23. «Οὐκ ἔστιν ὧδε· ἠγέρθη γάρ καθώς εἶπε»

Μεταφορτώσεις

Θέμα για τους κυκλάρχες

 

Ἀναστάσιμο

Χριστός Ἀνέστη! Λάμπουν ἀπό χαρά τά πρόσωπά μας! Τά πάν­τα σκιρτοῦν ἀπό ἀγαλλίαση. Νικήθηκε ὁ θάνατος. Ὁ ἐμπνευσμένος καί χαρισματοῦχος ὑμνωδός τῆς Ἐκκλησίας μας ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός καλεῖ τά σύμπαντα νά εὐφρανθοῦν γιά τό τρισμέγιστο γεγονός: «Οὐρανοί μέν ἐπαξίως εὐφραινέσθωσαν· γῆ δέ ἀγαλλιάσθω· ἑορταζέτω δέ κόσμος ὁρατός τε ἅπας καί ἀόρατος· Χριστός γάρ ἐγήγερται εὐφροσύνη αἰώνιος». Μέσα στήν ἀτμόσφαιρα αὐτή τῆς ἀναστάσιμης χαρᾶς θά μελετήσουμε καί φέτος τό γεγονός τῆς λαμ­προφόρου Ἀναστάσεως, τό ὁποῖο μεταδίδει πολλά καί σπουδαῖα μηνύματα.

Μελέτη περικοπῆς· Ματθ. κη´ 1-10.

1. Ἡ περικοπή παρουσιάζει ἐνώπιόν μας τήν ἐπίσκεψη δύο Μαθητριῶν τοῦ Κυρίου στόν Πανάγιο Τάφο Του. Ποιά ὥρα ξεκίνησαν γι᾿ αὐτήν; Τί σημαίνει ἡ λέξη «ἐπιφωσκούσῃ»; Τήν ὥρα πού ἔφευγε ἡ νύκτα καί ἄρχισε νά ἀχνοφέγγει ἡ ἡμέρα. Δέν περίμεναν νά ἀνατείλει ὁ ἥλιος. Αὐτό φανερώνει τή λαχτάρα τῆς ψυχῆς τους νά φθάσουν στόν Τάφο. Πῶς δέν φοβήθηκαν νά ἔλθουν τέτοια ὥρα στόν Τάφο, στόν ἄγριο τόπο τοῦ Γολγοθᾶ, ὅπου βρίσκονταν καί οἱ ἄξεστοι Ρωμαῖοι στρατιῶτες; «Ὅταν ἡ ἀγάπη φλογίζῃ τήν καρδίαν, ὑπάρχει περιθώριον διά φόβον; Εἶναι τόσον ἰσχυρά ἡ ἀγάπη, ὅταν μάλιστα ἀναφέρεται εἰς τόν Θεόν, ὥστε ἀποδιώκῃ κάθε ἄλλο συναίσθημα ἀπό τήν καρδίαν τοῦ ἀνθρώπου καί τόν ἀναδεικνύει ἥρωα. Φύσει δειλαί εἶναι αἱ γυναῖκες· ὅταν ὅμως ἀπό τήν θείαν ἀγάπην τρωθῇ (κεντηθῆ) ἡ καρδία των… εἶναι ἕτοιμοι διά τήν ἀγάπην αὐτήν νά παραδώσουν καί αὐτήν ἀκόμη τήν ζωήν των εἰς θάνατον» (Ἀρχιμ. Γεωργίου Δημοπούλου, «Ὁ Νικητής τοῦ θανάτου», ἐκδ. «Ὁ Σωτήρ», Ἀθῆναι 19773, σελ. 12).

Τί διδασκόμαστε ἀπό αὐτό; Ὅτι πρέπει νά θερμανθεῖ καί νά αὐξηθεῖ ἡ ἀγάπη τῆς καρδιᾶς μας πρός τόν Κύριο. Ἐάν παρουσιαζόμαστε ράθυμοι στά πνευματικά (προσευχή, Λατρεία, μελέτη κ.λπ.), ὀφείλεται στό ὅτι δέν ἀγαποῦμε ὅσο πρέπει τόν Κύριο. Ἐάν διστάζουμε νά ὁμολογήσουμε τήν πίστη καί ἀφοσίωσή μας σ᾿ Ἐκεῖνον, ὀφείλεται καί πάλι στήν ἐλάχιστη καί σχεδόν μηδαμινή ἀγάπη τῆς καρδιᾶς μας πρός τό Πρόσωπό Του.

