ΘΕΜΑ: Ἡ ἐμφάνιση τοῦ Ἀναστάντος στήν ἁγία Μαρία τή Μαγδαληνή
ΕΒΔΟΜΑΔΑ: 2-8 Μαΐου 2022
ΑΡΘΡΟ:
ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΚΟ: Ἰω. κ΄ 11-18
ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ: 1. Ἀρχιμ. Γεωργίου Ἰ. Δημοπούλου, «Ὁ Νικητής τοῦ θανάτου», σελ. 77-99, ἐκδ. «Ο ΣΩΤΗΡ», Ἀθήνα 20038. 2. Ἀρχιμ. Χριστοφόρου Ν. Παπουτσοπούλου, «Χριστός Ἀναστάς», σελ. 61-64, ἐκδ. «Ο ΣΩΤΗΡ», Ἀθήνα 20037.
.
Μεταφορτώσεις
Θέμα για τους κυκλάρχες |
Αγιογραφικό |
Θέμα για μέλη |
Συμπληρωματικό |
Αναστάσιμο διήγημα |
Σύνθημα |
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ
Πανηγυρίζουμε οἱ πιστοί Χριστιανοί τή λαμπροφόρο Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας. Ἀπ᾿ ἄκρου σ᾿ ἄκρο τῆς γῆς ἀκούγεται ὁ νικητήριος παιάνας· «Χριστός ἀνέστη» – «Ἀληθῶς ἀνέστη!» Οἱ ψυχές μας σκιρτοῦν ἀπό ἀγαλλίαση καί τά χείλη μας ψάλλουν: «Χριστός ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καί τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωήν χαρισάμενος»!
Στά ἀναστάσιμα θέματα τῶν Φιλικῶν Κύκλων προαναγγείλαμε πέρυσι ὅτι θά ἐμβαθύνουμε στίς ἕνδεκα ἐμφανίσεις τοῦ Ἀναστάντος πού διασώζονται στά ἱερά Εὐαγγέλια. Στήν περσινή πρώτη συμμελέτη μας ἐμβαθύναμε στήν ἐμφάνιση τοῦ Ἀναστάντος στίς Μυροφόρες γυναῖκες. Στή φετινή δεύτερη συμμελέτη μας θά ἐμβαθύνουμε στήν ἐμφάνιση τοῦ Ἀναστάντος στήν ἁγία Μαρία τή Μαγδαληνή, ὅπως αὐτή διασώζεται στό Κατά Ἰωάννην ἱερό Εὐαγγέλιο (κ΄ 11-18).
ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ
Θά διαβάσουμε τό κείμενο καί τήν ἑρμηνεία τοῦ Ἁγιογραφικοῦ Ἀναγνώσματος: Ἰω. κ΄ 11-18.
Ἑρμηνευτικά σχόλια καί διδάγματα
Στίχ. 11. «Μαρία δέ εἱστήκει πρός τῷ μνημείῳ κλαίουσα ἔξω». Ἀναφέρεται ὁ στίχος στήν ἁγία Μαρία τή Μαγδαληνή, πού γιορτάζουμε τή σεπτή μνήμη της στίς 22 Ἰουλίου. Καταγόταν ἀπό τά Μάγδαλα τῆς Γαλιλαίας, γι᾿ αὐτό ὀνομάζεται Μαγδαληνή. Βασανιζόταν ἀπό ἑπτά δαιμόνια, ἀλλά τή θεράπευσε ὁ Χριστός: «ἀφ᾿ ἧς