Ἀποστολικό Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 8 Μαΐου 2022, Κυριακή τῶν Μυροφόρων (Α΄ Ἰωάν. α΄ 1-7)
Ο ἦν ἀπ᾿ ἀρχῆς, ὃ ἀκηκόαμεν, ὃ ἑωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν, ὃ ἐθεασάμεθα καὶ αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν, περὶ τοῦ λόγου τῆς ζωῆς· – καὶ ἡ ζωὴ ἐφανερώθη, καὶ ἑωράκαμεν καὶ μαρτυροῦμεν καὶ ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον, ἥτις ἦν πρὸς τὸν πατέρα καὶ ἐφανερώθη ἡμῖν· – ὃ ἑωράκαμεν καὶ ἀκηκόαμεν, ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν, ἵνα καὶ ὑμεῖς κοινωνίαν ἔχητε μεθ’ ἡμῶν· καὶ ἡ κοινωνία δὲ ἡ ἡμετέρα μετὰ τοῦ πατρὸς καὶ μετὰ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. καὶ ταῦτα γράφομεν ὑμῖν, ἵνα ἡ χαρὰ ἡμῶν ᾖ πεπληρωμένη. Καὶ αὕτη ἐστὶν ἡ ἐπαγγελία ἣν ἀκηκόαμεν ἀπ᾿ αὐτοῦ καὶ ἀναγγέλλομεν ὑμῖν, ὅτι ὁ Θεὸς φῶς ἐστι καὶ σκοτία ἐν αὐτῷ οὐκ ἔστιν οὐδεμία. ἐὰν εἴπωμεν ὅτι κοινωνίαν ἔχομεν μετ᾿ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ σκότει περιπατῶμεν, ψευδόμεθα καὶ οὐ ποιοῦμεν τὴν ἀλήθειαν· ἐὰν δὲ ἐν τῷ φωτὶ περιπατῶμεν, ὡς αὐτός ἐστιν ἐν τῷ φωτί, κοινωνίαν ἔχομεν μετ᾿ ἀλλήλων, καὶ τὸ αἷμα Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ καθαρίζει ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας.
Ὁ ἀετὸς τῆς Θεολογίας
Ἡ σημερινὴ Κυριακὴ τῶν Μυροφόρων συμπίπτει μὲ τὴν ἑορτὴ τοῦ ἁγίου ἐνδόξου ἀποστόλου καὶ εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου· τοῦ ἀετοῦ τῆς Θεολογίας· τοῦ πρώτου καὶ μεγαλύτερου Θεολόγου ὅλων τῶν αἰώνων, ὁ ὁποῖος δὲν διδάχθηκε τὴ Θεολογία σὲ κάποια πανεπιστημιακὴ Σχολή, ἀλλὰ ἔλαβε τὸ χάρισμα αὐτὸ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο, κοντὰ στὸν Ὁποῖο ἔζησε ἐπὶ τρία χρόνια καὶ τὸν Ὁποῖο εἶδε καὶ ἄκουσε καὶ ψηλάφησε μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια, ὅπως βεβαιώνει στὴν ἀποστολικὴ περικοπὴ ποὺ ἀκούσαμε σήμερα.
1. Αἰσθητὸς ὁ Θεὸς
Δίνουμε τὴ μαρτυρία μας, ἐμεῖς οἱ Ἀπόστολοι, γι᾿ αὐτὸ ποὺ ὑπῆρχε ἐξαρχῆς καὶ τὸ ὁποῖο γνωρίσαμε μὲ τὴν προσωπική μας πείρα. «Ὃ ἀκηκόαμεν, ὃ ἑωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν, ὃ ἐθεασάμεθα καὶ αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν». Αὐτὸ δηλαδὴ ποὺ ἀκούσαμε μὲ τὰ αὐτιά μας, αὐτὸ ποὺ εἴδαμε μὲ τὰ ἴδια μας τὰ μάτια, καὶ μάλιστα τὸ εἴδαμε καλά, αὐτὸ ποὺ ψηλάφησαν τὰ χέρια μας· σᾶς κηρύττουμε δηλαδὴ γιὰ τὸν ἐνυπόστατο Λόγο, ὁ Ὁποῖος ἔχει μέσα του ζωή, τὴν ὁποία μεταδίδει καὶ στοὺς ἄλλους. Ἀλλὰ ἡ ἐνυπόστατη ζωή, ποὺ εἶναι ὁ Χριστός, φανερώθηκε στὸν κόσμο: ἔγινε ἄνθρωπος.