2. Ὁ ἅγιος εὐαγγελιστής Ματθαῖος ἀναφέρει στή συνέχεια ὅτι ἔγινε μεγάλος σεισμός (στ. 2). Ἦταν ἄραγε τό φυσικό φαινόμενο τοῦ σεισμοῦ πού γνωρίζουμε; Τί ἀναφέρει τό κείμενο καί ἡ ἑρμηνεία του; Ἦταν ὑπερφυσικός ὁ σεισμός ἐκεῖνος. «Ὁ ἐργάτης καί αἴτιος τοῦ σεισμοῦ ἦν ἄγγελος Κυρίου… ὁ σεισμός ἐγένετο διά νά προσδώσῃ μεγαλεῖον καί ἐπισημότητα εἰς τό ὑπερφυές τῆς ἀναστάσεως γεγονός καί ἐχρησίμευσεν ἵνα διεγερθῇ ἡ προσοχή τῶν φυλάκων τοῦ τάφου» (Ὑπόμν. Π. Ν. Τρεμπέλα).

Γιατί «ἀπεκύλισε τόν λίθον ἀπό τήν θύρα τοῦ μνημείου» ὁ ἄγγελος; Γιά νά ἐξέλθει ὁ Κύριος ἤ γιά νά δοῦν οἱ ἄνθρωποι τόν κενό Τάφο Του; Γιά τό δεύτερο. Ὁ ἀναστάς Κύριος ἐξῆλθε ἀπό τό μνημεῖο, ἐνῶ ἦταν ἀκόμη σφραγισμένο. Δέν Τόν ἐμπόδιζε τίποτε. Ἀναστήθηκε αὐτεξουσίως ὡς παντοδύναμος Κύριος τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου. Τό τονίζει ἐξαίρετα ὁ ἱερός ὑμνωδός: «Κύριε, ὥσπερ ἐξῆλθες ἐσφραγισμένου τοῦ τάφου, οὕτως εἰσῆλθες καί τῶν θυρῶν κεκλεισμένων πρός τούς Μαθητάς σου». «Ἀπεκυλίσθη» ὁ λίθος, γιά νά δοῦν ἐχθροί (οἱ στρατιῶτες) καί φίλοι (οἱ γυναῖκες) τόν ἄδειο Τάφο καί νά συγκλονισθοῦν.

Τρόμος καί ἀγωνία κυρίευσε τούς στρατιῶτες. Γιατί; Πρωτίστως λόγῳ τῆς ἀπαστράπτουσας ἐμφανίσεως τοῦ Ἀγγέλου. Ἔγιναν «ὡσεί νεκροί». Λιποθύμησαν. «Οἱ γάρ τοῦτον φυλάσσοντες ἀπό τοῦ φόβου ἀπενεκρώθησαν», ψάλλει πάλι ὁ ἱερός ὑμνωδός. Ἄν ὅμως ἕνας Ἄγγελος Κυρίου προκάλεσε τέτοιο τρόμο στούς φρουρούς, τί θά συνέβαινε ἄραγε, ἐάν ἔβλεπαν τόν ἴδιο τόν Παντοκράτορα νά ἐξέρχεται ἀπό τό μνημεῖο; Ἐνώπιον τοῦ μεγαλείου Του συγκλονίζονται τά σύμπαντα. Ἐκεῖνος εἶναι «ὁ ἐπιβλέπων ἐπί τήν γῆν καί ποιῶν αὐτήν τρέμειν», ὅπως τονίζει ὁ θεόπνευστος Ψαλμωδός Δαβίδ (Ψαλ. ργ´ [103] 32). Μήν τό λησμονοῦμε αὐτό ποτέ. Ἔχουμε Θεό Παντοκράτορα.

3. Ἐνῶ ὅμως εἶχαν παραλύσει ἀπό τόν τρόμο τους οἱ στρατιῶτες, ὁ Ἄγγελος στρέφεται πρός τίς Μαθήτριες, οἱ ὁποῖες ἦταν φυσικό νά ταραχθοῦν ἀπό τή θέα του, καί λέει: «μή φοβεῖσθε ὑμεῖς». Γιατί προσέθεσε τό «ὑμεῖς»; Δέν ἦταν ἀρκετό τό «μή φοβεῖσθε»; Ὁ ἑρμηνευτής Ζιγαβηνός γράφει ὅτι μέ αὐτό εἶναι σάν νά εἶπε: «Μή φοβεῖσθε ὑμεῖς, ἀλλ᾿ οὗτοι, δηλαδή οἱ φύλακες καί πάντες οἱ ἐχθροί τοῦ Κυρίου» (Ὑπομν. Π. Ν. Τρεμπέλα). Ἐσεῖς δέν ἔχετε κανένα λόγο νά φοβάστε. Ἀντίθετα νά χαίρεστε, διότι νίκησε ὁ Διδάσκαλός σας. «Ἠγέρθη καθώς εἶπε». Ἀναστήθηκε, ὅπως τό εἶχε προείπει, ὅταν μίλησε γιά τό Πάθος, πού τόν ἀνέμενε (βλ. Ματθ. κ´ 17-19).