δαιμόνια ἑπτά ἐξεληλύθει» (Λουκ. η΄ 2). Ἀφοῦ λυτρώθηκε ἀπό τή δοκιμασία τῶν δαιμονίων, προστέθηκε στόν χορό τῶν Μυροφόρων γυναικῶν. Ἀκολουθοῦσαν μέ ἀφοσίωση τόν Κύριο στίς ἱεραποστολικές περιοδεῖες Του καί «διηκόνουν αὐτῷ ἀπό τῶν ὑπαρχόντων αὐταῖς» (βλ. Λουκ. η΄ 3). Τόν ἀκολούθησαν καί στόν Σταυρό (βλ. Ἰω. ιθ΄ 25), καί στήν Ταφή, ὅπου μέ ὀδύνη ψυχῆς «ἐθεώρουν ποῦ τίθεται» (Μάρκ. ιε΄ 47). Μόνο «τό Σάββατον ἡσύχασαν διά τήν ἑορτήν» καί «διαγενομένου τοῦ Σαββάτου», ὅταν πιά εἶχε περάσει τό Σάββατο, κατά τό ἡλιοβασίλεμα δηλαδή, ἔτρεξαν μέ σπουδή νά ἀγοράσουν πολύτιμα ἀρώματα, «ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν αὐτόν» (Μάρκ. ις΄ 1). Τά ξημερώματα «τῆς μιᾶς τῶν Σαββάτων» πρῶτες οἱ Μυροφόρες πῆγαν στόν Τάφο τοῦ Κυρίου μας: «Ἦλθε Μαρία ἡ Μαγδαληνή καί ἡ ἄλλη Μαρία (ἡ Παναγία)» (Ματθ. κη΄ 1). Μόλις ἔφθασαν στό μνημεῖο, ἔγινε σεισμός, καί κατέβηκε ἄγγελος Κυρίου (ὁ ἀρχάγγελος Γαβριήλ), ἀποκύλισε «τόν λίθον τοῦ μνημείου» καί ἀνήγγειλε στίς Μυροφόρες ὅτι ὁ Χριστός ἀναστήθηκε: «οὐκ ἔστιν ὧδε· ἠγέρθη» (Ματθ. κη΄ 6)! Ἔπειτα ἡ ἁγία Μαρία ἡ Μαγδαληνή «προέδραμε», ἔτρεξε «ὑπόπτερος» μπροστά ἀπό τίς ἄλλες Μυροφόρες, γιά νά ἀναγγείλει στόν Σίμωνα Πέτρο καί στόν ἄλλο Μαθητή, τόν Ἰωάννη, ὅτι βρῆκαν τόν Τάφο ἀδειανό (Ἰω. κ΄ 2). Ἀκολουθώντας κατόπιν τούς δύο Μαθητές, ἦλθε πάλι στόν Τάφο. Οἱ δύο Μαθητές ἀφοῦ διεπίστωσαν ὅτι στό μνημεῖο δέν ὑπῆρχε τό νεκρό σῶμα τοῦ Κυρίου, ἀνεχώρησαν: «Ἀπῆλθον οὖν πάλιν πρός ἑαυτούς οἱ μαθηταί» (Ἰω. κ΄ 10). Ἀλλά ἡ ἁγία Μαρία ἡ Μαγδαληνή παρέμεινε στό μνημεῖο καί ἔκλαιγε ἔξω ἀπό αὐτό. Τά δάκρυά της ἦταν δάκρυα λατρείας καί πλήρους ἀφιερώσεως στόν Θεό. Ὅλες αὐτές οἱ ἐνέργειές της, πού τήν παρουσιάζουν ὡς προεξάρχουσα τοῦ ἱεροῦ ὁμίλου τῶν Μυροφόρων γυναικῶν, δείχνουν πόσο ἀφοσιωμένη Μαθήτρια τοῦ Χριστοῦ ἦταν. Βιβλική μορφή, ἁγνή, ἱερή, σεβάσμια καί ἁγία! Ἦταν «μία ἀπό τίς πρῶτες μεταξύ τῶν μεγάλων καί μία ἀπό τίς ἐξέχουσες μεταξύ τῶν ἀρίστων»!