«Καὶ ἑωράκαμεν καὶ μαρτυροῦμεν». Δηλαδή, τὴ ζωὴ αὐτὴ τὴν ἔχουμε δεῖ μὲ τὰ μάτια μας, ἐπαναλαμβάνει ὁ θεῖος Ἀπόστολος, καὶ δίνουμε μαρτυρία γι᾿ αὐτή. Σᾶς ἀναγγέλλουμε τὸν Υἱὸ καὶ Λόγο τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ὑπῆρχε πάντοτε δίπλα στὸν Πατέρα, ἑνωμένος μ᾿ Ἐκεῖνον, καὶ φανερώθηκε ὡς ἄνθρωπος σ᾿ ἐμᾶς τοὺς Ἀποστόλους. «Ὃ ἑωράκαμεν καὶ ἀκηκόαμεν, ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν». Σᾶς ἀναγγέλλουμε λοιπὸν αὐτὸ ποὺ εἴδαμε καὶ ἀκούσαμε ὡς αὐτόπτες καὶ αὐτήκοοι μάρτυρες, γιὰ νὰ ἔχετε κοινωνία καὶ στενὸ σύνδεσμο μαζί μας. Διότι ἐκεῖνος ποὺ ἔχει κοινωνία μαζί μας, ἔχει κοινωνία καὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ μὲ τὸν Υἱό του Ἰησοῦ Χριστό.
Κάνει ὁπωσδήποτε ἐντύπωση τὸ ὅτι ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ἐπαναλαμβάνει τέσσερις φορὲς μέσα σὲ λίγους μόλις στίχους ὅτι οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι εἶχαν προσωπικὴ πείρα τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτὸ στὸ κήρυγμά τους καὶ στὰ συγγράμματά τους ἐξιστοροῦσαν αὐτὰ ποὺ ἔζησαν κοντὰ στὸν Χριστό. Κήρυτταν τὰ θαύματα ποὺ εἶδαν, τὶς διδασκαλίες ποὺ ἄκουσαν, τὸν Θεὸ ποὺ ψηλάφησαν, τὴν ἀλήθεια ποὺ γνώρισαν. Δὲν κατέγραψαν φαντασίες καὶ ψεύδη, ἀλλὰ τὴν προσωπικὴ μαρτυρία τους ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός.
Οἱ Ἀπόστολοι εἶδαν καὶ πίστεψαν. Ἐμεῖς πιστεύουμε χωρὶς νὰ ἔχουμε δεῖ μὲ τὰ σωματικά μας μάτια. Μελετώντας ὅμως τὰ ἱερὰ κείμενά τους, πιστεύοντας τὴν προσωπικὴ μαρτυρία τους καὶ ζώντας μέσα στὸν ἱερὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας μας γίνεται καὶ σὲ μᾶς αἰσθητὸς ὁ Θεός. Τὸν βλέπουμε, Τὸν ἀκοῦμε μὲ τὶς πνευματικὲς αἰσθήσεις τῆς ψυχῆς μας. Ψηλαφοῦμε τὴν παρουσία του δίπλα μας. Ἂς ἀνοίγουμε λοιπὸν τὴν καρδιά μας στὴν ἀδιάψευστη μαρτυρία τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, ποὺ ἀπαράλλακτη διαφυλάσσει αἰῶνες τώρα ἡ Ἐκκλησία μας, καὶ τότε θὰ ζοῦμε κι ἐμεῖς μέσα στὴ διαρκὴ παρουσία τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ.