Καί ἀνήγγειλε ἀμέσως σ᾿ αὐτές τό θαῦμα τῆς Ἀναστάσεως, παραγγέλλοντας συγχρόνως νά τό ἀνακοινώσουν στούς Μαθητές Του. Πόση ἀλήθεια ἡ τιμή πού ἔγινε στίς γυναῖκες ἐκεῖνες! Ἔγιναν οἱ πρῶτοι μάρτυρες καί κήρυκες τῆς Ἀναστάσεως. Πρῶτες αὐτές ἄκουσαν τό «ἠγέρθη» ὁ Κύριος. Τιμή μέγιστη γιά τό γυναικεῖο φύλο! Ὡς πρός τή χάρη αὐτή πού ἐπιφυλάχθηκε στίς γυναῖκες, οἱ ἱεροί ὕμνοι τῆς Ἐκκλησίας μας παρουσιάζουν καί ἄλλη ἀλήθεια. Συσχετίζουν τίς Μυροφόρες μέ τήν Εὔα. Ἀπό τήν Εὔα προῆλθε ἡ λύπη, μέ τίς Μυροφόρες ἀναγγέλθηκε ἡ χαρά. Τό «Κοντάκιον» τῆς Κυριακῆς τῶν Μυροφόρων τονίζει: «Τό χαῖρε ταῖς Μυροφόροις φθεγξάμενος τόν θρῆνον τῆς προμήτορος Εὔας κατέπαυσας, τῇ Ἀναστάσει σου, Χριστέ ὁ Θεός…». Καί τό «Ἐξαποστειλάριον» προσθέτει: «Γυναῖκες ἀκουτίσθητε (=ἀκοῦστε καί διαδῶστε) φωνήν ἀγαλλιάσεως· τύραννον ᾍδην πατήσας, φθορᾶς ἐξήγειρα κόσμον δράμετε φίλοις (=στούς Ἀποστόλους) εἴπατε, τοῖς ἐμοῖς εὐαγγέλια· βούλομαι γάρ τό πλάσμα μου, χαράν ἐκεῖθεν αὐγάσαι (=νά ἀνατείλει ἡ χαρά ἀπό ἐκεῖ, ἀπό γυναίκα), ἐξ ἧς (τῆς Εὔας) προῆλθε ἡ λύπη».

4. Ἡ μεγαλύτερη ὅμως τιμή πού ἔγινε τή στιγμή ἐκείνη στίς δύο αὐτές Μαθήτριες ἀναφέρεται στή συνέχεια, ἐνῶ ἔφευγαν πλημμυρισμένες ἀπό φόβο γιά τήν ἀγγελική ὀπτασία καί ἀπό χαρά γιά τό ἄγγελμα τῆς Ἀναστάσεως. Ποιά ἡ τιμή αὐτή; Ἀξιώθηκαν νά δοῦν πρῶτες τόν Νικητή τοῦ θανάτου, νά ἀκούσουν πρῶτες τόν χαιρετισμό Του καί νά Τόν προσκυνήσουν! «Καμμία ἀνθρωπίνη διάνοια δέν ἠμπορεῖ νά ἀναπαραστήσῃ τήν σκηνήν ἐκείνην, ὅταν ὁ ἀναστάς Κύριος ἐνεφανίσθη τό πρῶτον εἰς τάς μυροφόρους γυναῖκας. Καμμία ἀνθρωπίνη καρδία δέν ἠμπορεῖ νά δοκιμάσῃ τό αἴσθημα τῆς χαρᾶς τῆς βαθυτάτης, ἡ ὁποία κατεπλημμύρισε τάς ἁγίας ἐκείνας ψυχάς, ὅταν ἀπό τό στόμα τοῦ Κυρίου ἠκούσθη ὁ ἀναστάσιμος χαιρετισμός, ἡ θεία ἐκείνη καί οὐρανία φωνή “χαίρετε”. “Χαίρετε”, μυροφόροι γυναῖκες, αἱ ὁποῖαι τόσην λύπην διά τό θάνατόν μου ἐδοκιμάσατε. “Χαίρετε”, ἐκλεκταί μαθήτριαι, αἱ ὁποῖαι πρῶται ἐσπεύσατε εἰς τό μνημεῖον, διά νά εὕρητε παρηγορίαν πλησίον τοῦ Διδασκάλου σας. “Χαίρετε”, εὐαγγελίστριαι, αἱ ὁποῖαι θά μεταδώσετε τό μέγα μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως εἰς τούς φοβισμένους Ἀποστόλους» (Ἀρχιμ. Χριστοφόρου Παπουτσοπούλου, «Χριστός Ἀναστάς», ἐκδ. «Ὁ Σωτήρ», Ἀθῆναι 19712, σελ. 59-60).