Στίχ. 12. «ὡς οὖν ἔκλαιε, παρέκυψεν εἰς τό μνημεῖον καί θεωρεῖ δύο ἀγγέλους ἐν λευκοῖς καθεζομένους, ἕνα πρός τῇ κεφαλῇ καί ἕνα πρός τοῖς ποσίν, ὅπου ἔκειτο τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ». Ἐνῶ ἐξακολουθοῦσε νά κλαίει, ἔσκυψε μιά στιγμή στό μνημεῖο ἀναζητώντας καί πάλι τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Βλέπει τότε δύο ἀγγέλους μέ λευκά ἐνδύματα, «ἐν ἐσθήσεσιν ἀστραπτούσαις», μέ στολές πού ἄστραφταν ἀπό λαμπρότητα. Οἱ ἄγγελοι στάλθηκαν ἀπό τόν οὐρανό γιά νά μηνύσουν τή λαμπροφόρο Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας. Ἡ λευκότητα τῶν ἐνδυμάτων τους εἶναι δηλωτική τῆς δόξας τοῦ ἀναστημένου Κυρίου μας, τῆς δόξας τῶν ἀγγέλων καί τῆς δόξας ὅλης τῆς κτίσεως μετά τή λαμπροφόρο Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. «Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός…» Ὅλα εἶναι λαμπρά, φωτεινά καί δοξασμένα. Οἱ ἀπεσταλμένοι ἄγγελοι κάθονταν ὡς ὑπηρέτες τοῦ ἀναστημένου Κυρίου, ὁ ἕνας πρός τό ἅγιο κεφάλι καί ὁ ἄλλος πρός τά σεπτά πόδια, ἐκεῖ ὅπου πιό πρίν ἦταν τοποθετημένο κάτω στή γῆ τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ.
Στίχ. 13. «καί λέγουσιν αὐτῇ ἐκεῖνοι· γύναι, τί κλαίεις; λέγει αὐτοῖς· ὅτι ἦραν τόν Κύριόν μου, καί οὐκ οἶδα ποῦ ἔθηκαν αὐτόν». Οἱ ἄγγελοι τή ρώτησαν: Γυναίκα, γιατί κλαῖς; Δείχνοντας μέ τήν ἐρώτησή τους ὅτι ἔχουν ὡς διακονία τους νά ἐνισχύουν τούς πιστούς στίς θλίψεις τους καί νά τούς παρηγοροῦν. Κι αὐτή τούς ἀπάντησε θερμά καί φιλόστοργα: Διότι πῆραν τόν Κύριό μου ἀπό τόν Τάφο καί δέν ξέρω ποῦ τόν ἔβαλαν. Ἡ φράση «τόν Κύριόν μου» εἶναι πλήρης ἁγίας τρυφερότητος. Ὁ ἱερός Ὑμνογράφος σέ τροπάριο τῶν αἴνων χρησιμοποιεῖ σχεδόν αὐτούσιο τόν συγκλονιστικό διάλογο μεταξύ τῶν ἀγγέλων καί τῆς ἁγίας Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς, ψάλλοντας τά ἑξῆς: «Εἰς τό μνῆμά σέ ἐπεζήτησεν ἐλθοῦσα τῇ μιᾷ τῶν Σαββάτων Μαρία ἡ Μαγδαληνή· μή εὑροῦσα δέ ὠλοφύρετο κλαυθμῷ βοῶσα· Οἴμοι, Σωτήρ μου! πῶς ἐκλάπης, πάντων Βασιλεῦ; Ζεῦγος δέ ζωηφόρων ἀγγέλων ἔνδοθεν τοῦ μνημείου ἐβόα. Τί κλαίεις, ὦ γύναι; Κλαίω, φησίν, ὅτι ἦραν τόν Κύριόν μου τοῦ τάφου, καί οὐκ οἶδα ποῦ ἔθηκαν αὐτόν…»
Στίχ. 14 «καί ταῦτα εἰποῦσα ἐστράφη εἰς τά ὀπίσω, καί θεωρεῖ τόν Ἰησοῦν ἑστῶτα, καί οὐκ ᾔδει ὅτι Ἰησοῦς ἐστι». Ἀπό τό σχῆμα, τό βλέμμα καί τήν κίνηση τῶν ἀγγέλων κατάλαβε ἡ ἁγία Μαρία ἡ Μαγδαληνή ὅτι κάποιος στέκεται πίσω της. Στράφηκε πίσω νά δεῖ ποιός εἶναι καί βλέπει τόν Ἰησοῦ νά στέκεται ὄρθιος, ἀλλά δέν κατάλαβε ὅτι Αὐτός ἦταν ὁ Ἰησοῦς, εἴτε διότι τό σῶμα τοῦ Κυρίου εἶχε ὑποστεῖ μεταβολή μέ τήν Ἀνάσταση, εἴτε διότι ἡ Μαρία δέν ὑποπτευόταν κάν ὅτι ὁ Διδάσκαλος ἀναστήθηκε.
