ Σταυροῦ.

Γιά ποιούς αἰσθανόταν αὐτόν τόν ψυχικό πόνο καί τήν ἀγωνία ὁ Κύριος; Γιά δική μας χάρη, τῶν ἀναξίων τῆς ἀγάπης Του, τῶν ἀχαρίστων καί πονηρῶν καί ἁμαρτωλῶν. Πόσο πρέπει νά μᾶς συγκλονίζει αὐτό καί νά μᾶς παρακινεῖ σέ μετάνοια καί σέ ἀγώνα εὐαρεστήσεως ἐνώπιόν Του!

3. Νά προσέξουμε καί τούς λόγους Του κατά τή συγκλονιστική ἐκείνη προσευχή τῆς ἀγωνίας Του, ἡ ὁποία ἔγινε μεγαλόφωνα, γιά νά τόν ἀκοῦν οἱ Μαθητές. Γιατί παρακάλεσε καί μάλιστα τρεῖς φοράς τόν Πατέρα Του, ἐάν ἦταν δυνατόν, νά ἀποφύγει τό πικρό ποτήρι τοῦ θανάτου; Φοβόταν τόν θάνατο; Ὄχι, ἀλλά δέν ἤθελε τόν θάνατο. Γιατί; Διότι ὁ θάνατος ἦλθε ὡς συνέπεια τῆς ἁμαρτίας (βλ. Γεν. β´ 17). Ἦταν ἀναμάρτητος καί δέν ἤθελε νά γευθεῖ τόν πικρότατο καρπό τῆς ἁμαρτίας. Ἀναφέραμε ἤδη ὅτι ἦταν καί ἄνθρωπος. Ἡ δέ ἀνθρώπινη φύση, ἡ ὁποία ἐξαρχῆς πλάσθηκε μέ τή δυνατότητα τῆς ἀθανασίας, δέν θέλει τόν θάνατο. Ὡς τέλειος ἄνθρωπος αἰσθανόταν ἀποστροφή πρός τόν θάνατο.

Ἐνῶ ὅμως ἀποστρεφόταν τόν θάνατο καί σάν νά δίσταζε, κατά κάποιον τρόπο, ἐνώπιόν του, ἐν τούτοις ὑπέταξε τό ἀνθρώπινο θέλημά Του στό θέλημα τοῦ οὐρανίου Πατρός. Τί εἶπε; «πλήν οὐχ ὡς ἐγώ θέλω, ἀλλ᾿ ὡς σύ… γενηθήτω τό θέλημά σου». Ἔγινε ἔτσι μεγάλο, τέλειο καί αἰώνιο ὑπόδειγμα ὑποταγῆς στό θεῖο θέλημα μέ κάθε αὐταπάρνηση. Ἐδῶ ἔγκειται τό μεγαλεῖο τῆς θυσίας Του, «…προκειμένου νά γίνῃ τό θέλημα τοῦ Πατρός καί νά σωθῇ διά τῆς θυσίας ὁ κόσμος ἐκ τῆς ἁμαρτίας» (βλ. «Τά Πάθη τά σεπτά», σελ. 38).

Τί σημαίνει αὐτό γιά μᾶς; Ὅτι χωρίς αὐταπάρνηση καί πνεῦμα θυσίας, δέν εἶναι δυνατόν νά ὑποτάξουμε τό θέλημά μας στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἐάν δέν συμμορφωνόμαστε μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, μέ ὅσα Ἐκεῖνος παραγγέλλει, μέχρι λεπτομερειῶν τῆς ζωῆς μας, ὀφείλεται στό ὅτι δέν εἴμαστε ἄνθρωποι θυσίας τοῦ ἐγώ μας, δέν ἔχουμε αὐταπάρνηση. Γιά νά πεῖ κανείς μαζί μέ τόν Δαβίδ πρός τόν Θεό, «διά τούς λόγους τῶν χειλέων σου ἐγώ ἐφύλαξα ὁδούς σκληράς» (Ψαλ. ις´ [16] 4), πρέπει νά εἶναι ἀποφασισμένος γιά θυσίες.