Ὡς πρός τήν τιμή νά δεῖ πρώτη ἡ γυναίκα τόν Ἀναστάντα, γράφει τά ἑξῆς θαυμαστά ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς: «Ὥσπερ γάρ ἐκεῖνον (τόν Ἀδάμ) τήν ἀρχήν πλαττόμενον καί ζωούμενον εἶδεν οὐδείς ἀνθρώπων, οὔπω γάρ ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ τῶν ἀνθρώπων τις ἦν (=δέν ὑπῆρχε κανείς ἄνθρωπος γιά νά δεῖ τόν Ἀδάμ, ὅταν τόν ἔπλασε ὁ Θεός)· μετά δέ τό λαβεῖν πνοήν ζωῆς δι᾿ ἐμφυσήματος θείου πρώτη τε τῶν ἄλλων εἶδε γυνή· πρώτη γάρ Εὔα μετ᾿ ἐκεῖνον ἦν ἐν ἀνθρώποις (=εἶδε τόν Ἀδάμ πρώτη μία γυναίκα, ἡ Εὔα, πού πλάσθηκε μετά ἀπό ἐκεῖνον)· οὕτω καί τόν δεύτερον Ἀδάμ, ὅς ἐστιν ὁ Κύριος, ἀνιστάμενον ἐκ νεκρῶν εἶδεν οὐδείς ἀνθρώπων… μετά δέ τό ἀναστῆναι πρώτη τῶν ἄλλων εἶδε γυνή» (ΕΠΕ 9, 518-520).

Ἔδωσε δέ καί ὁ Ἀναστάς στίς δύο γυναῖκες, πού Τόν προσκύνησαν, τήν ἴδια παραγγελία, τήν ὁποία τούς εἶχε δώσει προηγουμένως ὁ Ἄγγελος: Νά εἰδοποιήσουν τούς Μαθητές ὅτι θά τούς συναντήσει στή Γαλιλαία. Προκαλεῖ ἐντύπωση ὅτι δέν τούς ὀνομάζει Μαθητές ἀλλά «ἀδελφούς». Γιατί ἄραγε χρησιμοποιεῖ αὐτή τήν ὀνομασία; Γιά νά τούς τιμήσει, ἀλλά καί γιά νά δείξει ὅτι τούς ἔχει συγχωρήσει. Ἄς φοβήθηκαν νά δείξουν στούς Ἰουδαίους ὅτι ἦταν δικοί Του. Ἐκεῖνος τούς θεωρεῖ ἀδελφούς Του. Ἐπιπλέον ὅμως «δεικνύει διά τῆς ὀνομασίας ταύτης τήν σχέσιν, εἰς ἥν διά τοῦ αἵματος αὐτοῦ ἤγαγε τούς πιστούς πρός τόν Πατέρα καί πρός ἑαυτόν» (Ὑπόμν. Π. Ν. Τρεμπέλα). Ἄρχισε πλέον μετά τή σταυρική θυσία Του καί τήν Ἀνάστασή Του ἡ πνευματική συγγένεια ὅλων τῶν πιστῶν μέ τόν Κύριο καί μεταξύ τους. Γίναμε καί εἴμαστε ὅλοι ἀδελφοί τοῦ Ἀναστάντος Ἱδρυτοῦ τῆς Ἐκκλησίας.

Ἄς δοξολογοῦμε τόν Ἀναστάντα ψάλλοντας μέ τόν ὑμνωδό τῆς Ἐκκλησίας μας: «Τόν τάφον σου Σωτήρ, στρατιῶται τηροῦντες, νεκροί τῇ ἀστραπῇ τοῦ ὀφθέντος Ἀγγέλου ἐγένοντο, κηρύττοντος γυναιξί τήν Ἀνάστασιν. Σέ δοξάζομεν, τόν τῆς φθορᾶς καθαιρέτην, σοί προσπίπτομεν, τῷ ἀναστάντι ἐκ τάφου, καί μόνῳ Θεῷ ἡμῶν».

ΣΥΝΘΗΜΑ: «Οὐκ ἔστιν ὧδε· ἠγέρθη γάρ καθώς εἶπε» (Ματθ. κη΄ 6).