Στίχ. 15. «λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· γύναι, τί κλαίεις; τίνα ζητεῖς; ἐκείνη δοκοῦσα ὅτι ὁ κηπουρός ἐστι, λέγει αὐτῷ· κύριε, εἰ σύ ἐβάστασας αὐτόν, εἰπέ μοι ποῦ ἔθηκας αὐτόν, κἀγώ αὐτόν ἀρῶ». Ὅλα τά γνώριζε ὁ ἀναστάς Κύριος. Ἀλλά τή ρωτάει: Γιατί κλαῖς; Γιά νά προσφέρει βάλσαμο παρηγοριᾶς στήν πονεμένη καρδιά της. Ἐκείνη νόμισε ὅτι ἦταν ὁ κηπουρός καί τοῦ εἶπε: Κύριε, ἐάν τόν πῆρες ἐσύ, πές μου ποῦ τόν ἔβαλες, κι ἐγώ θά τόν πάρω ἀπό τόν κῆπο σου καί θά τόν τοποθετήσω σέ ἄλλον τάφο.
Μᾶς κάνει ἐντύπωση ὅτι καί οἱ ἄγγελοι καί ὁ Κύριος τῆς ἔκαναν τήν ἴδια ἐρώτηση: «γύναι, τί κλαίεις;». Δικαιολογούμαστε νά κλαῖμε μετά τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας; (Σκέψεις Μελῶν…) Τό σωστό εἶναι νά μήν κλαῖμε, διότι ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ διαλύει τά νέφη τῶν θλίψεών μας καί ἡ ἀναστάσιμη χαρά πλημμυρίζει τίς καρδιές μας. Ἡ ἁγία Μαρία ἡ Μαγδαληνή δικαιολογεῖται πού ἔκλαιε, διότι ἀκόμη δέν γνώριζε ὅτι ἀναστήθηκε ὁ Χριστός.
Στίχ. 16. «λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· Μαρία. στραφεῖσα ἐκείνη λέγει αὐτῷ· ραββουνί, ὅ λέγεται, διδάσκαλε». Ὁ ἀναστάς Κύριος τήν κάλεσε μέ τό ὄνομά της: «Μαρία»! Πόσο πολύ μᾶς ἀγαπᾶ ὁ Κύριος! Μᾶς καλεῖ μέ τό ὄνομά μας: «τά ἴδια πρόβατα καλεῖ κατ᾿ ὄνομα» (Ἰω. ι΄ 3). Ἐκείνη Τόν γνώρισε ἀμέσως ἀπό τή φωνή Του καί ἀπάντησε: «Ραββουνί», πού σημαίνει· Διδάσκαλέ μου (Ἰω. κ΄ 16). «Αὐτή δέ στραφεῖσα ὀπίσω, ὡς κατεῖδε σε, εὐθέως ἐβόα· Ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου, δόξα σοι»!