4. Νά προσέξουμε ὅμως καί τή στάση τῶν Μαθητῶν. Ἀποδείχθηκαν κατώτεροι τῶν περιστάσεων. Δέν εἶχαν λάβει βεβαίως ἀκόμη τή Χάρι τοῦ Παναγίου Πνεύματος, πράγμα πού σημαίνει ὅτι χωρίς τή θεία Χάρι, δέν εἴμαστε τίποτε. Γιατί ἀπευθύνεται εἰδικά στόν Πέτρο ὁ Κύριος, ἐλέγχοντας τούς Μαθητές γιά τό ὅτι κυριεύθηκαν ἀπό ὑπνηλία καί δέν τοῦ συμπαραστάθηκαν, ὅπως ἤθελε; Διότι ὁ Πέτρος Τόν εἶχε διαβεβαιώσει προηγουμένως ὅτι γιά χάρη Του ἦταν ἕτοιμος νά θυσιάσει καί τή ζωή του (βλ. Ἰω. ιγ´ 37-38). Ἔρχεται λοιπόν κοντά στόν κοιμώμενο Πέτρο καί σάν νά τοῦ λέει: «Γρηγορῆσαι οὐκ ἴσχυσας μετ᾿ ἐμοῦ, καί ὑπέρ ἐμοῦ τήν ψυχήν σου θήσεις;» (ἱερός Χρυσόστομος, ΕΠΕ 12, 226).

Ἐνῶ ὅμως οἱ Μαθητές Του κοιμοῦνταν, ἀντίθετα οἱ ἐχθροί Του, οἱ Γραμματεῖς καί οἱ Ἀρχιερεῖς, κινοῦνταν δραστήρια ἐναντίον Του καί ὁ προδότης μαθητής ἄγρυπνος ὁδηγοῦσε τά βήματα τῶν ἐχθρῶν Του πρός σύλληψή Του. Μήπως καταλαμβάνει ὑπνηλία καί σήμερα ἀρκετούς πιστούς; Μάλιστα. Μένουν ἀδιάφοροι καί ράθυμοι, ἀδρανεῖς καί νυσταλέοι, τή στιγμή πού οἱ ἐχθροί τοῦ Κυρίου κινοῦνται ἀπό κάθε κατεύθυνση γιά νά πλήξουν τήν Ἐκκλησία Του.

Τί συνέστησε ὁ Κύριος στούς Μαθητές πού νύσταζαν; Ἐγρήγορση καί προσευχή. Καί δέν ἀρκεῖ γι᾿ αὐτό ἡ καλή διάθεση. Χρειάζεται προσπάθεια ἀπό μέρους μας, ἀλλά καί ἡ ἄνωθεν βοήθεια. «Οἱ μαθηταί εἶχον τήν διάθεσιν νά ὑπακούσωσιν, ἀλλ᾿ ἡττῶντο ὑπό τῆς ἀσθενείας τῆς σαρκός… Ἀντιμετώπιζεν ἤδη καί αὐτός τόν πειρασμόν καί ἐνεδυναμώθη πλήρως διά τῆς προσευχῆς. Ἐπιθυμεῖ, ἵνα καί αὐτοί προστατευθῶσι κατά τοῦ ἐπερχομένου πειρασμοῦ διά τοῦ αὐτοῦ μέσου τῆς προσευχῆς» (Π. Ν. Τρεμπέλας). Ἡ ἐπιθυμία Του αὐτή καί ἡ παραγγελία Του πρός τούς Μαθητές ἄς γίνουν γιά ἐμᾶς κανόνας ζωῆς, ἐάν θέλουμε νά διατηροῦμε τήν ψυχή μας ἀμόλυντη ἀπό τίς ἐπιδράσεις τοῦ πονηροῦ. Ἡ ἐγρήγορση καί ἡ προσευχή θά μᾶς σώζουν, ὅσο μεγάλοι κι ἄν εἶναι οἱ πειρασμοί πού μᾶς περιβάλλουν.

ΣΥΝΘΗΜΑ: «Οὐχ ὡς ἐγώ θέλω… γενηθήτω τό θέλημά σου» (Ματθ. κς΄ 39, 42).