2. Κοινωνία ἀγάπης
Αὐτὰ σᾶς τὰ γράφουμε, γιὰ νὰ εἶναι τέλεια ἡ χαρά μας, ἡ ὁποία προέρχεται ἀπὸ τὴν κοινωνία μας μὲ τὸν Θεὸ καὶ μεταξύ μας, συνεχίζει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης. Αὐτὴ δὲ εἶναι ἡ ὑπόσχεση ποὺ ἔχουμε ἀκούσει ἀπὸ τὸν Κύριο καὶ σᾶς τὴν ἀναγγέλλουμε, ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι Φῶς ποὺ ἀκτινοβολεῖ ἁγιότητα καὶ ἀλήθεια, καὶ δὲν ὑπάρχει μέσα του καμία σκιὰ σκότους ἄγνοιας καὶ ἁμαρτίας.
Ἂν λοιπὸν ποῦμε ὅτι ἔχουμε στενὴ σχέση καὶ κοινωνία μὲ τὸν Θεό, ἐνῶ τὰ ἔργα μας εἶναι σκοτεινὰ καὶ ἁμαρτωλά, λέμε ψέματα, διότι οἱ πράξεις μας δὲν συμφωνοῦν μὲ τὴν ἀλήθεια. «Ἐὰν δὲ ἐν τῷ φωτὶ περιπατῶμεν, ὡς αὐτός ἐστιν ἐν τῷ φωτί, κοινωνίαν ἔχομεν μετ᾿ ἀλλήλων»· ἂν ἀντίθετα ζοῦμε μέσα στὸ φῶς κι ἔχουμε φωτεινὴ καὶ ἐνάρετη ζωή, ὅπως ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος εἶναι μέσα στὸ φῶς, τότε θὰ ἔχουμε στενὴ σχέση καὶ κοινωνία μεταξύ μας, ἡ δὲ θυσία τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ θὰ μᾶς καθαρίζει ἀπὸ κάθε ἁμαρτία.
Θὰ περιμέναμε ἴσως νὰ μᾶς πεῖ ὁ θεῖος Ἀπόστολος ὅτι, ὅταν ζοῦμε καθαρὴ καὶ ἁγία ζωή, ὅταν τὰ ἔργα μας εἶναι φωτεινά, ἔχουμε κοινωνία μὲ τὸν Θεό. Ἀντὶ γι᾿ αὐτὸ ὅμως μᾶς λέει ὅτι τότε ἔχουμε κοινωνία μὲ τοὺς ἀδελφούς μας. Τὸ ἀναφέρει δὲ αὐτό, διότι ἡ ἑνότητά μας μὲ τοὺς ἄλλους, ἡ ἀγάπη μας πρὸς αὐτοὺς γίνεται αἰτία νὰ ἑνωθοῦμε τελικὰ καὶ μὲ τὸν Θεό. Ἀλλὰ καὶ τὸ ἀντίστροφο συμβαίνει: ἡ ἀγάπη μας πρὸς τὸν Θεὸ καλλιεργεῖ καὶ τὴν ἀγάπη πρὸς τοὺς ἀδελφούς μας. Αὐτὴ τὴ διπλὴ ἀγάπη βίωσε καὶ αὐτὴ δίδαξε ὁ Εὐαγγελιστὴς τῆς ἀγάπης. Αὐτὴ τὴν ἀγάπη ἂς βιώνουμε κι ἐμεῖς, πρὸς τὸν Θεὸ καὶ πρὸς τοὺς συνανθρώπους μας, γιὰ νὰ πορευόμαστε αἰώνια μέσα στὸ Φῶς τοῦ ἀναστημένου Κυρίου.