Στίχ. 17. «λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· μή μου ἅπτου· οὔπω γάρ ἀναβέβηκα πρός τόν πατέρα μου· πορεύου δέ πρός τούς ἀδελφούς μου καί εἰπέ αὐτοῖς· ἀναβαίνω πρός τόν πατέρα μου καί πατέρα ὑμῶν, καί Θεόν μου καί Θεόν ὑμῶν». Τότε ἡ Μαρία ἔτρεξε νά περιπτυχθεῖ μέ σεβασμό τά σεπτά πόδια Του, νομίζοντας ὅτι, ὅπως ὁ Λάζαρος, ἔτσι καί ὁ Κύριος θά ἐξακολουθεῖ νά ζεῖ ἀνάμεσά τους, ὅπως καί πρίν ἀπό τό Πάθος Του. Ὁ Κύριος ὅμως τῆς εἶπε: «Μή μου ἅπτου». Μή μ’ ἀγγίζεις, διότι δέν ἀνέβηκα ἀκόμη πρός τόν Πατέρα μου. Συνεπῶς δέν ἐγκαινιάσθηκε ἀκόμη ἡ νέα σχέση τῆς εὐλαβικῆς καί λατρευτικῆς οἰκειότητος πού θά συνάψω μέ τούς ἀνθρώπους μετά τήν Ἀνάληψή μου ὡς αἰώνιος καί οὐράνιος πλέον Ἀρχιερεύς καί ὡς κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, μέ τήν ὁποία θά εἶμαι ἑνωμένος. Πήγαινε ὅμως στούς ἀδελφούς μου καί πές τους: Ἀνεβαίνω πρός τόν Πατέρα μου, τόν Ὁποῖο δι’ Ἐμοῦ καί σεῖς ἔχετε κατά Χάριν Πατέρα. Αὐτός ἔγινε καί Θεός μου ἀπό τότε πού ἔγινα ἄνθρωπος, ὅπως εἶναι Θεός δικός σας. «Πορεύου δέ πρός τούς ἀδελφούς μου». Δέν λέει: στούς Μαθητές μου, στούς Ἀποστόλους μου, στούς φίλους μου, ἀλλά στούς ἀδελφούς μου. Μόνο στήν Ἁγία Γραφή ὀνομάζεται ὁ ἄνθρωπος ἀδελφός τοῦ Θεοῦ, παιδί τοῦ Θεοῦ! Πόσο πολύ μᾶς ἀγαπᾶ ὁ Κύριος, πόσο πολύ μᾶς τιμᾶ καί πόσο πολύ μᾶς ὑψώνει!
Στίχ. 18. Ἀμέσως κατόπιν ἔκαναν φτερά τά πόδια τῆς ἁγίας Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς. «Ἔρχεται Μαρία ἡ Μαγδαληνή ἀπαγγέλλουσα τοῖς μαθηταῖς ὅτι ἑώρακε τόν Κύριον, καί ταῦτα εἶπεν αὐτῇ». Ἔρχεται ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή καί ἀναγγέλλει στούς Μαθητές ὅτι εἶδε τόν Κύριο καί ὅτι τῆς εἶπε τά λόγια αὐτά. Σπεύδει «ἀγαλλομένῳ ποδί», μέ προθυμία καί ταχύτητα, νά ἀναγγείλει στούς Ἀποστόλους «τό φαιδρόν τῆς Ἀναστάσεως κήρυγμα»! Γίνεται εὐαγγελίστρια τῆς Ἀναστάσεως καί εὐαγγελίστρια τῶν Εὐαγγελιστῶν!
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ (προσευχή)
Ἀναστημένε Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, τρισένδοξε Νικητή τοῦ θανάτου, Ἀρχηγέ τῆς αἰώνιας ζωῆς! Σάν τήν ἁγία Μαρία τή Μαγδαληνή κλαῖμε κι ἐμεῖς πολλές φορές στούς τάφους τῶν προσφιλῶν μας. Κι Ἐσύ ἔρχεσαι, μᾶς καλεῖς μέ τό ὄνομά μας καί μᾶς προτρέπεις νά μήν κλαῖμε, ἀλλά νά χαιρόμαστε, διότι μέ τή σταυρική θυσία, τήν Ταφή καί τή λαμπροφόρο Ἀνάστασή Σου νίκησες τόν θάνατο καί μᾶς χαρίζεις τήν αἰώνια ζωή. Ἀξίωνέ μας νά ἀπαντοῦμε: «Ραββουνί», Διδάσκαλέ μου, «ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου, δόξα σοι» καί νά γινόμαστε παντοῦ καί πάντοτε κήρυκες τῆς Ἀναστάσεώς Σου. Ἀμήν.
ΣΥΝΘΗΜΑ
«Μαρία… Ραββουνί…» (Ἰω. κ. 16).
Τό ἑπόμενο θέμα μας θά εἶναι ἀπό τό ἄρθρο «Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ…», «Ο ΣΩΤΗΡ», τεῦχ. 2261/15.3.22/ σελ. 129-130.